Τυχαία βρέθηκε στα χέρια μου ένα μικρό κόκκινο βιβλίο ενός άγνωστου σε ‘μένα συγγραφέα. «Το βάρος της πεταλούδας» του Erri De Luca (εκδόσεις Κέλευθος). Μιας και οι αυγουστιάτικες μέρες γίνονται σιγά σιγά αναμνήσεις, βρισκόμενη στο άγριο βραχώδες τοπίο της νότιας Κρήτης, εκεί όπου ξεκινά το λιβυκό βασίλειο, ο τίτλος φάνηκε αρκετά δελεαστικός. Εδώ το καλοκαίρι δεν βλέπεις συχνά πεταλούδες.
Ο Erri De Luca είναι Ιταλός συγγραφέας κι έχει κι άλλες πολλές ιδιότητες. Ξεχωρίζει αυτή του αλπινιστή και γνήσιου φυσιολάτρη. Δεν γράφει ένα βιβλίο για την πόλη και τα ανθρώπινα δημιουργήματα, αλλά για το δικό του σπίτι, το βουνό. Τη δική του συντροφιά, τη μοναξιά. Τους δικούς του γείτονες, τα ζώα. Τη δική του παρηγοριά, το δέντρο.
Δύο μικρά διηγήματα, τρεις βασιλιάδες. Ο λαθροκυνηγός, το αγριόγιδο, η κέμβρη, είδος πεύκου. Το φυσικό τοπίο δεν χρειάζεται καμία λεκτική εξύψωση, βρίσκεται ούτως ή άλλως πολλούς ουρανούς πιο πάνω απ’ τον άνθρωπο. Οι πιο λιτές λέξεις, ενός βοσκού ίσως, είναι κι οι πιο αληθινές. Ο λαθροκυνηγός που βασιλεύει στο απόκρημνο βουνό έχει για στέμμα τ’ όπλο του. Εξουσιάζει και εξουσιάζεται από τον βασιλιά των αγριόγιδων. Δυο αλλιώτικα σώματα σηκώνουν το βάρος του βασιλιά. Η συνύπαρξη πολλές φορές δεν χωράει στην ύπαρξη, εκεί χρησιμεύει ο φόνος.
Σκόρπιες γραμμένες σκέψεις κατά την ανάγνωση:
*μια πεταλούδα καθισμένη πάνω στο τουφέκι το κάνει μη φονικό
*η καρδιά του πιο αδάμαστου λαθροκυνηγού χωράει αγάπη για το σκοτωμένο ζωντανό
*πλήρης ημερών είναι εκείνος που φαντάζεται ανυπόμονα τη ζωή να προχωράει μετά τον θάνατό του
*κι αν ο Χριστός ήταν απλώς ένας αρχιμάστορας; Ο καθείς έχει τον δικό του αρχιμάστορα
*ο αέρας δεν χρειάζεται τον άνθρωπο να φυσήξει μέσα στη φυσαρμόνικα, τον χρειάζεται να τη σκαλίσει στο ξύλο ενός κλαριού
*πάλι καλά που βρέχει και ξεπλένεται ο τόπος από πατημασιές και αμαρτίες
*στο φλερτ άντρας και αγριόγιδο ίδιοι
*η κούραση κι ο έρωτας φέρνουν το ίδιο λαχάνιασμα
«Το παρόν είναι η μόνη γνώση που χρησιμεύει. Ο άνθρωπος δεν ξέρει πώς να ζει στο παρόν.»
«Ο άνθρωπος πάνω στο βουνό είναι μια συλλαβή στο λεξικό.»
Και μετά τις ζωικές κι ανθρώπινες βασιλείες, έρχεται η πιο αιώνια και σιωπηλή. Του δέντρου. Που δεν σκούζει, δεν παραπονιέται, δεν ευλογεί. Μόνο ακούει και βλέπει. Δεν χρειάζεται το νερό τ’ ανθρώπου, του φτάνει της βροχής. Καλημερίζει τον ήλιο και το νανουρίζει το φεγγάρι. Αγριεύεται με τους κεραυνούς μα δεν τους φοβάται.
Η πεταλούδα με πετούμενο βάδισμα ανάλαφρο σαν βαμβάκι επισκέπτεται και τους τρεις βασιλιάδες. Όχι σαν αγγελιαφόρος, ούτε σαν υπήκοος. Ένα στολίδι ελεύθερο που χαρίζει την ομορφιά του όσο διαρκεί το ανοιγόκλεισμα των φτερών της.