Τελικά, μήπως το Game of Thrones έχασε το δρόμο του στην 7η σεζόν;

Αλέξανδρος Μινωτάκης Από Αλέξανδρος Μινωτάκης 15 Λεπτά Ανάγνωσης

Προτού προσπαθήσουμε να κάνουμε μία σύνοψη της φετινής σεζόν του Game of Thrones, αξίζει να προσπαθήσουμε να κάνουμε ένα βήμα πίσω και να δούμε το πώς έφτασε μια τηλεοπτική σειρά τέτοια επίπεδα επιτυχίας.

Καταρχάς, πρέπει να πούμε ότι δεν ήταν καθόλου δεδομένο ότι η σειρά θα είχε τέτοια πορεία. Το είδος της επικής φαντασίας απευθύνεται σε ένα συγκεκριμένο κοινό, γεγονός που ίσχυε και για τα βιβλία του Martin προτού κυκλοφορήσει η σειρά. Η επιτυχία της κινηματογραφικής τριλογίας του Lord of the Rings δεν φάνηκε να διευρύνει σημαντικά το σταθερό κοινό του είδους ενώ τα τελευταία χρόνια, στο Χόλυγουντ φαίνεται να κερδίζουν έδαφος οι ταινίες επιστημονικής φαντασίας και οι υπερ-ήρωες. Προσθέστε σε όλα αυτά το ότι η επική φαντασία κουβαλάει το “στίγμα” των μονοδιάστατων χαρακτήρων και των απλοϊκών ιστοριών που αναπαράγουν τη μάχη καλού-κακού σε διάφορες παραλλαγές με προδιαγεγραμμένο φινάλε. Με λίγα λόγια, δεν ήταν καθόλου σίγουρο ότι μια ιστορία με δράκους, τέρατα και ιππότες θα διακρινόταν την περίοδο 2011-2017. Πόσο μάλλον χωρίς να έχει επενδυθεί στις αρχικές σεζόν κάποιο τρομερό μπάτζετ για τα εφέ και ενώ οι περισσότεροι ηθοποιοί ήταν άγνωστοι, με εξαίρεση τον Sean Bean, που το σενάριο απαιτούσε, ως είθισται, να πεθάνει πολύ νωρίς.


Παρόλα αυτά, το GoT ξεπέρασε όλες τις αντιξοότητες, βγάζοντας στην επιφάνεια τα καλύτερα στοιχεία του έργου του Martin: έναν πολυεστιακό τρόπο αφήγησης και μία ευφυή ιστορία με βάθος και ζωντάνια. Η σειρά έμεινε πιστή στα βιβλία όσον αφορά τον τρόπο αφήγησης που διαρκώς εναλλάσσει οπτική γωνία ανάλογα με τον πρωταγωνιστή, φτάνοντας στο σημείο να αφηγείται κάποιες φορές τα ίδια περιστατικά μέσα από τα μάτια δύο διαφορετικών δρώντων. Η προσαρμογή αυτή επηρέασε θετικά τη σκηνοθεσία και βοήθησε το κοινό να ενσωματώσει με τον καλύτερο τρόπο τον τεράστιο κόσμο που έχτισε ο Martin και τους εκατοντάδες χαρακτήρες που δρουν εντός του. Επιπλέον, αυτό το στυλ επιτάσσει και έναν αντίστοιχο ρυθμό στην αφήγηση: ενώ περνάει διαρκώς από τον ένα χαρακτήρα στον άλλο, η ιστορία προχωράει αργά.

Κάθε σκηνή βάζει το δικό της, συνήθως μικρό, λιθαράκι στη γενική πλοκή και στην εξέλιξη των χαρακτήρων και γρήγορα τη διαδέχεται η επόμενη. Μόνο το προτελευταίο επεισόδιο της 4ης σεζόν, το The Watchers on the Wall, επικεντρώθηκε αποκλειστικά στους άνδρες της Νυχτερινής Φρουράς που υπερασπίζονταν το Τείχος από τους Αγρίους του Μανς Ρέυντερ. Ακόμα και αν κάποιες φορές αγανακτήσαμε και φωνάξαμε “δείξε μας κάτι ακόμα”, αυτός ο τρόπος αφήγησης μας κέρδισε και μας έκανε να μην καταλαβαίνουμε πότε πέρασαν 50 λεπτά και ανέβαζε σταδιακά την αγωνία στη διάρκεια της κάθε σεζόν.


