To DCEU δεν είχε ομολογουμένως και την πιο εύκολη ή στρωτή αρχή. Ο θεμέλιος λίθος του, το Man of Steel του Zack Snyder ήταν ένα βαρύ destruction porn ενώ οι χαρακτήρες του ήταν πιο επίπεδοι και από τα συντρίμια μετά τις μάχες του Superman. O διαβόητος σκηνοθέτης βέβαια, χαίροντας άκρας εμπιστοσύνης από το studio, συνέχισε την τακτική του και στο, βελτιωμένο αλλά και πάλι ελλειπές μακροπρόθεσμα Batman Vs Superman, το οποίο σώθηκε μόνο χάρη στις νέες προσθήκες προσώπων και ηθοποιών που μπορούσαν να σταθούν και χωρίς καθοδήγηση είτε από πείρα, όπως ο Ben Affleck, ( Daredevil, Argo) είτε λόγω physik, όπως η μοναδική Gal Gadot (Keeping Up with the Joneses,Furious Seven).
Η αμφιλεγόμενη αυτή ταινία, αγνόησε σε μεγάλο βαθμό την δική της ιστορία για να μας δώσει ένα backround για την σημερική Λεγεώνα παρέχοντας μας σε ένα μεγάλο ποσοστό στοιχεία και χαρακτηριστικά τα οποία δεν χρειάστηκε να επαναληφθούν. Ωστόσο, αυτό αντί να κερδίζει χρόνο στην ταινία, την άφησε υπεύθυνη να μαζέψει τα κομμάτια μιας ασυνέχειας, ενώ ταυτόχρονα έκανε λογικά άλματα για να καλύψει τα δικά της κενά. Σε πολλά σημεία φαινόταν σαν να βιάζεται και η ίδια για να προχωρήσει στην δράση. Γνωρίζοντας πως ο Zack Snyder είναι καλύτερο στο να συνθέτει εικόνες από το να λέει ιστορίες με αυτές, κάτι τέτοιο ήταν αναμενόμενο, όχι όμως και ευκταίο.
Ταυτόχρονα βέβαια, ακόμα και η εικονογραφία του Snyder πλέον κουράζει. Βαρυφορτωμένη από τα εύπεπτα σύμβολα που ο ίδιος μπερδεύει με βάθος (η εναρκτήρια σεκάνς με τα φυλακισμένα περιστέρια δίνει τον τόνο), τα slow motion χτυπήματα τα οποία αναγκαστικά επαναλαμβάνονται, χάνοντας έτσι την βαρύτητα τους και την υπερβολική εμπιστοσύνη στα ειδικά εφέ, ψηφιοποιεί εντελώς τους χαρακτήρες στερώντας τους όχι μόνο την δυνατότητα υπόστασης αλλά και την ίδια την προσωπικότητα τους. Μοιάζει σαν κανείς να μην είπε ποτέ στον Snyder πως δεν έχουμε πια 2006. Ειδικά μετά την αναζωογονητική ματιά του Wonder Woman της Patty Jenkins, η οποία, χωρίς να είναι τέλεια, έλυνε πολλά από αυτά τα θέματα, έχουμε δει και δικαιούμαστε μια εξέλιξη, την οποία ο Snyder, με την επαναφορά της Wonder Woman στην εξουσία του ανδρικού βλέμματος, αρνείται. Επιπλέον, πέρα από την άχρωμη παλέτα του, ο σκηνοθέτης φαίνεται πως δεν είναι διατεθειμένος να εμβαθύνει ούτε σε μια κοινωνική ματιά. Οι εικόνες των ρατσιστικών επιθέσεων εναντίον Μουσουλμάνων, οι οποίες ξεσπούν από τον θάνατο του Superman (;) φαίνεται ότι αφενός υπερτιμούν την δυναμική των συμβόλων, αφετέρου δεν ξέρουν πως δουλεύουν οι βαθύτερες αιτίες του ρατσισμού, κάτι που γίνεται βέβαια ακόμα πιο οξύμωρο από την στιγμή που ο Superman στα comics κινείται εναντίον του κύματος ρατσισμού που μαστίζει τις ΗΠΑ. Ωστόσο, έστω και αυτή η αμφισβητήση μπορεί να έχει, κάτω από ένα ιδιαίτερο φως, κάποιο θετικό πρόσημο. Όταν όμως η ίδια η ταινία πάει τον αμερικανοκεντρισμό της στα άκρα και τοποθετεί το λημέρι του κακού σε ένα εγκατελελειμένο πυρηνικό σοβιετικό εργοστάσιο, με τους αβοήθητους Ρώσους χωρικούς να εκπλιπαρούν για βοήθεια, μήπως και αυτό δεν είναι μια εικόνα που δημιουργεί σκηνές όπως αυτή που η ίδια η ταινία υποτίθεται πως τάσσεται εναντίον;
Επομένως, θα μπορούσε να κλείσει την ενασχόληση με το Justice League εδώ. Οι συμβολισμοί του είναι στην καλύτερη επιφανειακοί στην χειρότερη προβληματικοί και αυτό πρέπει να υποδειχθεί προτού προχωρήσει κανείς στα υπόλοιπα κομμάτια
Ωστόσο, μόνο μια τέτοια ανάγνωση της ταινίας θα ήταν όχι μόνο στερεότυπη, αλλά και άδικη, ειδικά όταν υπάρχουν τόσα άλλα θέματα που τα καλλιεργεί με εξαιρετικό τρόπο.
