Η Θεατρομυθία είναι μια καινούρια σελίδα στο Facebook, που ήρθε να μας μιλήσει για τη μυθολογία και το αρχαίο δράμα. Πίσω από αυτή τη σελίδα βρίσκεται η Μαρία Χριστοδούλου, που είναι θεατρολόγος, κατά καιρούς ηθοποιός, και επί πολλά χρόνια νηπιαγωγός στην πρωινή της ζωή και με τον φιλικό της λόγο μας μιλάει για τα πολλά ονόματα του Απόλλωνα, για τα βάσανα του Οιδίποδα, για τις ρίζες της τραγωδίας. Στη συνέντευξη αυτή, όμως, δεν μιλάμε μόνο για τη Θεατρομυθία της αλλά και για τα θεατρικά έργα που η ίδια έχει γράψει. Το ένα από αυτά, με τίτλο η “Φάρσα του Πιερ Πατλέν”, θα μπορούμε σύντομα να το δούμε στη σκηνή.
Αρχικά θα θέλαμε να μας πείτε δύο λόγια για την “Φάρσα του Πιερ Πατλέν”. Πότε θα το δούμε;
Το άλλο Σάββατο, στις 12/2 ανεβαίνει στο Θέατρο Κάτω από τη Γέφυρα. Πρόκειται για ένα έργο ανώνυμου συγγραφέα του 15ου αιώνα, που ο Νίκος Δαφνής μου ανέθεσε να το διασκευάσω και να το γράψω σε ομοιοκατάληκτο δεκαπεντασύλλαβο, τύπου Μποστ. Μια παρουσίαση μπορείτε να δείτε στο mytheatro.gr από την Κάτια Σωτηρίου.
Για τη Θεατρομυθία γράφετε σε ένα από τα πρώτα σας ποστ. «Αρχαίο θέατρο και μύθος είναι το όχημα. Προορισμός οι ανθρώπινες σχέσεις». Γιατί επιλέξατε τον μύθο και το αρχαίο δράμα ως όχημα;
Δεν τα επέλεξα, όπως δεν επιλέγουμε τι αγαπάμε, τι μας αρέσει, πώς αισθανόμαστε. Θα έλεγα πως αυτή η αγάπη ξεπήδησε χωρίς να καταλάβω πώς. Και σκεφτείτε ότι η πρώτη μου επαφή με το αρχαίο θέατρο ήταν στα δεκατέσσερά μου, όταν κάποιοι άσχετοι με το θέατρο συγγενείς με πήγαν στην Επίδαυρο. Οι δύο πληκτικότερες, μέχρι απελπισίας, ώρες της ζωής μου. Τι λέγανε οι μαυροφορεμένες, γιατί φωνάζανε, τι θέλανε, ούτε κατάλαβα, ούτε με ενδιέφερε να καταλάβω. Άκουγα τη λέξη τραγωδία κι έλεγα τι βαρύ κι ασήκωτο και ακατανόητο και σκοτεινό πράγμα είναι αυτό; Μέχρι που μπήκα στη Δραματική, και σκέφτηκα πως αφού από κει ξεκίνησε το θέατρο, όπως τουλάχιστον το εννοούμε στη Δύση, καλό είναι να το δω λιγάκι. Ε, αυτό με έφερε αναγκαστικά στον μύθο, που δεν είναι παραμύθι, έχει πολύ ζουμί και πολλή ουσία. Και παρόλο που πέρασαν αρκετά χρόνια για να βλαστήσει ο σπόρος, ήρθε μέσα μου και θέριεψε κι έγινε ανάγκη να το μοιραστώ. Γιατί για μένα το σημαντικότερο δεν είναι μέσω ποιας οδού έρχεσαι κοντά με ανθρώπους, αλλά το πλησίασμα και οι σχέσεις που μαζί τους δημιουργείς.
