Επιλέξαμε αυτό το κείμενο προς μετάφραση σε μία περίοδο που έχει ενταθεί η συζήτηση για την ποπ κουλτούρα και το κοινωνικό και πολιτικό στίγμα της. Περισσότερο από ποτέ είναι ξεκάθαρο ότι τίποτα δεν είναι «απλά μια ταινία». Μέσα στις αντιπαραθέσεις για την πολιτική ορθότητα και το ρόλο των γυναικών στις ταινίες, την κριτική στο ξεζούμισμα δημοφιλών χαρακτήρων από την πολιτισμική βιομηχανία, αναδύεται ένα πεδίο πολιτικής διαπάλης. Ο τρόπος που το κοινό αλληλεπιδρά με τα προϊόντα της ποπ κουλτούρας και τα εντάσσει σε πολιτικές πρακτικές χειραφέτησης ή υποταγής, μας λέει πάρα πολλά για το ποιοι και ποιες είμαστε κάθε στιγμή για το ποια εικόνα επιλέγουμε για τον εαυτό μας και τον κόσμο που μας περιβάλλει. Δεν χρειάζεται, άλλωστε, να συμφωνεί κανείς μέχρι τελείας με τον Stuart Hall για να καταλάβει τη σημασία του έργου του ως μέθοδο κατανόησης του πολιτισμικού πολέμου που μας περιβάλλει.
Ο Stuart Hall (1932-2014) υπήρξε ένας πολύ σπουδαίος Μαρξιστής κοινωνιολόγος και θεωρητικός στο πεδίο των πολιτισμικών σπουδών. Ο Hall καταπιάνεται στο συγκεκριμένο απόσπασμα κειμένου με ένα εκ των πραγμάτων αρκετά δύσκολο έργο – τον ορισμό της λαϊκής κουλτούρας. Παρουσιάζει 3 διαφορετικούς ορισμούς και καταδεικνύει τα κενά, τις ελλειμματικές, τα όρια αλλά και χρήσιμα σημεία που αναδεικνύονται μέσα από αυτούς. Είναι ακριβώς αυτά τα σημεία που θεωρούμε πως συμπυκνώνουν και την αξία αυτού του κειμένου.
Δεν είναι ποτέ αρκετό το να μιλήσουμε για λαϊκή κουλτούρα. Πρέπει πάντα να έχουμε κατά νου αυτό με το οποίο αντιπαρατίθεται. Ο ορισμός της, δηλαδή, υποδηλώνει την ύπαρξη του Άλλου. Η λαϊκή κουλτούρα ορίζεται πάντα, με έμμεσο ή ρητό τρόπο, σε αντιδιαστολή με άλλες εννοιολογικές κατηγορίες (την παραδοσιακή κουλτούρα, την μαζική κουλτούρα, την υψηλή κουλτούρα, την κυρίαρχη κουλτούρα, την κουλτούρα της εργατικής τάξης) και σε τελική ανάλυση – όπως καταδείχνει εδώ και ο Hall – εξαρτώμενη από τον ορισμό της έννοιας του «λαού» και της σχέσης του με το «μπλοκ των ισχυρών». Τέλος, ο Hall βλέπει τα πολιτισμικά σύμβολα όχι στατικά, αλλά μεταβλητά και πάντα εξαρτώμενα από το συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο στο οποίο εξετάζονται. Βλέπει επίσης την λαϊκή κουλτούρα ως ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο πεδίο μέσα στο οποίο ανακύπτει το ερώτημα της ηγεμονίας. Ένα πεδίο μάχης, όπως λέει χαρακτηριστικά, «όπου δεν κατακτιούνται τελικές νίκες, αλλά υπάρχουν πάντα στρατηγικές θέσεις να κερδηθούν ή να χαθούν».
Σίγουρα το διαβάζουμε και εμείς οι ίδιοι κριτικά, καθώς μπορεί να υπάρχουν κομμάτια με τα οποία διαφωνούμε ή μας προβληματίζουν. Θεωρούμε άλλωστε πως πλάι στην ανάγκη να στεκόμαστε κριτικά και πολιτικά απέναντι στη λαϊκή κουλτούρα, βρίσκεται και η ανάγκη να απενοχοποιήσουμε την απόλαυσή της. Σε κάθε περίπτωση όμως, το συγκεκριμένο αποτελεί ένα πάρα πολύ χρήσιμο κείμενο, γι’αυτό και μπήκαμε στον κόπο να το μεταφράσουμε.
