Μετά από μια άνυδρη κινηματογραφικά χρονιά – lockdown, κλειστά σινεμά, σχεδόν εξ ολοκλήρου κυριαρχία της streaming πλατφόρμας – ξεκινούν σιγά σιγά να καταφθάνουν στις αίθουσες (ή στις οθόνες του υπολογιστή μας) όλα τα μικρά ή και μεγάλα φεστιβαλικά διαμαντάκια της προηγούμενης χρονιάς. Ένα από τα πιο πολυαναμενόμενα εξ αυτών, το “Zola” της Janicza Bravo, το οποίο ενθουσίασε κοινό και κριτικούς στο περσινό Sundance: βασισμένο στο viral Twitter thread της stripper Aziah “Zola” Wells, το φιλμ αφηγείται την αληθινή ιστορία της Zola (Taylour Paige) και του road trip που έκανε στη Φλόριντα, μαζί με τη Stefani (Riley Keough), μια λευκή stripper που μόλις γνώρισε, τον συναισθηματικά εξαρτημένο από εκείνη σύντροφό της και έναν άντρα που αποδεικνύεται ο προαγωγός της. Ένα road trip που θα ξεκινήσει με αποκλειστικό σκοπό να χορέψουν σε ένα strip club στη Φλόριντα, αλλά θα καταλήξει σε μια σουρεαλιστική καταβύθιση στον κόσμο της σεξεργασίας και του trafficking, στη βία και στο αίμα.
Σε άμεση επικοινωνία και συνδιαλλαγή με το σινεμά του Sean Baker, του Harmony Korine και των αδελφών Safdie, και με το θαυματουργό studio A24 στην υπογραφή της παραγωγής, η σκηνοθέτιδα και συν-σεναριογράφος Janicza Bravo τοποθετεί το δικό της λιθαράκι στο κινηματογραφικό οικοδόμημα αφήγησης των παθογενειών της σύγχρονης Αμερικής του ύστερου καπιταλισμού και της εργατικής τάξης της, με ύφος ανάλαφρο, indie pop αισθητική και υπερστυλιζαρισμένη φωτογραφία, οικοδόμημα στα θεμέλια του οποίου βρίσκονται, φυσικά, τα αριστουργηματικά “Tangerine” και “The Florida Project” του Baker και το “Spring Breakers” του Korine. Κάτω από το γυαλιστερό, ιλουστρασιόν ροζ περίβλημα και το ζαχαρώδες άρωμα γλειφιτζουριών και τσιχλόφουσκας που διαρκώς μασούν οι πρωταγωνίστριες, αναδύεται η αποφορά, οι κίνδυνοι και ο ζωώδης τρόμος που κρύβει η εξαναγκασμένη σεξεργασία και το trafficking.
Με μια αφήγηση που υφολογικά κατανέμεται ισομερώς ανάμεσα στο meta και το pop, την ποίηση και τον urban λυρισμό, και τον ωμό ρεαλισμό, η Bravo ανασυνθέτει τα ψήγματα της ιστορίας που αφηγήθηκε η Zola στα tweets της και ταυτόχρονα τοιχογραφεί τη σύγχρονη, “white trash” λούμπεν εργατική τάξη της Αμερικής – της νότιας προφοράς, των strip clubs και της σεξεργασίας, των παρακμιακών μοτέλ της εθνικής οδού. Συγχρόνως, καταθέτει και το δικό της, meta σχόλιο για την κουλτούρα των social media, εισάγοντάς τα ως αφηγηματικό μέσο στον κορμό της πλοκής: οι ήρωές της βγάζουν βίντεο όσο ραπάρουν το “Hannah Montana” των Migos και εκφέρουν μεγαλόφωνα τις διαδικτυακές συνομιλίες τους, ενώ οι ήχοι των ειδοποιήσεων χρησιμοποιούνται ως συνεκτικό κομμάτι του – εξαιρετικού – soundtrack τ@ Mica Levi. Πετυχαίνει, έτσι, να προσδώσει μια αίσθηση του σύγχρονου, του φρέσκου και άμεσου σε μια αφήγηση που ούτως ή άλλως θεμελιώθηκε εξ αρχής εντός του ψηφιακού κόσμου.