Αν οι μύθοι αυτοί εξέφραζαν το συλλογικό ασυνείδητο της εποχής τους, μπορούμε να πούμε ότι εκφράζουν και το δικό μας; Ή τι πιστεύετε ότι τους κρατάει ακόμα ζωντανούς ή και χρήσιμους;
Ας δούμε κατ’ αρχάς τον μύθο ως ιστορία που δεν ήταν δυνατόν να καταγραφεί. Ας πούμε ότι δεν υπήρχαν γραπτά στοιχεία, δεν υπήρχε γραφή, δεν είχαμε ντοκουμέντα από το 1821. Τι θα γνωρίζαμε για την Επανάσταση; Ό,τι θα είχε επιβιώσει από στόμα σε στόμα. Θα ακούγαμε για κάποιον Κολοκοτρώνη, κάποιον Καραϊσκάκη, που ήταν γενναίοι, ήταν ήρωες, πολέμησαν και νίκησαν. Κατά πάσα πιθανότητα θα ήταν πάρα πολύ ψηλοί, γιγαντόσωμοι, μπορεί να είχαν τέσσερα χέρια, ή πατέρα ένα θεό. Να ο μύθος. Και καθώς οι αυτόπτες μάρτυρες της νίκης του Κολοκοτρώνη θα πήγαιναν στα χωριά τους, εδώ κι εκεί, οι ιστορίες τους θα παραλλάσσονταν, και να οι διαφορετικές εκδοχές του μύθου. Αυτό, στο δικό μου το μυαλό, σημαίνει ότι κάτι που έγινε (παραπέμπω στον καθηγητή Ηλία Μαριολάκο και τη Γεωμυθολογία), πέρασε από στόμα σε στόμα στις επόμενες γενιές. Κάποιος κάτι πρόσθεσε, κάτι αφαίρεσε, πάντως έμεινε ένα νήμα που συνδέει τον μύθο με το σπερματικό ιστορικό γεγονός. Κι αφού το νήμα αυτό αφορούσε όλες τις γενιές στο διάβα των χρόνων, ώστε να μην το παραλείψουν, δεν μπορεί παρά να σημαίνει κάτι ουσιαστικό για τον άνθρωπο στην βαθύτερη ουσία του. Πρέπει να είναι κάτι που ακουμπάει στο συλλογικό του ασυνείδητο. Γι’ αυτό και ο μύθος μας αφορά και θα μας αφορά πιστεύω στον αιώνα τον άπαντα. Αφορά τα παιδιά του Νηπιαγωγείου που τρελαίνονται για μυθολογία, τη λατρεύουν, κι είμαι σε θέση να το γνωρίζω προσωπικά δουλεύοντας χρόνια με νήπια. Τώρα, ως προς την χρησιμότητα των μύθων, δεν ξέρω πώς αλλιώς να το περιγράψω, πέρα από το προσωπικό μου βίωμα: Την εποχή που σε μια ομάδα μελέτης αναλύαμε τις «Ευμενίδες», η μητέρα μου κατάπεσε, την πήρα στο σπίτι μου, και άρχισα την αυτοψυχανάλυση σχετικά με την πολυσυζητημένη σχέση μάνας-κόρης. Δεν ξέρω πώς και γιατί, η συμφιλίωση των αρχέγονων θεοτήτων, των Ερινύων, με τις νέες θεότητες, τους Ολύμπιους, που συμβαίνει στην τραγωδία του Αισχύλου, λειτούργησε καταλυτικά μέσα μου και μου χάρισε εσωτερική συμφιλίωση. Ο καλύτερος πάροχος https://22bet-gr.net/ προσφέρει εξαιρετικά παιχνίδια και προσφορές Την εξήγηση την αφήνω σε ψυχαναλυτές, δεν είναι η ειδικότητά μου…