Το μεταφρασμένο κομμάτι είναι το “Notes on Deconstructing ‘The popular’ ”, του Stuart Hall, που παρατίθεται στο βιβλίο “Cultural Resistance Reader” του Stephen Duncombe
Ο Stuart Hall, διάσημος διευθυντής του CCCS[1], υποστηρίζει το εξής για τη μαζική κουλτούρα. Ναι, παραδέχεται στους επικριτές του, η σύγχρονη λαϊκή κουλτούρα είναι εμπορική, και παράγεται με σκοπό το κέρδος. Αλλά, αντανακλά επίσης λαϊκά όνειρα και φιλοδοξίες, αγώνες και δυσαρέσκεια και πρέπει, πράγματι, να το κάνει αν θέλει να ανοίξει τα πορτοφόλια του κοινού. Επιπρόσθετα, οι κουλτούρες είναι πάντα σε διαδικασία μετάβασης. Η ανατρεπτική υποκουλτούρα του χθες είναι η σημερινή εμπορική σαβούρα (pap) και η σημερινή σαβούρα (pap) μπορεί να γίνει η βάση για την αυριανή κουλτούρα της αντίστασης (βλ. Cowley, Frank, and Hebdige). Μέσα σε αυτό το μεταβαλλόμενο τοπίο, αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία, υποστηρίζει ο Hall, είναι το πώς αξιοποιεί κανείς την κουλτούρα, δηλαδή, οι πολιτικές χρήσεις στις οποίες η κουλτούρα, κάθε κουλτούρα, εγγράφεται. «Γι’ αυτό το λόγο», λέει κλείνοντας το κείμενο του, «και η λαϊκή κουλτούρα έχει σημασία. Διαφορετικά, για να σας πω την αλήθεια, δεν δίνω δεκάρα γι’ αυτή.»
«Θέλω να πω κάτι σχετικά με το «δημοφιλές» [2]. Ο όρος μπορεί να έχει πολλές διαφορετικές σημασίες: δεν είναι όλες χρήσιμες. Πάρτε την πιο συνηθισμένη – με βάση την κοινή λογική – σημασία της έννοιας (σ. εννοεί την έννοια του popular ως δημοφιλές): τα πράγματα που θεωρούνται «δημοφιλή» επειδή (μεγάλες) μάζες ανθρώπων τα ακούν, τα αγοράζουν, τα διαβάζουν, τα καταναλώνουν, και δείχνουν να τα απολαμβάνουν στο έπακρο. Αυτός είναι ο «αγοραίος» ή ο εμπορικός ορισμός του όρου: αυτός που κάνει τους σοσιαλιστές να βγάζουν σπυριά. Σχετίζεται σωστά με τη χειραγώγηση και την υποτίμηση της κουλτούρας του λαού. Κατά μία έννοια, είναι το ακριβώς αντίθετο του τρόπου που χρησιμοποιούσα εγώ τη λέξη νωρίτερα. Είμαι όμως επιφυλακτικός ως προς την πλήρη εγκατάλειψη του συγκεκριμένου περιεχομένου του όρου, όσο δυσάρεστο και αν είναι αυτό, για δύο λόγους.
