«Έχοντας ακόμα φρέσκια την εμπειρία της μάχης σώμα με σώμα με τους θεόρατους βράχους, ο νεαρός ήταν ευγνώμων για ο,τιδήποτε μπορούσε να του αποσπάσει την προσοχή και να του θυμίσει τη ρουτίνα της καθημερινότητας, την ήρεμη ζωή του πριν από σχεδόν μισή ώρα, τις ημέρες και τα χρόνια που κυλούσαν χωρίς απρόοπτα, λες και με τη μονοτονία τους τον προετοίμαζαν γι’ αυτή τη μεγαλειώδη στιγμή, λες και δεν ζούσε παρά μόνο με την προσδοκία της κατακρήμνισης, της ξαφνικής υποχώρησης του εδάφους, της ριψοκίνδυνης βουτιάς στα έγκατα της γης».
Σε αυτή τη φράση μπορεί να συνοψιστεί το απαύγασμα, η ουσία της νουβέλας και των δύο διηγημάτων του Ελβετού Φρήντριχ Ντύρενματ, τα οποία ανθολόγησαν φέτος οι, πάντα προσεγμένες στις επιλογές τους, εκδόσεις Αντίποδες, σε μετάφραση Γιάννη Καλιφατίδη. Οι ήρωες των ιστοριών του ζουν ορθολογικά, συμβατικά, κομφορμιστικά, μέχρι την εισβολή του Παραλόγου στις ζωές τους, μια εισβολή τόσο αναπάντεχη, αλλά και τελεσίδικη, που τους κάνει να αναπολούν τις στιγμές του πρότερου βίου τους, στιγμές αθωότητας και ξεγνοιασιάς, προτού έρθουν αντιμέτωποι με τη φρίκη και τη σκληρότητα της πραγματικότητας.
Πρώτη κατά σειρά, και δικαίως η δημοφιλέστερη εκ των τριών, βρίσκεται η συγκλονιστική νουβέλα «Η Βλάβη», χρονολογηθείσα το 1955. Η ιστορία ξεκινά με τη σκιαγράφηση του αρχετυπικού πορτραίτου ενός μεσήλικα μικροαστού, ενός μικροεμποράκου πλασιέ, ο οποίος, κορεσμένος από την οικογενειακή ζωή και τα συζυγικά δεσμά, περιοδεύει από πόλη σε πόλη σε αναζήτηση αγοραστών και εφήμερων ερωτικών περιπετειών. Μέχρι που σε μια μικρή επαρχιακή πόλη, η μηχανή της ολοκαίνουριας Studebaker του θα παρουσιάσει μια απρόσμενη βλάβη και θα τον αναγκάσει να διανυκτερεύσει εκεί, στην έπαυλη ενός ντόπιου γεροντάκου που συνηθίζει να φιλοξενεί ταξιδιώτες και ο οποίος θα τον προσκαλέσει σε δείπνο το ίδιο βράδυ με εκείνον και τους φίλους του. Από την αρχή του δείπνου οι ταξικές αντιθέσεις θα κάνουν την εμφάνισή τους, με τον Ντύρενματ να τονίζει τις διαφορές ανάμεσα στον ήρωά μας, εκπρόσωπο της μικροαστικής τάξης και με πενιχρή μόρφωση, και τους τέσσερις ηλικιωμένους, όλοι μεγαλοαστοί, μορφωμένοι και, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, συλλειτουργοί του νομικού επαγγέλματος και της απονομής δικαιοσύνης.
Το τραπέζι είναι πλουσιοπάροχο, τα πιάτα διαδέχονται το ένα το άλλο και το καλό κρασί ρέει άφθονο, μέχρι που το φαινομενικά αθώο παιχνίδι που θα συμφωνήσουν να παίξουν, μια εικονική δίκη με τον ήρωά μας στη θέση του κατηγορουμένου, θα αποδειχθεί αναπάντεχα επικίνδυνο. Σιγά σιγά τα προσχήματα της αστικής ευσέβειας αρχίζουν να πέφτουν, οι συνδαιτυμόνες αποκτηνώνονται, η βραδιά εκφυλίζεται προς το αλλόκοτο και το γκροτέσκο, και η αληθινή ουσία της ανθρώπινης φύσης αναδύεται από τα χαλάσματα, πλήρως απογυμνωμένη.