Μιλάμε για έργα πολύ σημαντικά που είναι ταυτόχρονα και προσιτά από μόνα τους, αλλά κάποιοι αναγνώστες τους θέλησαν να βοηθήσουν κι άλλο το κοινό να τα πλησιάσει, όπως ο Μποστ, για τον οποίο έχετε ήδη εκφράσει τον θαυμασμό σας αναφερόμενη στη δική του «Μήδεια». Τι σας αρέσει στην ανάγνωση και την παρέμβαση που έχει κάνει ο Μποστ στη Μήδεια (και τον Οιδίποδα) σε αυτό το έργο;
Πρώτα απ’ όλα λατρεύω τον Μποστ με το δαιμόνιο πνεύμα και το καταλυτικό του χιούμορ που σπάει κόκαλα. Ο Μποστ πήρε από την τραγωδία της Μήδειας την απιστία του Ιάσονα, την παιδοκτονία και την ύπαρξη ενός Χορού, και εκεί σταματάει η σχέση του με το αρχαίο κείμενο. Έβαλε μέσα κι έναν Οιδίποδα του Σοφοκλή, έναν Ευριπίδη, κι έφτιαξε ένα έργο ευφυέστατο, απίστευτα έξυπνο και αστείο, που αν το ανέβαζα ποτέ μόνο τον ρόλο της Καλόγριας θα έκοβα στο μισό. Με τον ίδιο τρόπο αντιμετώπισε και τη «Φαύστα» του Βερναρδάκη, τραγωδία καθαρευουσιάνικη, το κύκνειο άσμα του ελληνικού κλασικισμού στην Ελλάδα, που παρουσιάστηκε το 1893. Η ικανότητα του Μποστ να δημιουργεί απολαυστικά σουρεαλιστικά σκηνικά είναι για μένα αξιοθαύμαστη. Παρόλα αυτά, δεν θεωρώ ότι με τα έργα του αυτά βοηθάει στην κατανόηση των τραγωδιών, όπως τουλάχιστον το θέτετε στην ερώτησή σας – κι όχι ότι θα έπρεπε να το κάνει δηλαδή… Αυτό που λέω είναι ότι δεν περιμένω να δει κάποιος αδαής περί τα θεατρικά το έργο του Μποστ και να γνωρίσει την αρχαία ηρωίδα, μαθαίνοντας ότι σκότωσε τα παιδιά της επειδή δεν διάβαζαν τα μαθήματα και έκαναν κοπάνα από τη δουλειά τους στο Ταχυδρομείο.
Ωστόσο για μένα ο Μποστ αποτελεί πηγή έμπνευσης. Με δεδομένο ότι έχω μια ευκολία στον ομοιοκατάληκτο δεκαπεντασύλλαβο, έχω γράψει την «Αγαμεμνωδία», παρωδία του Αγαμέμνονα του Αισχύλου. Μόνο που εγώ, μην έχοντας την οργιώδη φαντασία του Μποστ, έχω μείνει πιστή στην πλοκή του κειμένου. Θέλω να πιστεύω πως δεν έχω διαπράξει συγγραφικό αδίκημα και ανοσιούργημα, και μάλλον ορθώς πιστεύω, γιατί πήρα κι ένα πρώτο βραβείο σε ένα διαγωνισμό θεατρικού κειμένου, από την Ένωση Σεναριογράφων Ελλάδας και το Ίδρυμα Κακογιάννη, τον Δεκέμβριο του 2019, και πολύ θα χαρώ κάποτε να δω το έργο μου επί σκηνής.