Αρχικά, αν ισχύει ότι στον 20ο αιώνα, μεγάλες μάζες ανθρώπων πράγματι καταναλώνουν και απολαμβάνουν τα πολιτισμικά προϊόντα της μοντέρνας βιομηχανίας κουλτούρας, τότε προκύπτει ότι ένας πολύ σημαντικός αριθμός εργαζόμενων ανθρώπων αναγκαστικά περιλαμβάνεται στο κοινό αυτών των προϊόντων. Όμως, αν οι μορφές και οι σχέσεις, από τις οποίες εξαρτάται η συμμετοχή σε αυτού του είδους την εμπορική «κουλτούρα», χαρακτηρίζονται από χειραγώγηση και εκφυλισμό, τότε οι άνθρωποι που τις καταναλώνουν και τις απολαμβάνουν πρέπει είτε να είναι οι ίδιοι εκφυλισμένοι από τις δραστηριότητες αυτές είτε να ζουν σε μία μόνιμη κατάσταση «ψευδούς συνείδησης». Πρέπει να είναι τόσο «πολιτισμικά εθισμένοι» που δεν μπορούν να καταλάβουν πως αυτό που τους ταΐζουν είναι μία αναβαθμισμένη ανανεωμένη μορφή του όπιου του λαού. Αυτή η κριτική μπορεί να μας κάνει να νοιώθουμε σωστοί, τίμιοι και ικανοποιημένοι με τον εαυτό μας για τον τρόπο με τον οποίο καταγγείλαμε τους πράκτορες της μαζικής χειραγώγησης και εξαπάτησης – τις καπιταλιστικές βιομηχανίες κουλτούρας. Ωστόσο, δεν ξέρω αν αυτή είναι μία οπτική που μπορεί να επιβιώσει για πολύ ως μία ικανοποιητική αντίληψη των πολιτισμικών σχέσεων και ακόμα λιγότερο ως μία σοσιαλιστική οπτική της κουλτούρας και της φύσης της εργατικής τάξης. Εν τέλει, το να αντιμετωπίζει κανείς τον λαό ως μία αμιγώς παθητική, περιθωριακή δύναμη είναι μία βαθιά αντισοσιαλιστική οπτική.
Δεύτερον, λοιπόν: μπορούμε να παρακάμψουμε αυτό το πρόβλημα χωρίς να χάσουμε την αναπόφευκτη και απαραίτητη προσοχή στη διάσταση της χειραγώγησης που χαρακτηρίζει ένα μεγάλο κομμάτι της εμπορικής μαζικής κουλτούρας; Υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός στρατηγικών για να επιτύχουμε κάτι τέτοιο οι οποίες έχουν υιοθετηθεί από ριζοσπαστικούς κριτικούς και θεωρητικούς της λαϊκής κουλτούρας και οι οποίες, πιστεύω ότι είναι εξαιρετικά αμφίβολης αξίας. Μία είναι να αντιπαραθέσουμε σε αυτή [ΣτΜ: στη λαϊκή κουλτούρα], μία άλλη, συνολικά διαφορετική, «εναλλακτική» κουλτούρα – την αυθεντική «λαϊκή κουλτούρα», και να υποθέσουμε ότι η «αληθινή» εργατική τάξη (όποια και αν είναι αυτή) δεν παρασύρεται από τα εμπορικά υποκατάστατα. Αυτή είναι μία ηρωική εναλλακτική αλλά όχι και τόσο πειστική. Βασικά το πρόβλημα αυτής (της στρατηγικής) είναι ότι δεν δίνει τη δέουσα προσοχή στις ουσιώδεις σχέσεις της πολιτισμικής ισχύος (cultural power) – της κυριαρχίας και της καθυπόταξης – που είναι ένα δομικό χαρακτηριστικό των πολιτισμικών σχέσεων. Ισχυρίζομαι, αντιθέτως, πως δεν υπάρχει καμία πλήρης, αυθεντική, αυτόνομη «λαϊκή κουλτούρα» που να βρίσκεται έξω από το πεδίο της δυναμικής των σχέσεων της πολιτισμικής ισχύος (/power) και κυριαρχίας.
Κατά δεύτερον, (σ. η στρατηγική αυτή) υποτιμά τρομερά τη δύναμη της πολιτισμικής διείσδυσης (/cultural implantation). Αυτό είναι ένα δύσκολο σημείο να επισημανθεί, καθώς μόλις επισημανθεί, κινδυνεύουμε να κατηγορηθούμε ότι στηρίζουμε τη θέση της πολιτισμικής ενσωμάτωσης. Η μελέτη της μαζικής κουλτούρας συνεχίζει να μετεωρίζεται μεταξύ αυτών των δύο, μη ικανοποιητικών, πόλων: καθαρή «αυτονομία» και ολική ενσωμάτωση.