Φυσικά, τίποτα από αυτά δεν θα είχε σημασία χωρίς μια ιστορία που να καθηλώνει. Και σε αυτό το σημείο, η σειρά πήρε ό,τι καλύτερο μπορούσε από τα βιβλία, κρατώντας την ουσία του σεναρίου και της λογικής της εξέλιξης του, ακόμα και όταν προχωρούσε σε σημαντικές αποκλίσεις από αυτά. Υπάρχει μία λεπτή ισορροπία που συνδυάζει το μεταφυσικό στοιχείο με ρεαλιστικές ιστορίες για μια σειρά θεμάτων και όλα αυτά δοσμένα μέσα από πολυ-επίπεδους χαρακτήρες που αναπτύσσονται με έναν οργανικό τρόπο.

Δεν είναι απλά ότι συνδυάζει την ίντριγκα με τη δράση (που το κάνει). Το GoT κατάφερε να είναι συνεπές ως προς το πλαίσιο του, έναν επικό μεσαιωνικό κόσμο, και ταυτόχρονα να δώσει χώρο σε ποίκιλα σχόλια για τη φύση της πολιτικής και της διεκδίκησης της εξουσίας, για το ρόλο των γυναικών σε έναν ανδροκρατούμενο κόσμο, για τις διάφορες μορφές κοινωνικής καταπίεσης και πολλά ακόμα. Αρνούμενο κάθε ευκολία, προσηλώθηκε σε αντιφατικούς χαρακτήρες και πολύπλοκες ιστορίες, όπου ο ίδιος πρωταγωνιστής συχνά διχάζεται από αντικρουόμενα κίνητρα και αρχές και η εξέλιξη της πλοκής εξαρτάται από διάφορους παράγοντες που την καθιστούν απρόβλεπτη. Αυτή η προσπάθεια βρήκε ιδιαίτερη απήχηση στο κοινό της σειράς και δεν είναι τυχαίο που πολύ γρήγορα ξεχώρισαν χαρακτήρες όπως ο Τύριον και ο Τζέιμι.

Επιπλέον, σε ένα γενικό κλίμα πολιτικού κυνισμού και δυσαρέσκειας, η ιστορία του GoT έγινε κατά κάποιο τρόπο επίκαιρη, επικοινωνώντας με την απαξίωση προς τις πολιτικές ελίτ και της μεθόδους τους. Το “παιχνίδι του θρόνου” κέρδισε και χάρη στις προεκτάσεις του, οι οποίες αποτυπώθηκαν πιο καθαρά σε εξαιρετικούς διαλόγους για την εξουσία και τον αγώνα για την κατάκτηση της, με τις συζητήσεις των Μπέιλις-Νεντ Σταρκ και Μπέιλις-Βάρυς να ξεχωρίζουν. Πλάι σε αυτούς, διάλογοι όπως αυτός του Τζέιμι με την Μπριέν σχετικά με τη σημασία των όρκων και την αδιέξοδη προσπάθεια να μείνει κανείς πιστός απέναντι στις διφορούμενες απαιτήσεις που τον βαραίνουν.

Συνολικά το GoT κατάφερε να συσπειρώσει το παραδοσιακό κοινό του είδους και να το φέρει σε επαφή με ένα πολύ ευρύτερο κοινό που πολύ πιθανόν να μην είχε ασχοληθεί ποτέ με έργα φαντασίας τέτοιας κλίμακας ή ακόμα και να τα είχε απορρίψει ως ξεπερασμένα. Τα παραπάνω συνέβαλαν πολύ περισσότερο στην επιτυχία της σειράς από ότι οι ερμηνείες των ηθοποιών, που ήταν σε γενικές γραμμές μέτριες με ορισμένες λαμπρές εξαιρέσεις, και οι σκηνές δράσης.