Το Facebook είναι ένα εργαλείο που βοηθάει σε αυτό το ταξίδι; Πώς σας φαίνεται σαν πλαίσιο;
Είναι ένα πλαίσιο σίγουρα ευρύ, και σίγουρα όχι το ευρύτερο. Αρχικά είχα σκεφτεί ένα μπλογκ, ένα κανάλι στο youtube. Υποτίθεται ότι τα φτιάχνω, αλλά συναντώ πρακτικές δυσκολίες που κάποια στιγμή ελπίζω να τις ξεπεράσω, ή ακόμα καλύτερα, να μου τα φτιάξει κάποιος γιατί με λυπήθηκε που παλεύω… Βλέπετε ανήκω σε μια γενιά, που όταν ένα σπίτι έβαζε σταθερό τηλέφωνο, μια ολόκληρη γειτονιά έκανε πάρτι, οπότε το facebook μου φαίνεται πολύ πιο εύκολο. Όταν μεγαλώσω λίγο ακόμα, θα τα καταφέρω πιστεύω και με κάτι περισσότερο. Ευτυχώς, στο μεταξύ υπάρχουν σελίδες σαν τη δική σας που ενδιαφέρονται και μου κάνουν το χατίρι και την τιμή να ρωτάνε για τη Θεατρομυθία. 😊
Έχετε αναφερθεί και στο Κωνσταντίνου και Ελένης και τη γνωστή τραγωδό Πέγκυ Καρά. Έχουν βάλει η Πέγκυ Καρά ή η Μαρίνα Κουντουράτου από τους Δυο Ξένους το λιθαράκι τους στη σχέση μας με την Αντιγόνη και το αρχαίο δράμα; Τι ρόλο παίζει ή θα μπορούσε να παίξει μια τηλεοπτική κωμική σειρά σε αυτή τη σχέση;
Γενικά δεν βλέπω τηλεόραση, μέχρι πρόσφατα δεν είχα καν για πολλά χρόνια. Την Πέγκυ την ξέρω επειδή τύχαινε παλιά να πέφτω πάνω στα επεισόδια της σειράς, και με δεδομένη την ατάκα από τις «Βάκχες» που έγινε διάσημη, την έχω πρόχειρη στη μνήμη μου. Τους «Δύο ξένους» δεν τους είδα ποτέ, οπότε δεν ξέρω να απαντήσω. Το αν έχουν βάλει λιθαράκι, για την Πέγκυ τώρα λέμε, δεν ξέρω. Στον βαθμό που κάποιος άσχετος με το θέμα βλέπει τη φωτογραφία που ανέβασα και διαβάζει για τις Βάκχες και τις Ερινύες, ναι, έχει βάλει το λιθαράκι. Αν τώρα το δει κάποιος σαν το αντικείμενο του ψώνιου ενός άλλου ψώνιου, δεν νομίζω ότι προσφέρει. Ούτε βέβαια και ότι κάνει κακό.
Να μιλήσουμε και για… άλλες ερμηνείες; Υπάρχει κάποιος ηθοποιός ή και σκηνοθέτης που σας αρέσει περισσότερο για τον τρόπο με τον οποίο μας παρουσιάζει το αρχαίο δράμα;
Έχω δει παραστάσεις που τις θυμάμαι χρόνια μετά και θα τις θυμάμαι μια ζωή. Λάτρεψα τις «Βάκχες» του Τερζόπουλου στα τέλη του 80, αλλά και την «Ηλέκτρα» του Στούρουα με την Καρέζη, την ίδια εποχή. Απόλυτα διονυσιακή, με το άλογο στοιχείο, το ένστικτο η μια παράσταση, σχεδόν ρεαλιστική και βέβηλη για τα δεδομένα της εποχής η άλλη. Είδα τον «Προμηθέα» του Μπινιάρη το περασμένο καλοκαίρι και με εντυπωσίασε. Θυμάμαι τις «Βάκχες» του Χατζάκη και τον χορό από τις άλλες «Βάκχες» του Λιγνάδη – έχω κόλλημα με τις Βάκχες τελικά, μεγάλο. Από την άλλη λάτρεψα σε κλειστό θέατρο το «Δέντρο του Οιδίποδα» από την ομάδα ΙΔΕΑ (Γάκης, Μουστάκα, Μπιμπής). Λέω τώρα αυτές για τις παραστάσεις που μου έρχονται πρώτα στο μυαλό.