Βασικά, δεν πιστεύω πως είναι απαραίτητο ή σωστό να συμφωνήσουμε με κάποια από τις δύο αυτές προσεγγίσεις. Από τη στιγμή που οι συνηθισμένοι άνθρωποι δεν είναι «πολιτισμικά εθισμένοι», είναι απόλυτα ικανοί να αναγνωρίσουν τον τρόπο με τον οποίο οι πραγματικότητες της ζωής της εργατικής τάξης αναδιοργανώνονται, ανακατασκευάζονται και αναμορφώνονται από τον τρόπο με τον οποίο αναπαρίστανται ας πούμε, στο Coronation Street [3]. Οι βιομηχανίες κουλτούρας έχουν τη δύναμη να αναδιαμορφώνουν και να ανασχηματίζουν αυτό που αναπαριστούν, και, μέσω της επανάληψης και της επιλογής, να επιβάλλουν και να μας μπολιάζουν με εκείνες τις εικόνες για τον εαυτό μας που ταιριάζουν πιο εύκολα στις περιγραφές της κυρίαρχης ή της προτιμώμενης κουλτούρας. Αυτή άλλωστε είναι η σημασία της συγκέντρωσης της πολιτιστικής ισχύος -των μέσων παραγωγής κουλτούρας- στα χέρια λίγων. Αυτοί οι ορισμοί [σ. των εαυτών μας] δεν έχουν την δύναμη να ελέγξουν πλήρως τα μυαλά μας, δεν λειτουργούν επάνω μας σαν να ήμασταν κενές οθόνες. Αλλά επιδρούν και αναμορφώνουν τις εσωτερικές αντιφάσεις που προκύπτουν ανάμεσα στην αίσθηση και την αντίληψη των κυρίαρχων τάξεων · πράγματι βρίσκουν ή διαμορφώνουν ένα χώρο στον οποίο μπορεί, όποιος ανταποκριθεί θετικά, να αναγνωρίσει τον εαυτό του.
Η πολιτισμική κυριαρχία έχει πραγματικές επιδράσεις – ακόμα και αν αυτές δεν είναι παντοδύναμες ούτε τους συμπεριλαμβάνουν όλους. Το να ισχυριζόμασταν πως αυτές οι κατεστημένες μορφές δεν έχουν επιρροή, θα ισοδυναμούσε με το να ισχυριστούμε ότι η κουλτούρα των λαών μπορεί να υπάρχει σαν ξεχωριστός θύλακας, έξω από την κατανομή της πολιτισμικής εξουσίας και το συσχετισμό της πολιτισμικής δύναμης. Δεν το πιστεύω αυτό. Αντί αυτού, πιστεύω ότι υπάρχει μία συνεχής και αναγκαστικά άνιση πάλη από πλευράς της κυρίαρχης κουλτούρας, με στόχο την αποδιοργάνωση και αναδιοργάνωση της λαϊκής κουλτούρας προκειμένου να περικλείσει και να περιορίσει τους ορισμούς και τις φόρμες εντός ενός πιο αποδεκτού πλαισίου κυρίαρχων μορφών. Υπάρχουν στιγμές αντίστασης, υπάρχουν επίσης στιγμές εναλλαγής. Αυτή είναι η διαλεκτική της πολιτισμικής πάλης. Στην εποχή μας, η διαλεκτική αυτή συνεχίζεται αδιάκοπα μέσα από τις σύνθετες γραμμές της αντίστασης και της αποδοχής, της ανυπακοής και της συνθηκολόγησης, κάτι που κάνει το πεδίο της κουλτούρας ένα είδος διαρκούς πεδίου μάχης. Ένα πεδίο μάχης όπου δεν κατακτιούνται τελικές νίκες αλλά υπάρχουν πάντα στρατηγικές θέσεις να κερδηθούν ή να χαθούν.
Ο πρώτος ορισμός, λοιπόν, δεν είναι χρήσιμος για τους σκοπούς μας αλλά ίσως μας αναγκάσει να σκεφτούμε βαθύτερα τη συνθετότητα των πολιτισμικών σχέσεων, την πραγματικότητα της πολιτισμικής εξουσίας και τη φύση της πολιτισμικής διείσδυσης. Αν οι μορφές της παρεχόμενης εμπορικής μαζικής κουλτούρας δεν χαρακτηρίζονται αποκλειστικά από τη χειραγώγηση, τότε αυτό ισχύει επειδή – μαζί με τις ψευδείς εκκλήσεις, την περιορισμένη προοπτική, τις ασημαντότητες και τα βραχυκυκλώματα – υπάρχουν, ταυτόχρονα, στοιχεία αναγνώρισης και ταύτισης, κάτι που προσεγγίζει μια αναδημιουργία αναγνωρίσιμων εμπειριών και συμπεριφορών, και σε αυτό οι άνθρωποι ανταποκρίνονται. Ο κίνδυνος προκύπτει επειδή τείνουμε να προσεγγίζουμε τις πολιτισμικές μορφές ως ολότητες με συνεκτικό χαρακτήρα: είτε εντελώς διαβρωμένες είτε εντελώς αυθεντικές. Ενώ, αντίθετα, είναι βαθιά αντιφατικές – παίζουν με τις αντιφάσεις, ειδικά όταν λειτουργούν στο πεδίο του «λαϊκού». Η γλώσσα της Daily Mirror δεν είναι ούτε μία καθαρή κατασκευή «ιδιόλεκτου» («newspeak») της Fleet Street [4], ούτε είναι η γλώσσα που μιλάνε, στην πραγματικότητα, οι αναγνώστες που προέρχονται από την εργατική τάξη.