Φυσικά, στην κεντρική ιστορία και θεματική παρεμβάλλονται και παντός είδους κοινωνικοί σχολιασμοί, από τον σεξισμό, την ανδρική ματιά και τη σεξουαλική αντικειμενοποίηση, μέχρι τον ρατσισμό, τις φυλετικές διακρίσεις και στερεότυπα, με ύφος και τρόπο άλλοτε καυστικό και χιουμοριστικό (η φράση του μεσήλικα λευκού θαμώνα του strip club στη Zola: «μοιάζεις με την Whoopi Goldberg»), άλλοτε σοβαροφανή και ίσως εκβιασμένο (ρατσιστική αστυνομική βία ιδωμένη μέσα από τα παράθυρα του αυτοκινήτου). Στο επίκεντρο βρίσκεται ο κόσμος του pole dancing, του stripping και της σεξεργασίας, κόσμος που απεικονίζεται κάποιες φορές εξυμνητικά, με τις dream-like σεκάνς της ετοιμασίας και του χορού των κοριτσιών και με την εξαιρετική σκηνή των αλλεπάλληλων close-ups στα γεννητικά όργανα των πελατών της Stefani, όμοια παρά τις ανατομικές διαφορές τους, και κάποιες φορές ως ερεβώδης κατάβαση στην κόλαση του trafficking, των pimps, της εκβίασης και της σωματικής και λεκτικής βίας, με κινηματογραφικό ρυθμό νευρώδη και σπιντάτο, που φέρνει ξεκάθαρα στον νου το “Good Time” των αδελφών Safdie.
Η Bravo εξετάζει επίσης την ίδια την έννοια της αφήγησης και της πιστότητάς της στην αλήθεια, ιδίως στην εποχή των social media, της δημόσιας κατακραυγής και του mob culture, με μια πανέξυπνη σεκάνς ταινίας-μέσα-στην-ταινία, όπου η Stefani αφηγείται τη δική της εκδοχή της ιστορίας, ντυμένη συντηρητικά ως πιστή χριστιανή που η Zola παρασύρει, σε έναν σύγχρονο φόρο τιμής στο “Rashomon” και την πολυπρισματική προσέγγιση της αλήθειας των αναμνήσεων και αφηγήσεών του. Η ιστορία της Zola έχει κενά και ανακρίβειες, οι αποφάσεις της φαντάζουν συχνά παράλογες και οι εξηγήσεις της απλοϊκές, όμως αυτή ακριβώς η αναληθοφάνεια είναι που η Bravo θέλει να αναδείξει, εισάγοντας στην αφήγηση της ιστορίας την εκδοχή του unreliable narrator, με τρόπο διαβολεμένα ευφυή και αριστοτεχνικά εκτελεσμένο.
Όσον αφορά τις ερμηνείες, η Riley Keough είναι για άλλη μια φορά εξαιρετική στον trademark ρόλο της του trashy white girl, ο Colman Domingo βδελυρά τρομακτικός και απειλητικός στον ρόλο του προαγωγού, ενώ αποκάλυψη είναι και ο Nicholas Braun του “Succession” ως clingy, whiny σύντροφος της Stefani.
Βέβαια η αλήθεια είναι πως το “Zola” δεν ξύνει ποτέ κάτω από την επιφάνεια, δεν εμβαθύνει στον κοινωνικοπολιτικό σχολιασμό του και, παρ’ ότι εμφανώς επηρεασμένο από το σινεμά του Baker, δεν φτάνει ποτέ το μεγαλείο ενός “Tangerine” ή ενός “Florida Project”. Εντούτοις, το φιλμ της Bravo, αυτό το υβρίδιο σπιντάτου θρίλερ και αιχμηρής κωμωδίας, αποτελεί μια αξιοσημείωτη, στυλιζαρισμένη, απολαυστική και fun-to-watch προσθήκη στο σύγχρονο αμερικανικό indie σινεμά κοινωνικού ρεαλισμού, και αναδεικνύει τη σκηνοθέτιδά του ως μια από τις πρόσφατες γυναικείες φωνές που σίγουρα θα μας απασχολήσουν στο μέλλον.