Τα σύγχρονα έθνη – κράτη, προκειμένου να νομιμοποιήσουν τη συγκρότησή τους και την (επιδιωκόμενη) συνοχή τους στην μεταβατική εποχή της κατάρρευσης των αυτοκρατοριών, προκειμένου να σχηματίσουν νέα κράτη και οι ελίτ τους να εδραιώσουν την εξουσία τους σε αυτά, κατά κανόνα αναζήτησαν τις ρίζες τους στο παρελθόν. Αυτό το φαινόμενο της «επινόησης της παράδοσης» έχει μελετήσει (μεταξύ άλλων επιστημόνων) ο κορυφαίος ιστορικός Eric Hobsbawm, ο οποίος παρατήρησε ότι «τα σύγχρονα έθνη (…) ισχυρίζονται ότι είναι το αντίθετο του νέου, δηλαδή ότι είναι ριζωμένα στην απώτατη αρχαιότητα, και το αντίθετο του κατασκευασμένου, δηλαδή ανθρώπινες κοινότητες τόσο “φυσικές” ώστε να μην χρειάζεται κανείς άλλος ορισμός παρά μόνο η αυτοεπιβεβαίωση».
Τον νεωτερικό τούτο κανόνα ακολούθησε κατ’ εξοχήν και το σύγχρονο ελληνικό κράτος, του οποίου το θεμελιωτικό εθνικό αφήγημα αναζήτησε δεσμούς με την αρχαία Ελλάδα, στην οποία είχε στραφεί η μελέτη και ο θαυμασμός των δυτικών ήδη απ’ την εποχή της Αναγέννησης. Πιο συγκεκριμένα, από τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα, ακόμα και πριν από την Επανάσταση του 1821, καθοριστικό ρόλο στη θεμελίωση του εθνικού αφηγήματος έπαιξε εκτός των άλλων και η επιστήμη της Αρχαιολογίας. Με την επιστήμη της Αρχαιολογίας, τα αρχαία υλικά ίχνη και τις αρχαιολογικές πρακτικές, κατέστη δυνατή η δημιουργία μιας αίσθησης μακροβιότητας και σύνδεσης των ανθρώπων με τα αρχαία τοπία κοντά στα οποία διέμεναν, δημιουργώντας με αυτόν τον τρόπο τα θεμέλια πάνω στα οποία θα στήριζαν το εθνικό αφήγημα. Σύμφωνα με αυτό, τα ιερά κλασικά μνημεία των προγόνων τους, βεβηλώθηκαν και μιάνθηκαν από την «ανατολική βαρβαρότητα». Το γεγονός μάλιστα ότι είχαν διασωθεί αρκετά μνημεία, δημιουργούσε την πεποίθηση ότι και πάλι το πεπρωμένο θα υπερισχύσει και ότι το έθνος θα αποκατασταθεί. Γι’ αυτή την «αποκατάσταση» του έθνους, ως μονόδρομος θεωρήθηκε η πολεμική αναμέτρηση με σκοπό την επέκταση των εδαφών του νεοσύστατου ελληνικού κράτους και την απελευθέρωση του «αλύτρωτου ελληνισμού». Στο κλίμα του Ρομαντισμού, η ιδέα του να πολεμήσει κανείς για την πατρίδα και το ένδοξο παρελθόν της αφύπνισε την εθνική συνείδηση δημιουργώντας έτσι το κλίμα για την Επανάσταση και τον ένοπλο αγώνα για την ελευθερία και την ανεξαρτησία.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, λίγα χρόνια αργότερα, κατά τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια (το 1844) σε μία αγόρευση του Ιωάννη Κωλέττη στην Εθνοσυνέλευση για το ζήτημα αυτοχθόνων – ετεροχθόνων έκανε την εμφάνισή της η έννοια της «Μεγάλης Ιδέας», η οποία κατά την εύστοχη έκφραση του ιστορικού Γιώργου Θ. Μαυρογορδάτου «χρησίμεψε εφεξής ως κωδική ονομασία του αλυτρωτισμού στη διαδικασία εθνικής ολοκλήρωσης». Στο όνομα της «Μεγάλης Ιδέας» το ελληνικό κράτος έλαβε μέρος στις αρχές του 20ου αιώνα σε μία σειρά πολεμικών αναμετρήσεων με αντάλλαγμα τη διεύρυνση των συνόρων του, όμως με δυσβάστακτο φόρο αίματος. Η πολεμοχαρής τακτική του ελληνικού κράτους, το οποίο στην ουσία έδρασε για χρόνια ως χωροφύλακας των Μεγάλων Δυνάμεων στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, τελικά ηττήθηκε πολιτικά και στρατιωτικά, οδηγούμενη σε μία άνευ προηγουμένου (για τα ελληνικά δεδομένα) τραγωδία, που ίσως παραμένει μέχρι σήμερα το βαθύτερο συλλογικό τραύμα μίας χώρας με μακρά ιστορία καταστροφών και ανθρώπινων απωλειών.