Είναι ένα εξαιρετικά σύνθετο είδος γλωσσικής σύνθεσης, στο οποίο η εκφυλισμένη βαρβαρότητα της μαζικής δημοσιογραφίας συνδυάζεται επιδέξια και διαπλέκεται με στοιχεία της αμεσότητας και της ζωηρής ιδιαιτερότητας της γλώσσας της εργατικής τάξης. Δεν μπορεί να τα καταφέρει χωρίς τη διατήρηση ορισμένων στοιχείων που σχετίζονται άμεσα με μια πραγματική γλώσσα – εν προκειμένω τη «λαϊκή». Δεν θα έφτανε και πολύ μακριά εκτός και αν ήταν σε θέση να μετασχηματίζει τα λαϊκά στοιχεία της γλώσσας σε ένα είδος τυποποιημένου και εξουδετερωμένου δημοτικού λαϊκισμού
Ο δεύτερος ορισμός του «λαϊκού» [5] μπορεί να γίνει δεκτός πιο εύκολα. Αυτός είναι ο περιγραφικός ορισμός. Λαϊκή κουλτούρα είναι όλα αυτά τα πράγματα που οι «οι λαοί» κάνουν ή έχουν κάνει. Αυτός είναι πιο κοντά σε έναν «ανθρωπολογικό» ορισμό του όρου: η κουλτούρα, τα ήθη, τα έθιμα και οι παραδόσεις του «λαού». Αυτό που ορίζει τον «ιδιαίτερο τρόπο ζωής του». Έχω δύο δυσκολίες και με αυτόν τον ορισμό.
Καταρχήν είμαι επιφυλακτικός απέναντί του ακριβώς επειδή είναι υπερβολικά περιγραφικός. Και το λέω κομψά. Βασικά, βασίζεται σε έναν κατάλογο που μεγαλώνει διαρκώς. Ουσιαστικά, οτιδήποτε έχουν κάνει ποτέ «οι λαοί» μπορεί να συμπεριλαμβάνεται σε αυτή τη λίστα. Το πρόβλημα είναι πώς θα ξεχωρίσει κανείς αυτή την ατελείωτη λίστα, με ένα μη περιγραφικό τρόπο, από ό,τι δεν είναι μαζική κουλτούρα .
Μα η δεύτερη δυσκολία είναι πιο σημαντική – και σχετίζεται με ένα σημείο που τέθηκε νωρίτερα. Δεν μπορούμε να συλλέξουμε σε μία κατηγορία όλα τα πράγματα που κάνουν «οι λαοί» χωρίς να παρατηρήσουμε ότι η πραγματική αναλυτική διάκριση προκύπτει, όχι από τη λίστα αυτή καθ’ εαυτή – μία αδρανής κατηγορία πραγμάτων και δραστηριοτήτων – αλλά από τη βασική αντίθεση : προέρχεται από τον λαό/δεν προέρχεται από τον λαό. Με αυτό ως δεδομένο, η δομική διάκριση της έννοιας του «λαϊκού», είναι οι εντάσεις και οι αντιθέσεις μεταξύ αυτού που ανήκει στο κεντρικό πεδίο της κυρίαρχης κουλτούρας ή κουλτούρας της ελίτ και της κουλτούρας της «περιφέρειας». Είναι αυτή η αντίθεση που συνεχώς δομεί το πεδίο της κουλτούρας στο «λαϊκό» και το «μη λαϊκό».