Αυτές οι τελευταίες, με το πέρασμα των σεζόν, κατέληξαν να είναι εξαιρετικά καλογυρισμένες, φθάνοντας στο αποκορύφωμα με το Battle of the Bastards στο προτελευταίο επεισόδιο της 6ης σεζόν. Όμως περιορίστηκαν σε μία σύγκρουση μεγάλης εμβέλειας σε κάθε σεζόν, η οποία προετοιμαζόταν διεξοδικά και βοηθούσε την εξέλιξη των χαρακτήρων. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι μάχες ήταν ασήμαντες αλλά ότι η πορεία μέχρι τη μάχη, η επιλογή των συμμάχων, οι αναγκαίοι συμβιβασμοί είναι εξίσου σημαντικά με την έκβαση της σύγκρουσης, ή και περισσότερο καμιά φορά, όπως απέδειξε η τραγική ιστορία του Ρομπ Σταρκ.

Πιστεύω ότι οι βασικοί συντελεστές της σειράς γνωρίζουν τα παραπάνω και τα κατανοούν καλύτερα από τον καθένα. Ωστόσο επαναπαύθηκαν και αυτό είχε αντίχτυπο στη φετινή σεζόν, στην οποία θα έπρεπε να δουλέψουν πολύ περισσότερο ώστε να αποδείξουν ότι ακόμα και όταν αποδεσμεύονται πλήρως από τα βιβλία, είναι ικανοί να διατηρήσουν τη σειρά στο ίδιο επίπεδο. Αντ’ αυτού, πήγαμε σε μία κουτσουρεμένη σεζόν, χωρίς προφανή λόγο, όπου ο ρυθμός ανέβηκε απότομα και η έμφαση δόθηκε στις σκηνές δράσης. Θεωρώντας ότι οι χαρακτήρες έχουν πλέον ωριμάσει, τους μετέτρεψαν σε plot devices που χρησίμευαν για να έρθει πιο γρήγορα η επόμενη μάχη.


Κάποια ανησυχητικά σημάδια φάνηκαν στο τελευταίο επεισόδιο της προηγούμενης σεζόν, όταν ο Βάρυς μέσα σε δέκα λεπτά έφτιαξε τη συμμαχία της Νταινέρυς με το Ντορν και το Χάιγκαρντεν. Δύο από τους σημαντικότερους οίκους αποδέχθηκαν την επιστροφή των Ταργκάρυεν χωρίς πολλά-πολλά. Αυτό από μόνο του δεν θα ήταν παράλογο: οι συγκεκριμένοι οίκοι ήταν πολύ κοντά στους Ταργκάρυεν μέχρι το τέλος και το μίσος για τη Σέρσεϊ μπορεί να ενώσει. Όμως, αντί η σειρά να χτίσει, με το δικό της τρόπο, γύρω από αυτή τη συμμαχία και τις αντιφάσεις της (όπως η σχέση του Τύριον με την Ελλάρια που σκότωσε την ανιψιά του), τη διέλυσε στα γρήγορα στο 2ο και το 3ο επεισόδιο για να μας δώσει μία, όχι και τόσο καλή, ναυμαχία και το διάλογο της Ολένα με τον Τζέιμι.

Οι ήττες αυτές προκάλεσαν μια κρίση στο στρατόπεδο της Νταινέρυς η οποία αντιμετωπίστηκε επίσης με έναν τρόπο που δεν μας έχει συνηθίσει το GoT: οι σύμβουλοι της βασίλισσας δέχθηκαν μία σύντομη κριτική, κυρίως ο Τύριον, και η Νταινέρυς καβάλησε το δράκο στην επόμενη σκηνή και πήγε να βρει ένα κομμάτι του στρατού των Λάννιστερ σε μία πεδιάδα για να μειώσει το σκορ σε 2-1. Άλλη μια χαμένη ευκαιρία να εξελιχθούν οι σχέσεις μεταξύ των υποστηρικτών της Ταργκάρυεν και να δοθεί χρόνος για την προετοιμασία ενός πραγματικά έξυπνου σχεδίου που θα αντιστοιχούσε στις κινήσεις των Λάννιστερ (οι οποίοι, για να είμαστε δίκαιοι, κράτησαν ψηλά τη σημαία σε αυτή τη σεζόν).