Τον επόμενο χρόνο συμπληρώνονται εκατό χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή και ίσως αυτό το χρονικό διάστημα ήταν η ιδανική περίοδος για τον Θανάση Πέτρου να κυκλοφορήσει τη συνέχεια των «Ομήρων του Γκαίρλιτς», τοποθετώντας αυτή τη φορά τους ήρωές του στο μικρασιατικό μέτωπο. Ας μην ξεχνάμε ότι έχει προηγηθεί επί της ίδιας θεματικής και το Αϊβαλί του Soloup, ένα απ’ τα δημοφιλέστερα ελληνικά comics, το οποίο έχει τύχει και διεθνούς αναγνώρισης και αποδοχής, έχοντας μεταφραστεί στα αγγλικά, στα γαλλικά και στα τούρκικα. Σε διαφορετικό ύφος απ’ τον Soloup αλλά με αντίστοιχη αναστοχαστική διάθεση, στα μέσα του 2021 (σε θεωρητικά ανύποπτο χρόνο, αφού η επέτειος που αναμενόμενα δεσπόζει στο δημόσιο διάλογο είναι εκείνη των 200 χρόνων απ’ την ελληνική επανάσταση) ο Θανάσης Πέτρου επέλεξε να αναμετρηθεί στις σελίδες του νέου του comic με το βαθύ συλλογικό τραύμα της Μικρασιατικής Καταστροφής, τοποθετώντας τον αναγνώστη στο πεδίο της μάχης μαζί με τους πρωταγωνιστές της ιστορίας του.
Η διήγηση του Θανάση Πέτρου αφορά μία πολεμική ιστορία, καθώς διηγείται στιγμές των πρωταγωνιστών που μας γνώρισε στους «Ομήρους του Γκαίρλιτς», οι οποίοι έχουν ακολουθήσει τον ελληνικό στρατό στη Μικρασιατική Εκστρατεία. Ενώ στο προηγούμενο comic της σειράς απουσίαζαν σχεδόν απόλυτα οι σκηνές μάχης, πλέον στο 1922 η καθημερινότητα των στρατιωτών είναι ο πόλεμος, είτε βρίσκονται επιτιθέμενοι είτε αμυνόμενοι. Όμως σε καμία περίπτωση ο Πέτρου δεν επιδιώκει να εντάξει το comic του στο είδος της περιπέτειας. Αυτό που τον ενδιαφέρει κυρίως είναι η ψυχοσύνθεση των στρατιωτών του μετώπου, η εναλλαγή των συναισθημάτων σε ατομικό και σε συλλογικό επίπεδο και η διάκριση μεταξύ των απλών στρατιωτών και της ηγεσίας που σχεδιάζει ακίνδυνα μακριά από τους πραγματικούς κινδύνους του πολέμου. Στο πεδίο της μάχης οι πρωταγωνιστές – στρατιώτες αναπτύσσουν όλων των ειδών τις τυπικές συμπεριφορές: κάποιοι από αυτούς φοβούνται το θάνατο το δικό τους ή των συμπολεμιστών τους, άλλοι νοσταλγούν την πατρίδα και θέλουν διακαώς μετά από τόσα χρόνια να γυρίσουν πίσω στους δικούς τους ανθρώπους, άλλοι που είναι φανατισμένοι υπακούν τυφλά και αδιαμαρτύρητα στις εντολές των ανωτέρων τους, ενώ άλλοι εκμεταλλεύονται την εξουσία και τη δύναμη του εκστρατευτικού σώματος προκειμένου να ικανοποιήσουν τις εγκληματικές τους ροπές. Οι συμπαθέστεροι, φυσικά, είναι εκείνοι που δεν ταιριάζουν με το πολεμικό περιβάλλον στο οποίο έχουν βρεθεί αναγκαστικά, εκείνοι που δεν νιώθουν καλά με τους σκοτωμούς (ακόμη κι όταν πρόκειται για τον εχθρό), που έχουν εξοντωθεί απ’ τις κακουχίες του πολέμου και αναζητούν αγωνιωδώς την άκρη του νήματος στο δράμα στο οποίο έχουν βρεθεί να συμμετέχουν:
«Ήμουν τελείως άμαθος. Τι άμαθος; Πρόβατο ήμουν… Έπρεπε να ρίξω σε άνθρωπο, ειδεμή ήταν η ζωή σου ή η ζωή μου»
Σε αντίθεση με το κυρίαρχο αφήγημα, ο Θανάσης Πέτρου διηγούμενος τη Μικρασιατική Εκστρατεία δεν ωραιοποιεί την πολεμική αναμέτρηση. Δεν τον ενδιαφέρει η διπλωματική επιτυχία της «Ελλάδας των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών», αλλά ο τρόπος με τον οποίο το ελληνικό κράτος επιχείρησε να την εξασφαλίσει, δηλαδή με την στρατιωτική εκστρατεία και κατοχή εδαφών της παρηκμασμένης Οθωμανικής αυτοκρατορίας με σκοπό την προσάρτησή τους στην ελληνική επικράτεια, με την άδεια της συμμαχικής Αντάντ. Οι σημαντικές πολιτικές εξελίξεις δεν απουσιάζουν βέβαια από την αφήγηση του comic (η Συμφωνία των Σεβρών, οι εκλογές του 1920), όμως τις παρακολουθούμε απ’ την σκοπιά των στρατιωτών του μετώπου. Βασική κατεύθυνση του Πέτρου είναι να ρίξει φως στην αγριότητα του πολέμου και ιδιαίτερα στη βιαιότητα του ελληνικού στρατού, που σε εκείνη τη χρονική συγκυρία βρέθηκε να είναι επιτιθέμενος σε ξένο έδαφος, ακόμα κι αν, όταν ηττήθηκε τελικά, μετατράπηκε από θύτη σε θύμα της πολεμικής αναμέτρησης.