Αλλά δεν μπορούμε να κατασκευάσουμε αυτές τις αντιθέσεις με έναν αμιγώς περιγραφικό τρόπο. Καθώς, από περίοδο σε περίοδο, τα περιεχόμενα κάθε κατηγορίας αλλάζουν. Λαϊκές μορφές αποκτούν πολιτισμική αξία ανεβαίνουν στην πολιτισμική κλίμακα – και βρίσκονται στην αντίθετη πλευρά. Άλλα πράγματα παύουν να έχουν υψηλή πολιτισμική αξία, εντάσσονται στην κατηγορία του λαϊκού και μετασχηματίζονται κατά τη διάρκεια της διαδικασίας. Η δομική διάκριση δεν αποτελείται από τα περιεχόμενα κάθε κατηγορίας – τα οποία, επιμένω, θα αλλάξουν από περίοδο σε περίοδο. Αλλά αποτελείται από τις δυνάμεις και τις σχέσεις που διατηρούν τη διάκριση, τη διαφορά: χοντρικά, ανάμεσα σε αυτό που, σε οποιαδήποτε στιγμή, θεωρείται μορφή ή δραστηριότητα της κουλτούρας της ελίτ και σε αυτό που δεν εντάσσεται σε αυτή την κατηγορία. Αυτές οι κατηγορίες παραμένουν, ενώ τα περιεχόμενα αλλάζουν.
Επιπρόσθετα, ένα ολόκληρο σύνολο θεσμών και θεσμικών διαδικασιών απαιτούνται για τη διατήρηση της κάθε μιας από αυτές τις κατηγορίες – και για τη συνεχή υπενθύμιση της διαφοράς μεταξύ τους. Το σχολείο και το εκπαιδευτικό σύστημα είναι ένας τέτοιος θεσμός –ξεχωρίζει ο κομμάτι της κουλτούρας που έχει αξία, την πολιτισμική κληρονομιά, την ιστορία που θα πρέπει να διδάσκεται, από το κομμάτι «χωρίς αξία» . Ο λόγιος και ακαδημαϊκός μηχανισμός είναι ένας άλλος – ξεχωρίζει συγκεκριμένα είδη γνώσης που έχουν αξία από άλλα. Ο σημαντικός παράγοντας, επομένως, δεν είναι μία απλή περιγραφική καταγραφή – η οποία είχε ως αποτέλεσμα να ακινητοποιήσει τη μαζική κουλτούρα σε μία αιώνια μούχλα – αλλά οι σχέσεις εξουσίας που συνεχώς τονίζουν και διαχωρίζουν το πεδίο της κουλτούρας στις προτιμητέες και τις υπολειπόμενες κατηγορίες.
Έτσι συμβιβάζομαι με έναν τρίτο ορισμό του «λαϊκού» (‘popular’), παρόλο που είναι αρκετά άβολος. Αυτός αναφέρεται σε οποιαδήποτε συγκεκριμένη περίοδο και αναζητεί αυτές τις μορφές και δραστηριότητες που έχουν τις ρίζες τους στις κοινωνικές και υλικές συνθήκες συγκεκριμένων τάξεων, οι οποίες μετενσαρκώνονται σε λαϊκές παραδόσεις και πρακτικές. Υπό αυτή την έννοια, διατηρείται αυτό που έχει αξία στον περιγραφικό ορισμό. Αλλά (σ. ο τρίτος ορισμός) πάει ένα βήμα παραπέρα και επιμένει πως το ουσιαστικό στον ορισμό της λαϊκής κουλτούρας είναι οι σχέσεις που ορίζουν τη «λαϊκή κουλτούρα» σε μια διαρκή ένταση (σχέση επιρροής και ανταγωνισμού) με την κυρίαρχη κουλτούρα. Είναι μία αντίληψη της κουλτούρας που πολώνεται γύρω από αυτή την πολιτισμική διαλεκτική. Αντιμετωπίζει το πεδίο των πολιτισμικών μορφών και δραστηριοτήτων ως ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο πεδίο. Στη συνέχεια, εξετάζει τις σχέσεις που συνεχώς δομούν αυτό το πεδίο σε κυρίαρχους και υποτελείς σχηματισμούς. Εξετάζει τη διαδικασία μέσω της οποίας αυτές οι σχέσεις κυριαρχίας και καθυπόταξης αρθρώνονται. Τις αντιμετωπίζει ως διαδικασία: τη διαδικασία μέσω της οποίας κάποια πράγματα ενεργά ευνοούνται έτσι ώστε κάποια άλλα να μπορούν να περιθωριοποιηθούν. Έχει στο επίκεντρο του το μεταβαλλόμενο και άνισο συσχετισμό δυνάμεων που ορίζει το πεδίο της κουλτούρας – αυτό είναι η πολιτισμική πάλη και οι πολλές μορφές της. Το κυρίαρχο σημείο εστίασής του είναι η σχέση ανάμεσα στην κουλτούρα και τα ζητήματα της ηγεμονίας.