Ταυτόχρονα μια σάτιρα του αστικού συστήματος απονομής δικαιοσύνης και μια φιλοσοφική πραγματεία για την ίδια την έννοια του Δικαίου, στη «Βλάβη» το έγκλημα παρουσιάζεται ως εγγενές στοιχείο της ανθρώπινης φύσης, υπό την έννοια της απανθρωπιάς, του κοινωνικού κανιβαλισμού, της κουλτούρας ανταγωνιστικότητας και ατομικισμού. Στη μεταπολεμική, καπιταλιστική Δύση που πασχίζει να ορθοποδήσει οικονομικά, οι άνθρωποι πατούν επί πτωμάτων για να ανέλθουν επαγγελματικά, εγκαταλείπουν την προηγούμενη θέση εργασίας, το προηγούμενο μοντέλο αυτοκινήτου, αλλά και τους ηθικούς φραγμούς τους για ένα σκαλί παραπάνω στην κοινωνική ιεραρχία και για την απόλαυση των θελγήτρων του καπιταλισμού. Ιδιοφυής στη σύλληψή της και αριστοτεχνική στην εκτέλεσή της, «Η Βλάβη» είναι μια ιστορία για τους μικρούς, καθημερινούς φόνους που όλοι διαπράττουμε, διαχρονική και επείγουσα μέχρι και στη σημερινή καπιταλιστική πραγματικότητα.
Στο διήγημα «Το Τούνελ», ένας νεαρός άντρας, «με μπόλικο λίπος πάνω του για να κρατά σε απόσταση ασφαλείας ο,τιδήποτε αποτρόπαιο έβλεπε να συμβαίνει πίσω από τα παρασκήνια, πεπεισμένος ότι μέσα από τις σωματικές του κοιλότητες απειλούσε να εισχωρήσει όλη η φρίκη του κόσμου», επιβαίνει σε ένα τρένο που χρησιμοποιεί κάθε εβδομάδα, σε μια διαδρομή με την οποία είναι εξοικειωμένος. Ξάφνου όμως, ένα μικρής έκτασης τούνελ, στο οποίο ποτέ δεν είχε δώσει σημασία, φαίνεται πως εκτείνεται εις το διηνεκές, το σκοτάδι έξω από τα παράθυρα δεν δίνει τη θέση του στο φως της μέρας και τα βαγόνια της αμαξοστοιχίας δεν λένε να ξεφύγουν από την επικρεμάμενη άβυσσο. Και το χειρότερο όλων είναι ότι οι υπόλοιποι επιβάτες του τρένου δεν δείχνουν να έχουν καταλάβει τη μη αναστρέψιμη πορεία τους προς το Χάος.
Τέλος, στο ολιγοσέλιδο τελευταίο διήγημα «Ο Σκύλος», μια ευσεβής οικογένεια κλονίζεται από την άφιξη ενός κατάμαυρου, θεόρατου και απειλητικού σκύλου, ο οποίος γίνεται μόνιμος ακόλουθος του πατέρα και προπομπός της επικείμενης καταστροφής του.
Ο Ντύρενματ αποδεικνύεται μάστορας της μικρής φόρμας και οι ιστορίες της ανθολογίας αυτής αποτελούν μερικές σπουδαίες, καφκικής υφής και κλειστοφοβικής ατμόσφαιρας, αλληγορίες για την κατακρήμνιση του Δυτικού ανθρώπου, την εξάλειψη της μακαριότητας και του μικρόκοσμου που είχε δημιουργήσει, δίχως να προσέχει την παντελή απουσία φωτός, την καθολικότητα του ερέβους εντός του οποίου πορεύεται. Μέχρι που μια Βλάβη, μια είσοδος του Αλλότριου, του Μακάβριου και του Γκροτέσκου, θα τον αναγκάσει να κοιτάξει κατάματα τις δικές του δυσλειτουργικότητες, τον δικό του χωλαίνοντα βηματισμό και χαίνουσες πληγές, αλλά και την προϊούσα σήψη ολάκερης της κοινωνίας.
Ένα αδιαμφιβήτητο αριστούργημα.