Η βιασύνη να πάμε στην επόμενη μεγάλη σκηνή δράσης δημιούργησε πολλά προβλήματα και στη συνοχή της σειράς. Η κριτική για την άνεση με την οποία οι χαρακτήρες μεταφέρονται από τη μία μεριά του χάρτη στην άλλη είναι ίσως υπερβολική κάποιες φορές αλλά δείχνει ότι οι απαιτήσεις του κοινού είναι υψηλές. Δεν γκρίνιαζαν μόνο οι γνωστοί περίεργοι nerd τύποι (τους αγαπάμε κατά βάθος…) που περνάνε ώρες σκαλίζοντας τις λεπτομέρειες σε ό,τι τους αρέσει. Υπάρχει μια απογοήτευση σε κοινό που δεν θα έβλεπε σειρά τέτοιου είδους και τον έπεισε το GoT ότι μπορείς να έχεις δράκους και ζόμπι και ταυτόχρονα να είσαι συνεπής στις συμβάσεις που θέτεις, να είσαι ρεαλιστικός με τον τρόπο σου.


Η ίδια ασυνέπεια υπήρξε και στην απρόσεκτη-χαζή-πείτε το όπως θέλετε συμπεριφορά κεντρικών χαρακτήρων που ρίχτηκαν με το χειρότερο τρόπο σε πολύ επικίνδυνες καταστάσεις και βγήκαν σχεδόν ατσαλάκωτοι. Μία σειρά που είχε χτιστεί γύρω από το ότι “κανείς δεν είναι ασφαλής”, στην 7η σεζόν είδε τον Τζον (που θα έπρεπε πια να έχει μάθει…) να στηρίζει ένα από τα χειρότερα σχέδια που έχουν υπάρξει και να τη γλυτώνει, ενώ η Νταινέρυς ρίσκαρε δύο φορές τη ζωή με πανομοιότυπο τρόπο. Έτσι, χάνεται και η ένταση όμορφων σκηνών καθώς όλοι καταλαβαίνουν ότι η Ταργκάρυεν δεν θα πεθάνει από το μονόχειρα Τζέιμι τη στιγμή που ο στρατός της κοιτούσε αλλού και ότι ο Σνόου, που έχει περάσει τα πάνδεινα, δεν θα πνιγεί μόνος του σε μία ερημιά. Το αποτέλεσμα είναι σχετικά φτωχό, αρκεί να σκεφθεί κανείς πώς έβλεπε λίγο πριν αναστηθεί στην αρχή της 6ης σεζόν και πώς ήταν τώρα, όταν βγήκε από τη λίμνη. Όταν υστερεί το σενάριο, δεν μπορείς να εκβιάσεις την αγωνία από μια σκηνή ή ένα καλό πλανό.


Βέβαια, όλα τα παραπάνω είχαν μια αίσθηση του “δίνουμε στο κοινό αυτό που θέλει”. Περισσότερες σκηνές με τους δράκους, να φτάσουν επιτέλους οι White Walkers στο Τείχος, περισσότεροι νεκροί στρατιώτες Λάννιστερ (αν είναι αποτεφρωμένοι, ακόμα καλύτερα), ακόμα και μία αιμομικτική σχέση ανάμεσα στους πρωταγωνιστές. Όλα αυτά συζητιόντουσαν στο ίντερνετ, γινόντουσαν meme, fan theories και όλα τα σχετικά. Ακόμα και κάποιοι διάλογοι (η ατάκα του Ντέιβος στον Γκέντρυ, ο Τύριον να αναφέρει τα ζόμπι ως Walking Dead) ήταν απευθείας τραβηγμένοι από διαδικτυακές συζητήσεις.

