Ο λόγος γίνεται προφανώς για το comic «Τριγυρνώ μες στην Αθήνα» του Πέτρου Χριστούλια, το δεύτερο της σειράς με πρωταγωνιστή τον Καπετάν Νυχτερίδα, το οποίο είναι υποψήφιο σε διάφορες κατηγορίες των φετινών βραβείων κόμικς, συμπεριλαμβανομένου του βραβείου καλύτερου κόμικ. Πρόκειται για μια σειρά κόμικς, τα οποία δημοσιεύτηκαν αρχικά διαδικτυακά στο socomic.gr και στη συνέχεια τυπώθηκαν απ’ την Jemma Press. Την πρώτη περιπέτεια του Καπετάν Νυχτερίδα την γνωρίσαμε πέρσι με το «Γυρνώ σαν Νυχτερίδα», ενώ στο comicdom-con Athens θα κυκλοφορήσει και η τρίτη περιπέτεια, την οποία αναμένουμε να διαβάσουμε.
Το «Τριγυρνώ μες στην Αθήνα» σαν γενική εικόνα μας προσφέρει μια ωριμότερη προσπάθεια του Πέτρου Χριστούλια να αφηγηθεί την ιστορία του Καπετάν Νυχτερίδα. Ο Χριστούλιας αφού μας γνώρισε τους πρωταγωνιστές, την ιστορία και τη δικιά του μετεμφυλιακή Αθήνα στο «Γυρνώ σαν νυχτερίδα», αυτή τη φορά αναπτύσσει τις ιδέες του πιο άνετα και εμβαθύνοντας περισσότερο, όμως απ’ την άλλη δεν καταφέρνει να ξεπεράσει κάποια αρνητικά στοιχεία που υπήρχαν και στο πρώτο έργο.
Αρχικά, λοιπόν, θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι το «Τριγυρνώ μες στην Αθήνα» μας προσφέρει μια πιο ολοκληρωμένη ιστορία που έχει εμβαθύνει στην ατμόσφαιρα της μετεμφυλιακής Ελλάδας και στους χαρακτήρες της. Η Αθήνα της δεκαετίας του ’50 είναι στο επίκεντρο της ιστορίας. Είναι μια Αθήνα πολυδιάστατη, με διαφορετικούς ανθρώπους και διαφορετικές ιστορίες.
Θα γνωρίσουμε την Αθήνα της «υψηλής κοινωνίας», μέσα από το ιατρείο του δρ. Μπουζιανόπουλου. Ο Μπουζιανόπουλος είναι μια τυπική φιγούρα ενός συντηρητικού της εποχής, με ιδιωτικό ιατρείο και φανερή οικονομική άνεση, ο οποίος μιλάει κοφτά στην καθαρεύουσα, χωρίς να σου αφήνει πολλά περιθώρια να τον συμπαθήσεις. Είναι άνθρωπος της ίδια πάστας με τον Μπουγιουρντόπουλο, το μαυραγορίτη που πλούτισε στην κατοχή, αλλά τα πλούτη του έμειναν κρυμμένα μετά το θάνατό του στην Απελευθέρωση. Οι μαυραγορίτες ήταν ένα φαινόμενο με μεγάλη έξαρση στην κατοχική Αθήνα και ιδιαίτερα την περίοδο του μεγάλου λιμού, όπου συγκέντρωσαν τεράστια πλούτη απ’ τη δυστυχία του λαού. Όμως συγκέντρωσαν και μεγάλο μίσος απ’ την κοινωνία και τις δυνάμεις της Αντίστασης. Η ιστορία του Μπουγιουρντόπουλου είναι μια απ’ τις τόσες ιστορίες των συνεργατών των κατακτητών, που ξεκοκάλισαν το λαό αφού επένδυσαν στον πόλεμο, την πείνα και τον θάνατο. Όμως (spoiler) τα πλούτη αποδείχτηκε ότι κανείς δεν τα παίρνει στον τάφο του, σε αντίθεση με το μίσος και την απαξίωση που θα κυνηγάει για πάντα τη μνήμη του.
Απ’ την άλλη όμως στο «Τριγυρνώ μες στην Αθήνα» υπάρχει και η άλλη Αθήνα των απλών λαϊκών ανθρώπων, του «προλεταριάτου» που λέει και ο Καπετάν Νυχτερίδας, ο οποίος μπορεί να είναι πλούσιος, αλλά προτιμάει να συχνάζει στα δικά τους μέρη. Αυτή η Αθήνα διασκεδάζει στα ρεμπετάδικα ή απλά εκεί πίνει για να πνίξει τον πόνο της. Το ρεμπέτικο έχει μάλιστα εξέχουσα θέση σε όλο το κόμικ, αφού με έναν πολύ πρωτότυπο τρόπο ο Χριστούλιας έχει δημιουργήσει soundtrack στο κόμικ με τραγούδια του Τσιτσάνη, του Μητσάκη και άλλων.
