Σε μια εναλλακτική εκδοχή της παγκόσμιας ιστορίας, όπου σκλάβοι είναι οι λευκοί και αφέντες τους οι μαύροι, η 11χρονη Αγγλίδα Ντόρις απάγεται από το κτήμα όπου ζει με την οικογένειά της για να πουληθεί στις φυτείες του Νέου Κόσμου. Στο εξαντλητικό ταξίδι με το δουλεμπορικό πλοίο, στις οικογένειες που θα πουληθεί και στη φυτεία του αφέντη Μπουάνα όπου θα καταλήξει, η Ντόρις θα βιώσει αμέτρητες ταπεινώσεις, βία, κακοποίηση και εξευτελισμούς, όμως η ελπίδα για την ελευθερία θα παραμείνει άσβεστη μέσα της.
Η Βρετανίδα συγγραφέας Bernardine Evaristo έγινε παγκοσμίως γνωστή όταν κέρδισε το βραβείο Booker 2019 για το βιβλίο της Κορίτσι, Γυναίκα, Άλλο και έγινε έτσι η πρώτη μαύρη γυναίκα συγγραφέας που βραβεύθηκε στην ιστορία του θεσμού. Μπορεί η αναγνωρισιμότητά της να εκτοξεύθηκε με το Κορίτσι, Γυναίκα, Άλλο, όμως η Evaristo είναι μια πολυγραφότατη συγγραφέας, με πλούσιο συγγραφικό έργο που εκδίδεται εδώ και δεκαετίες. Μέρος του έργου αυτού, οι Ξανθές Ρίζες, που στην Ελλάδα κυκλοφόρησαν τώρα από τις εκδόσεις Gutenberg σε μετάφραση Αλέξη Καλοφωλιά.
Στο βιβλίο αυτό, η Evaristo εξερευνά την ιστορική περίοδο της δουλείας υπό μορφή ανεστραμμένη, χρησιμοποιεί έναν ανακλαστικό καθρέφτη της αποικιοκρατικής ιστορίας και τον στρέφει κατάματα στο συλλογικό συνειδητό. Οραματίζεται ένα εναλλακτικό ιστορικό παρελθόν, όπου στον ρόλο των εξουσιαστών και δουλοκτητών βρίσκονται οι μαύροι Αφρικανοί και σε εκείνον των σκλάβων οι λευκοί Ευρωπαίοι. Δημιουργεί ένα πολυσύνθετο οικοδόμημα εναλλακτικής ιστορίας, που βρίθει ιστορικής γνώσης και πληροφορίας, και απεικονίζει, γλαφυρά και παραστατικά, την καθημερινότητα των σκλάβων στις φυτείες.
Στο πρώτο και τρίτο μέρος του βιβλίου, η ιστορία της Ντόρις σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση: το παρόν της στη φυτεία του αφέντη Μπουάνα και οι απόπειρές της να δραπετεύσει μέσω του Υπόγειου Σιδηροδρόμου (δεύτερη φορά μετά τον Colson Whitehead που βλέπουμε να χρησιμοποιείται κυριολεκτικά στη λογοτεχνία η εν λόγω μεταφορική επινόηση) εναλλάσσονται με flashback του παρελθόντος της. Από τις αναμνήσεις της παιδικής της ηλικίας ως ελεύθερο κορίτσι μέχρι την αρπαγή της, και από το υπερατλαντικό ταξίδι στο δουλεμπορικό πλοίο, τις συνθήκες σωματικού και ψυχικού εξευτελισμού, βίας, λιμοκτονίας και νοσηρότητας που επικρατούσαν, από τις οποίες σχεδόν οι μισοί σκλάβοι δεν επιβίωναν, μέχρι την πώλησή της στην πρώτη οικογένεια όπου βρέθηκε, η ιστορία της Ντόρις είναι μια ιστορία οδύνης, ταπείνωσης και κακοποίησης, τραγικά αντιπροσωπευτική της ιστορικής αλήθειας.
Η Evaristo πειραματίζεται με τη γεωγραφία και τη γλώσσα, παραφράζει λέξεις δηλωτικές του τόπου και των φυλετικών χαρακτηριστικών (οι λευκοί γίνονται λεφκοί, οι μαύροι μάβροι, η Ευρώπη Ευρώπα και η Αφρική Αφφρική, σε μια επιτυχημένη μετάφραση του γλωσσικού παιχνιδιού από τον Αλέξη Καλοφωλιά), ως γλωσσικός ενδείκτης της εναλλακτικής ιστορίας αλλά και δηκτικό πολιτικό σχόλιο για τις υποτιμητικές και ρατσιστικές συνδηλώσεις της ονομασίας. Η Evaristo τα σατιρίζει όλα, τα ρατσιστικά θεάματα της εποχής, το μασκάρεμα με, εδώ λευκή μπογιά, τους αυτόκλητους, προνομιούχους σωτήρες της άρχουσας τάξης, σε μια πολιτική αλληγορία εφευρετική και δημιουργική.
