Το Underwold του μακρινού 2003, χωρίς να βαυκαλίζεται πως ανακαλύπτει ξανά τον τροχό, κατάφερε να κερδίσει τις εντυπώσεις και την (εφηβική) αγάπη μας, για την όμορφη του ατμόσφαιρα, που έφερνε το goth του Μεσαίωνα σε αντιστοιχία με το γοτθικό της σημερινής εποχής, την εντυπωσιακή δράση που αναμείγνυε στοιχεία fantasy, steam punk και καθαρά goth, αλλά και την Kate Beckinsale (The Aviator, Underworld) η οποία φαινόταν πως έπαιζε τον ρόλο που θα την καθιέρωνε. Σχεδόν 13 χρόνια αργότερα, μία συμπαθητική και δύο πολύ κακές συνέχειες αργότερα, το prestige του franchise βρίσκεται στα τάρταρα και κανείς δεν φαίνεται διατειθειμένος να κάνει κάτι για αυτό. Η νέα προσθήκη, με τον ανέμπνευστο τίτλο Bloodwars έρχεται να πέσει βαριά σαν ταφόπλακα σε μια σειρά ταινίων που θα μπορούσε να είχε παέι τόσο διαφορετικά…
Το Bloodwars βρίσκει την πρωταγωνίστρια να κινδυνεύει πλεόν και από τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές, τους βρικόλακες και τους λυκανθρώπους, με τους πρώτους να παραμένουν η κομψή, σκιώδης απειλή ενώ οι δεύτεροι να εκπροσωπούν τον άμεσο, βίαιο κίνδυνο. Πέρα από το τρομερά βαρετό και μονοδιάστατο διαχωρισμό μεταξύ των δύο φυλών, η ταινία δεν μπαίνει σε κάποιον κόπο να ασχοληθεί ιδιαίτερα με τα κίνητρα της κάθε φυλής, ή το οτιδήποτε. Αφοσιώνεται σε μια δράση με μόνο σκοπό τον εντυπωσιασμό, όμως, πλέον δεν έχει ούτε και εκεί εφεδρίες για να το πετύχει. Η καθαρά 00s αισθητική της, το μοναδικό πράγμα που κρατά πεισματικά δικό της. ενώ στην αρχή φάνταζε ενδιαφέρουσα, τώρα, 4 ταινίες αργότερα, βαραίνει την διάθεση του θεατή πιο πολύ και από το φέρετρο κάποιου βρυκόλακα. Αρνούμενο να αλλάξει ή έστω να προσπαθήσει να προσφέρει κάτι ενδιαφέρον, αναλλώνεται στα ίδια κλισέ, τεχνικά και σεναριακά, τα οποία έθαψαν και την προηγούμενη ταινία, το τραγικό Underworld: Awakening.
Το χειρότερο ωστόσο δεν είναι αυτό. Τα κλισέ, τα τεχνικά προβλήματα (η ανεκδιήγητη φωτογραφία και ο φωτισμός που έχανε το φόκους του ανά 15λεπτά) τα λογικά άλματα και το αστείο, γεμάτο τρύπες σενάριο, θα μπορούσαν ίσως να συγχωρεθούν εάν η ταινία καταλάβαινε πως πλέον κανείς δεν περιμένει από αυτήν να φερθεί όπως η αρχική. Αν αποδεχόταν πως έχει αλλάξει το κοινό,η δεκαετία, η κουλτούρα, τα πάντα. Αν έπαυε να παίρνει τον εαυτό της τόσο στα σοβαρά, θα μπορούσε τότε να γίνει ένα so bad its good ακριβό b-movie, όπως το Jupiters Ascending, ή το Gods of Egypt. Ωστόσο στην χροιά της υπάρχει μονάχα κομπασμός, επιφάσεις μεγαλείου και αυταρέσκια. Επιχειρεί εμμονικά να χτίσει ένα δικό της σύμπαν, με αναφορές σε πρόσωπα και καταστάσεις από προηγούμενες ταινίες, ωστόσο αποτυγχάνει μέχρι και σε αυτό, καθώς είναι προσπάθεια που διαποτίζεται, όπως και όλη η ταινία, με προχειρότητα και αδιαφορία. Και ω! Τι έπληξη! Η ταινία κλείνει με ένα cliffhanger, που προμηνύει και μια 6η ταινία! Τι νέα βάθη ανίας περιμένουν τους μελλοντικούς μας εαυτούς άραγε…
Η διάδοχος του σκηνοθέτη Len Wiseman, η Anna Foerster (Criminal Minds, Outlander) αδυνατεί να συνηθίσει το άλμα από την τηλεόραση στον κινηματογράφο και φαίνεται αμήχανη σε θέματα ρυθμού, γεμίζοντας τα κενά με δράση, που δεν μπορεί να επενδύσει συναισθηματικά κανείς. Η πρωταγωνίστρια, και στύλος όλης της σειράς, κάνει αυτό που μας έχει μάθει, χωρίς εκπλήξεις ή ενδιαφέρον, και πλεόν φαίνεται πως ίσως έχει και η ίδια κουραστεί ή πως θα έπρεπε να νιώθει κάτι τέτοιο. Ο Tobias Menzies (Atonement,Outlander) είναι παντελώς ανίκανος να προκαλέσει το οποιοδήποτε συναίσθημα και αποδεικνύει πως ούτε ερμηνευτικά ούτε καν ως physic δεν μπορεί να σταθεί στο προσκήνιο, ενώ παρουσίες όπως του Theo James (Divergent ) και της Lara Pulver (Da Vinci’s Demons , The Special Relationship) δεν ξεπερνούν το στάδιο της ενόχλησης.
Προτιμήστε σίγουρα μια θέση στον ήλιο και αυτή την βδομάδα…