Η Αθήνα του ρεμπέτικου είναι και η Αθήνα ανθρώπων, κτηρίων και επαγγελμάτων για τα οποία ακούγαμε μικροί και ίσως έχουμε δει σε παλιές ελληνικές ταινίες. Οι Αθηναίοι πηγαίνουν τα παιδιά τους το βράδυ στον Καραγκιόζη, ο οποίος εμφανίζεται με ζωντανή ορχήστρα. Ασκούν επαγγέλματα, τα οποία δεν υπάρχουν σήμερα, όπως ο παγοπώλης, ο θυρωρός ή ακόμα και η χαρτορίχτρα που διαβάζει το φλιτζάνι. Και όλοι αυτοί ζουν σε μια πόλη με κτήρια με σιδερένια ασανσέρ που βρίσκει κανείς πια μόνο σε πολύ παλιές πολυκατοικίες. Και φυσικά είναι μια Αθήνα που περιπολείται από αστυνομικούς που περισσότερο θυμίζουν χωροφύλακες με τα καπέλα που κρύβουν το πρόσωπό τους και όποια υποψία προσωπικότητας και ανθρωπιάς, με την αυταρχική φωνή και το αυστηρό ύφος.
Σε αυτή την Αθήνα τριγυρνά ο Καπετάν Νυχτερίδας, ο οποίος δεν έχει ξεπεράσει παλιότερα κουσούρια που κουβαλάει από το «Γυρνώ σαν Νυχτερίδα». Ίσως το βασικότερο κουσούρι του είναι ότι θα μπορούσε και να μην υπάρχει στην ιστορία. Η προσπάθεια μιας μεταφοράς – παρωδίας του Μπάτμαν στη μετεμφυλιακή Ελλάδα παραμένει ασταθής, αφού ο Καπετάν Νυχτερίδας δεν έχει καταφέρει να μας αποδείξει την αξία του ως πρωταγωνιστής μαζί με τον πιστό του Ρόμπιν, τον Δεκαοχτούρα. Και αυτή τη φορά ο Καπετάν Νυχτερίδας δεν έχει να μας προσφέρει πολλά αστεία, πέρα από γκάφες που προκαλούν εύκολο γέλιο.
Όμως αυτή τη φορά και η ίδια η ιστορία του Καπετάν Νυχτερίδα παρουσιάζεται πιο ώριμη. Πέρα από την έξυπνη εξέλιξη της ιστορίας με ανατροπές και δουλεμένους χαρακτήρες που τη βοηθάνε να προχωρήσει, το μεγάλο ατού της νέας ιστορίας του Χριστούλια είναι ότι βρήκε έναν κακό που χρειαζόταν το κόμικ. (Από εδώ και πέρα όντως ακολουθούν spoiler για το τέλος της ιστορίας.) Ο δρ. Μπουτζιανόπουλος, ο οποίος είναι θύμα του μαυραγορίτη Μπουγιουρντόπουλου μετά το θάνατο της γυναίκας του δεν έχει πλέον κανέναν ενδοιασμό να γίνει θύτης και να σκοτώσει τον εκμεταλλευτή του. Με έναν τυπικό μονόλογο villain αλλά και με όλα τα χαρακτηριστικά του ιδιοφυούς εγκληματία της μετεμφυλιακής Ελλάδας, που μιλάει σαν να απειλεί τους ήρωές μας και αφηγείται τα γεγονότα στην καθαρεύουσα ο Μπουζιανόπουλος συμπλήρωνε ένα μεγάλο κενό στην ιστορία και μας άφησε τελικά με μια ωραία γεύση.
Με το «Τριγυρνώ μες στην Αθήνα» οι ιστορίες του Καπετάν Νυχτερίδα, παρά τα κάποια ελαττώματα που παραμένουν, έχουν πια βρει το σωστό δρόμο, έχουν ωριμάσει και έχουν τη δυνατότητα να μας προσφέρουν κι άλλες όμορφες στιγμές στο μέλλον. Και πώς αλλιώς να αποχαιρετήσουμε αυτό το κόμικ; Με το να του ευχηθούμε καλή επιτυχία στα βραβεία την Παρασκευή, αλλά και βάζοντας να ακούσουμε το soundtrack του…