Ίσως από κάποια αλλαγή στάση του Snyder, ίσως από τα εκτεταμένα reshoots που έγιναν, μέρος των οποίων ανέλαβε και ο πολύ πιο προσγειωμένος και γήινος Joss Whedon (Αvengers, Firefly), ίσως πάλι να έπαιξαν το ρόλο του σωτήριου σωσίβιου οι χαρακτήρες. Το cast ήταν αυτό που κράτησε την ταινία όχι μόνο όρθια, αλλά σε ένα ανώτερο επίπεδο, αν όχι από το Wonder Woman, σίγουρα των BvS και του ταυτοτικά χαωμένου Suicide Squad. Mπορεί το σενάριο να μην τους έδινε την αφορμή να δεθούν, ωστόσο, καθαρά σε θέμα χημείας, λειτούργησαν άψογα μεταξύ τους, ενώ οι σκηνές όπου αφήνονται ελεύθεροι και κάνουν τον υπερηρωικό χαβαλέ τους ήταν αναμφισβήτητα το καλύτερο σημείο της ταινίας. Ο Batman του Affleck επηρεάζεται από την χαλαρότερη, συντροφική διάθεση και αποκτά (ψήγματα) χιούμορ και ανθρωπιάς, ενώ οι νεοφερμένοι Erza Miller ( Fantastic Beasts and Where to Find Them), ο Jason Momoa (Game of Thrones) και ο Ray Fisher (The Astronaut Wives Club) ο πρώτος με τον εφηβικό σχεδόν ενθουσιασμό και χιούμορ, ο δεύτερος με το μαγκιόρικο ύφος και αισθητική του και ο τρίτος με την στρωτή και ανήσυχη ερμηνεία του φέρνουν κάτι ενδιαφερον στο μονολιθικό σχήμα της τριάδας και καταφέρνουν και αναζωογονούν αρκετά την παλέτα την WB, τόσο σε επίπεδο χαρακτήρων όσο και αισθητικής. H Gal Gadot παραμένει μια πολύ καλή επιλογή χάρη στην ιδιαίτερη ικανότητα της να τοποθετείται στο χώρο και την δυναμική της.
Η μεταξύ τους χημεία, σε προσωπικό επίπεδο δεν κρύβεται, αντίθετα ενισχύει και παρασύρει τον θεατή που βγαίνει από την αίθουσα χαμογελώντας, εκτιμώντας την προσπάθεια που έγινε. Η επηροή του Whedon είναι εμφανής- και όσοι τον ξέρουν, γνωρίζουν τι σημαίνει αυτό. Θα βοηθούσε βέβαια αν ο κακός είχε και αυτός κάποια προσωπικότητα και δεν ήταν ένα μονοδιάστατο CGI τέρας, το οποίο δεν αξιοποιήσε καμία από τις αρετές του Ciarán Hinds (Game of Thrones, Road of Petition).
Γενικότερα στο ζήτημα κακών από ότι φαίνεται ολόκληρο το υπερηρωικό είδος πάσχει σε τρομερό βαθμό. Ταυτόχρονα, το όλο concept της ιστορίας θύμισε αμυδρά το πρώτο Avengers, ειδικά με τα (ελαφρύ spoiler- mother boxes) αλλά σίγουρα το είδος δεν φημίζεται πάντα για την πρωτοτυπία των ιστορίων του.
Αυτό που μένει όμως στο τέλος, είναι ένα χαμόγελο για το ότι η Justice League είχε μια παρουσία κάτι παραπάνω από αξιοπρεπή η οποία θέτει, σε ένα πολύ πιο στρωτό και δημιουργικό πλαίσιο αυτή την φορά, το δρόμο για την μετέπειτα πορεία, η οποία ελπίζουμε να συνεχίσει να μας εκπλήσει ευχάριστα.