Αυτό που θα πρέπει να μας προβληματίσει, σε αυτόν τον ορισμό, δεν είναι το ερώτημα της «αυθεντικότητας» ή της οργανικής πληρότητας της μαζικής κουλτούρας. Βασικά, αναγνωρίζει πως σχεδόν όλες οι πολιτισμικές μορφές θα είναι αντιφατικές υπό αυτή την έννοια, αποτελούμενες από ανταγωνιστικά και ασταθή στοιχεία. Η σημασία μιας πολιτισμικής μορφής και ο χώρος της ή η θέση της στο πεδίο της κουλτούρας δεν είναι εγγεγραμμένα στη μορφή της. Ούτε είναι η θέση της σταθερή μια για πάντα. Το φετινό ριζοσπαστικό σύμβολο ή σύνθημα μπορεί να εξουδετερωθεί μετατρεπόμενο σε μόδα την επόμενη χρονιά · τον επόμενο χρόνο θα είναι το αντικείμενο μιας πρωτοφανούς πολιτισμικής νοσταλγίας. Ο σημερινός επαναστάτης τραγουδιστής παραδοσιακής μουσικής καταλήγει, αύριο, στο έγχρωμο εξώφυλλο του περιοδικού The Observer. Η σημασία του πολιτισμικού συμβόλου δίνεται εν μέρει από το κοινωνικό πεδίο στο οποίο ενσωματώνεται, και από τις πρακτικές με τις οποίες αρθρώνεται και τις οποίες απηχεί. Αυτό που έχει σημασία δεν είναι τα εγγενή ή ιστορικά σταθερά πολιτισμικά αντικείμενα, αλλά η επικρατούσα κατάσταση στις πολιτισμικές σχέσεις: για να το θέσω ωμά και σε μια υπεραπλουστευμένη μορφή – αυτό που μετράει είναι η ταξική πάλη εντός και επί της κουλτούρας.
Σχεδόν κάθε σταθερή καταγραφή θα μας προδώσει. Είναι το μυθιστόρημα (novel) μια «αστική» μορφή? Η απάντηση μπορεί να είναι μόνο ιστορικά συγκεκριμένη: Πότε? Ποια μυθιστορήματα? Από ποιόν? Υπό ποιες συνθήκες?
…
Αυτός [σ: ο τρίτος ορισμός] μας προσφέρει μία προειδοποίηση ενάντια σε αυτές τις κλειστές προσεγγίσεις της λαϊκής κουλτούρας οι οποίες εξυμνούν την παράδοση ως αυτοσκοπό και την αντιμετωπίζουν με έναν υπεριστορικό τρόπο, αναλύοντας τις μορφές της λαϊκής κουλτούρας σαν να περικλείουν εντός τους, από τη στιγμή της δημιουργίας τους, κάποια σταθερά και απαράλλακτα νοήματα ή αξίες. Η σχέση μεταξύ της ιστορικής θέσης και της αισθητικής αξίας είναι ένα σημαντικό και δύσκολο ερώτημα στη λαϊκή κουλτούρα. Αλλά η προσπάθεια να αναπτύξουμε κάποια καθολική λαϊκή αισθητική, θεμελιωμένη στη στιγμή της γέννησης των πολιτισμικών μορφών και πρακτικών, είναι, σχεδόν σίγουρα, βαθύτατα εσφαλμένη. Τι θα μπορούσε να είναι πιο εκλεκτικό και τυχαίο από τη συνάθροιση νεκρών συμβόλων και μικροπραγμάτων, που έχουμε ξεθάψει από την παλιά ντουλάπα, με τα οποία, νέοι άνθρωποι έχουν επιλέξει τώρα να στολίζονται; Αυτά τα σύμβολα και τα κομμάτια είναι θεμελιωδώς διφορούμενα. Μπορούμε να επικαλεστούμε χίλιους χαμένους πολιτισμικούς αγώνες μέσω αυτών. Κάθε λίγο και λιγάκι, ανάμεσα σε