Όμως, με αυτό τον τρόπο χαλάει κάπως η ανεξαρτησία αυτού του φανταστικού κόσμου, δεν είναι καθόλου εύκολο να σπας τον 4ο τοίχο σε σειρές τέτοιου είδους όπου προσπαθείς πάντα να αξιοποιείς το δικό τους πλαίσιο, τη μυθολογία του κόσμου και δεν μπορείς να βασιστείς σε εξωτερικές αναφορές. Επιπλέον, και σημαντικότερο, το γεγονός ότι έχεις στο μυαλό σου μια συγκεκριμένη σκηνή ή ιδέα που θα άρεσε στους φαν, δεν σημαίνει ότι πρέπει πάση θυσία να εκτελεστεί, θυσιάζοντας όλα τα άλλα. Αυτό ισχύει από τις πιο σημαντικές στιγμές της σεζόν μέχρι τις ελάσσονες, όπως η μονομαχία Άρυα-Μπριέν, όπου ξεχείλιζε η χολυγουντιανή ευκολία. Οι δημιουργοί ήθελαν να δείξουν πού έχει φτάσει η Άρυα και ήξεραν ότι και το κοινό ήθελε να δει πόσο μετράει η εκπαίδευση στο Μπράαβος απέναντι σε κάποιον ικανό μαχητή. Η αξία αυτής της ιδέας χάθηκε όταν υλοποιήθηκε με αυτό τον τρόπο (από πότε η Άρυα θέλει να κάνει επίδειξη των ικανοτήτων της;) και στην ίδια σκηνή “χώρεσε” όπως-όπως ο Μπέιλις που έτυχε να περνάει, να παρακολουθεί τη μονομαχία και να καταλαβαίνει ότι κάτι πρέπει να κάνει για να διασπάσει τις αδερφές.


Βεβαίως, η 7η σεζόν είχε και καλές στιγμές: δυνατούς διαλόγους (Τζέιμι-Τύριον, Ολένα-Τζέιμι, Μπέιλις-Σάνσα) κάποιες πραγματικές ανατροπές (η θυσία του Κάστερλυ Ροκ), αναβαθμισμένα CGI εφέ και καλοδουλεμένες σκηνές μάχης, ακόμα και αν δεν έφτασαν στο επίπεδο του Battle of the Bastards. Αν και γενικά δεν δούλεψε πραγματικά με τους χαρακτήρες, προσπάθησε να εισάγει κάποια νέα στοιχεία, όπως ο αυταρχισμός της Νταινέρυς. Τα ρεκόρ τηλεθέασης δεν (ξανά)έσπασαν τυχαία, ο κόσμος δεν βλέπει από συνήθεια τη σειρά: είχε κάτι να περιμένει κάθε εβδομάδα. Όμως, φτάνοντας στην τελική σούμα, το GoT έκανε μια προσπάθεια στροφής και δεν του βγήκε. Ενίσχυσε τον επικό χαρακτήρα της και στράφηκε περισσότερο στο μεταφυσικό στοιχείο, όπως ήταν αναμενόμενο. Αυτό δεν είναι κατ’ ανάγκη κακό και εδώ στο Smassing Culture είμαστε οι τελευταίοι που θα γκρινιάξουν για μία καλή “παραδοσιακή” μάχη με δράκους πάγου και φωτιάς, ζόμπι , ιππότες, στρατούς αγρίων και ό,τι άλλο μπορείς να φανταστείς.

Αλλά το Game of Thrones έφτασε μέχρι εδώ δείχνοντας ικανό να συνδυάσει πολλά, φαινομενικά ετερόκλητα στοιχεία και να χτίσει έναν σύνθετο και απαιτητικό κόσμο με πολυδιάστατους χαρακτήρες που εξελίσσονται διαρκώς. Περιμένοντας πλέον την 8η και τελευταία σεζόν, μπορούμε να πούμε ότι τίποτα από αυτά δεν χάθηκε πλήρως αλλά δεν χρειάζεται κιόλας να υποβαθμιστούν κι άλλο.

Μοιραστείτε το Άρθρο
Συνάντησε μικρός το Star Wars και έκτοτε βρήκε πως θέλει να γίνει Jedi. Προπονείται με διαλογισμό 18 ώρες την μέρα. Τις υπόλοιπες τις περνάει καμουφλαρισμένος ως υποψήφιος διδάκτορας γιατί κανείς δεν του είπε πως ανακλήθηκε το Order 66.