Με τους νεωτερισμούς δεν έχω κανένα πρόβλημα, αντίθετα, συνήθως μου αρέσουν, αρκεί να αντιμετωπίζεται το κείμενο με σεβασμό και να υπάρχει μια συνέπεια στην ερμηνευτική γραμμή. Αυτό ισχύει και για το «κλασικό» ανέβασμα, αν και σήμερα, σε μένα τουλάχιστον, δεν έχει να προσφέρει κάτι καινούργιο. Η μεγάλη μου χαρά είναι να βλέπω πως το αρχαίο δράμα και ο μύθος λειτουργούν ως αφετηρία για πειραματισμό, για συνθέσεις νέων κειμένων ή για δραματουργικές συνθέσεις, αρκεί να υπάρχει η συνέπεια και ο σεβασμός, το ξαναλέω. Χαίρομαι να βλέπω να μπολιάζονται με στοιχεία από την κουλτούρα και τα ιδιαίτερα βιώματα ή χαρακτηριστικά των ανθρώπων που καταπιάνονται με αυτά. Θυμάμαι σαν τώρα μια «Αντιγόνη» που είχα δει προ αμνημονεύτων από το θέατρο Perseverance, από την Αλάσκα. Μια Αντιγόνη και ένας Κρέων που ζούσαν μέσα σε ιγκλού, που μιλούσαν μια άγνωστη γλώσσα, μα που ήταν ολοζώντανοι και αξιολάτρευτοι γιατί είχαν αφομοιώσει δημιουργικά τον παλιό μύθο και το δράμα του Σοφοκλή.
Σε ηθοποιούς δεν θα αναφερθώ ονομαστικά, υπάρχουν καταπληκτικές μονάδες, που όταν ενώνονται για να υπηρετήσουν τον κοινό στόχο, την παράσταση, μια και το θέατρο είναι δουλειά συνόλου, κάνουν θαύματα. Έχουμε πολύ, πάρα πολύ καλό έμψυχο υλικό. Που αποδεικνύει την αγάπη και την αφοσίωσή του στο θέατρο μόνο και μόνο με την ενασχόλησή του με αυτό, σε μια εποχή που το επάγγελμά του πλήττεται δραματικά, και που ο/η ηθοποιός αναγκαστικά χρειάζεται να έχει κι άλλη δουλειά για βιοπορισμό στην συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων.
Υπάρχει κάποιος ήρωας ή κάποιος μύθος που αγαπάτε πιο πολύ και σας αρέσει να μιλάτε για αυτόν;
Μοιραία, οι μύθοι με τους οποίους εξοικειώθηκα αρχικά περισσότερο είναι αυτοί που συναντούμε στις τραγωδίες, και κυρίως του αργολικού και θηβαϊκού κύκλου, με τον τρωικό να ακολουθεί. Κατά καιρούς αισθάνομαι ότι πλησιάζω περισσότερο κάποιο πρόσωπο, κι αυτό συνήθως έχει σχέση με το κείμενο που αναλύουμε στην εκάστοτε ομάδα μελέτης. Κυρίως γυναίκες αγαπώ, παρεξηγημένες, αδικημένες, ή αόρατες. Με απασχολεί η Μήδεια με τη φεμινιστική της συνείδηση, κάποτε τρυφερή, αλλά κυρίως ανελέητη όπως η φύση. Θα χρειαστεί να ασχοληθώ πολύ μαζί της για να την κατανοήσω. Με κεντρίζει η Κλυταιμνήστρα, παρεξηγημένη, καταδικασμένη για μια συζυγοκτονία και απιστία, αλλά που στα μάτια μου υπάρχουν πολλά που θα μπορούσε να πει κανείς υπέρ της. Αυτή όμως που με συγκινεί περισσότερο είναι η Ιοκάστη. Αόρατη σχεδόν. Της συνέβησαν τόσα ασύλληπτα στη ζωή της, κι όμως, η παγκόσμια δραματουργία δεν έχει ασχοληθεί όσο θα της άξιζε. Κι όχι ότι πήγα να καλύψω το κενό, δεν είμαι τόσο ψωνισμένη (έτσι νομίζω τουλάχιστον), αλλά την έχω αγαπήσει τόσο, που αισθάνθηκα την ανάγκη να μιλήσω για λογαριασμό της. Τελευταία έγραψα και τον μονόλογό της, που και αυτόν θα ήθελα πάρα πολύ να τον δω στη σκηνή.
Σας ευχαριστούμε!
Εγώ σας ευχαριστώ πολύ για τη φιλοξενία στη σελίδα σας.