Η χρωματική παλέτα του comic εναλλάσσεται κυρίως μεταξύ αποχρώσεων του καφέ, του γαλάζιου και του χακί. Η ιστορία τοποθετείται κατά βάση στα πεδία των μαχών και στις πρόχειρες εγκαταστάσεις διαμονής των στρατιωτών, εκεί όπου διαβιούν και συνυπάρχουν μεταξύ τους. Όπως συνέβαινε και στους «Όμηρους του Γκαίρλιτς», ο Πέτρου σκοπίμως αναμειγνύει συνεχώς τους πρωταγωνιστές του με το υπόλοιπο στράτευμα. Δεν «κεντράρει» συχνά το πλάνο του στα κεντρικά πρόσωπα, αλλά εικονογραφεί το στράτευμα ως μία σχεδόν ομοιόμορφη μάζα, άλλοτε παρατεταγμένη σύμφωνα με τα στρατιωτικά πρότυπα και άλλοτε διασκορπισμένη στο πεδίο της μάχης, εκεί που στις κρίσιμες στιγμές δύσκολα ξεχωρίζεις ποιος βρίσκεται χτυπημένος στο έδαφος και ποιος συνεχίζει ακόμα όρθιος να πολεμά. Η ρεαλιστική απεικόνιση του μετώπου, χωρίς φαντασμαγορικό splatter, από μόνη της μπορεί να εκληφθεί ως ένα ηχηρό αντιπολεμικό μήνυμα που παραμένει τραγικά επίκαιρο ακόμα και σήμερα.
Το 1922 είναι ένα comic κυρίως για τη Μικρασιατική Εκστρατεία και λιγότερο για τη Μικρασιατική Καταστροφή, η οποία απεικονίζεται μόνον στο κομμάτι της αντεπίθεσης του στρατού του Κεμάλ εναντίον του ελληνικού στρατού αλλά και ως μία αγωνιώδης προειδοποίηση ενός στρατιώτη προς την οικογένειά του:
«Πατέρα, χάθηκαν τα πάντα, μας σάρωσαν! Πρέπει να ετοιμαστείτε να φύγουμε! […] Θα μπει ο Κεμάλ με τον στρατό στη Σμύρνη! Ακούστε με!»
Ένα χρόνο πριν από την επέτειο των 100 χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή συνεπώς, ο Θανάσης Πέτρου, κόντρα στο ρεύμα, εύστοχα στρέφει το βλέμμα του σε μνήμες ξεθωριασμένες με δημιουργικά αναστοχαστική διάθεση. Η ωραιοποίηση του παρελθόντος, η ηρωοποίηση και η απόκρυψη των σκοτεινών στιγμών της ελληνικής ιστορίας είναι χαρακτηριστικά του κυρίαρχου ελληνικού αφηγήματος σε διάφορες περιόδους της ελληνικής ιστορίας. Όμως στην πραγματικότητα, το παρελθόν με τον πόλεμο μόνο ωραίο δεν μπορεί να είναι, αφού, όπως συναισθηματικά φορτισμένα γράφει και η μεγάλη συγγραφέας Διδώ Σωτηρίου στα Ματωμένα Χώματα:
«Το μίσος και η αγριίλα του πολέμου σταθήκανε πιο δυνατά από την αγάπη. Οι αγνές καρδιές μείνανε σαν ξεχασμένες παντιέρες σ’ εχθρικό έδαφος»