Οι λευκοί σκλάβοι αφομοιώνουν, εκούσια ή εξαναγκαστικά, τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά της Αφρικανικής άρχουσας τάξης, τον τρόπο ομιλίας, ενδυμασίας και κόμμωσής τους, σε ένα ανεστραμμένο είδωλο πολιτισμικής καταπίεσης. Τα κοινώς αποδεκτά πρότυπα ομορφιάς αντιστρέφονται και πλέον οι λευκές γυναίκες είναι εκείνες που παλεύουν με την αυτοεικόνα τους, που προσαρμόζουν την εξωτερική τους εμφάνιση ώστε να προσιδιάζει με εκείνη των μαύρων γυναικών για να γίνουν αρεστές. Η Ντόρις ονοματίζεται Ομορενομουάρα, στερείται το όνομα και την καταγωγή της, βάφει τα μαλλιά της και αλλάζει το ντύσιμό της, κλέβουν μέσα από τα χέρια της τις αναμνήσεις και το παρελθόν της, πλέον το μόνο που της μένει είναι το παρόν, η βίαιη καθημερινότητα στη φυτεία, η υποταγή στον αφέντη και ο αδιάκοπος αγώνας για επιβίωση. Όμως, οι ξανθές ρίζες θα βρουν πάντα τον τρόπο να φυτρώσουν εκ νέου, η αντίσταση και η ανυπακοή θα φουντώσουν ακόμα και στο άγονο έδαφος της σκλαβιάς και της καταπίεσης.
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, η ιστορία του αφέντη Μπουάνα, σε δοκιμιακό ύφος και μορφή, με απεύθυνση στον αναγνώστη μέσα από την εφημερίδα της εποχής, Η Φωτιά. Ο Αφφρικανός ηγέτης εκθέτει μέσα από τα άρθρα του την ψευδοεπιστημονική θεωρία φυλετικής ανωτερότητας των Αφφρικανών βάσει των ανθρωπολογικών χαρακτηριστικών τους, αλλά και παρουσιάζει τις εμπειρίες του από την πρώτη επαφή του με τους Ευρωπανούς και τον πολιτισμό τους κατά το πρώτο του ταξίδι για δουλεμπόριο, το σοκ και τον αποτροπιασμό του όταν αντικρίζει για πρώτη φορά τις συνήθειες και την ενδυμασία τους, τις αντιλήψεις και τις θρησκευτικές λειτουργίες τους.
Η Evaristo χρησιμοποιεί αυτήν την αφηγηματική παρέκβαση για να σατιρίσει τα ψευδοεπιστημονικά ηθικά θεμέλια του ρατσισμού, αλλά και το αφήγημα του (λευκού) σωτήρα που εκπολιτίζει τους βαρβάρους, σε μια ευφυή, ανεστραμμένη παραλλαγή τους. Ταυτόχρονα, καταδεικνύει τις κτηνωδίες, τη βία και την αληθινή βαρβαρότητα των δυτικών: δεισιδαιμονίες, προκαταλήψεις και θρησκευτικές δοξασίες, γυναίκες στην πυρά ως μάγισσες με ανυπόστατες κατηγορίες, δημόσιες εκτελέσεις ως άρτος και θεάματα ήταν η πολιτισμική πραγματικότητα των δήθεν ευγενών αποικιοκρατών.
Η Evaristo σχολιάζει σκωπτικά και με αιχμηρό χιούμορ όλες τις αντιφάσεις του δυτικού πολιτισμού και ταυτόχρονα τοποθετεί το δικό της λιθαράκι στην παγκόσμια neo–slavery λογοτεχνία, με μια ιστορία ωμά ρεαλιστική και πιστή στην ιστορική αλήθεια. Δεν βρίσκουμε, όμως, εδώ την αφηγηματική ροή και τον μορφολογικό πειραματισμό που διέκριναν το Κορίτσι, Γυναίκα, Άλλο, η δομή και η εξέλιξη της πλοκής είναι πιο στεγνή και συμβατική, αντίστοιχη του είδους, ενώ η γλώσσα αναμενόμενα και τυπολατρικά λυρική. Η Evaristo μοιάζει στο μυθιστόρημα αυτό να εγκλωβίζεται στην οικοδόμηση του εναλλακτικού σύμπαντός της και στη χάραξη των παραλληλισμών της αλληγορίας της, ώστε τελικά η αφήγηση να καταλήγει σχηματική, ένα τυπικό μυθιστόρημα είδους.
Η αρχική σύλληψη της ιδέας της Evaristo είναι ευφάνταστη, η πολιτική κριτική της στην ιστορία της αποικιοκρατίας δριμεία και αμείλικτη, όμως η εκτέλεσή της λειψή και τυποποιημένη. Οι Ξανθές Ρίζες διαβάζονται εύκολα ως μυθιστόρημα είδους, όμως φανερώνουν το πρότερο, και πρώιμο, της συγγραφής τους σε σχέση με το λογοτεχνικό μεγαλείο της ύστερης Evaristo.