άλλα μπιχλιμπίδια, συναντούμε αυτό το σύμβολο το οποίο, πιο πολύ από κάθε άλλο, θα όφειλε να είναι σταθερό – παγιωμένο – στην πολιτισμική του σημασία για πάντα: τη σβάστικα. Και όμως αιωρείται, μερικώς – αλλά όχι τελείως – αποκομμένο από τη θεμελιώδη πολιτισμική αναφορά του στην ιστορία του 20ου αιώνα. Τι σημαίνει; Τι σηματοδοτεί; Η σημασία του είναι πλούσια, και τρομερά διφορούμενη, σίγουρα ασταθής. Αυτό το τρομακτικό σύμβολο ίσως ορίζει ένα εύρος σημασιών αλλά δεν εγγυάται ένα μοναδικό νόημα εντός του. Οι δρόμοι είναι γεμάτοι από παιδιά που δεν είναι «φασίστες» επειδή ίσως φορούν μία σβάστικα σε μια αλυσίδα. Από την άλλη, ίσως και να μπορούσαν να γίνουν . . . Το τι σηματοδοτεί αυτό το σύμβολο θα εξαρτηθεί, σε τελική ανάλυση, από τις πολιτικές της νεανικής κουλτούρας, και περισσότερο από την ισορροπία των δυνάμεων μεταξύ, ας πούμε του National Front[6] και του Anti-Nazi League[7], μεταξύ του White Rock[8] και του Two Tone Sound[9] και λιγότερο από τον εγγενή πολιτισμικό συμβολισμό του ίδιου του αντικειμένου.
Όχι μόνο δεν υπάρχει καμία εγγενής εγγύηση μέσα στο πολιτισμικό σύμβολο ή μορφή αυτή καθ’ εαυτή. Δεν υπάρχει καμία εγγύηση ούτε πως, επειδή κάποια στιγμή ήταν συνδεδεμένο με έναν συγκεκριμένο αγώνα, θα είναι για πάντα η ζωντανή έκφραση μίας τάξης: έτσι ώστε κάθε φορά που θα αναφέρεται, θα «μιλάει τη γλώσσα του σοσιαλισμού». Αν ορισμένες πολιτισμικές εκφράσεις συνδέονται με τον σοσιαλισμό, είναι επειδή έχουν συνδεθεί ως οι πρακτικές, οι μορφές και η οργάνωση ενός ζωντανού αγώνα, ο οποίος έχει καταφέρει να συσχετιστεί με αυτά τα σύμβολα και να τους δώσει ένα σοσιαλιστικό νόημα. Η κουλτούρα δεν είναι εξαρχής μόνιμα εγγεγραμμένη στις συνθήκες μιας τάξης, προτού ξεκινήσει ο αγώνας. Ο αγώνας συνίσταται στην επιτυχία ή αποτυχία της προσπάθειας να δοθεί «στην κουλτούρα» μία σοσιαλιστική σημασιοδότηση.
Ο όρος «λαϊκό» έχει πολύ σύνθετες σχέσεις με τον όρο «τάξη». Το γνωρίζουμε αυτό, αλλά συχνά τείνουμε να το ξεχνάμε. Μιλάμε για συγκεκριμένες μορφές κουλτούρας της εργατικής τάξης αλλά χρησιμοποιούμε έναν πιο συμπεριληπτικό όρο, τη «λαϊκή κουλτούρα» για να αναφερθούμε στο γενικότερο πεδίο που εξετάζουμε. Είναι απολύτως ξεκάθαρο πως ό,τι έχω πει δεν θα έβγαζε πολύ νόημα χωρίς αναφορά σε μια ταξική οπτική και στην ταξική πάλη. Αλλά είναι επίσης ξεκάθαρο πως δεν υπάρχει ευθεία συσχέτιση μεταξύ μιας τάξης και μιας συγκεκριμένης πολιτισμικής μορφής ή πρακτικής. Οι όροι «ταξικό» και «λαϊκό» (popular) είναι βαθιά συνδεδεμένοι αλλά δεν αποτελεί ο ένας απλά ένα συνώνυμο του άλλου. Ο λόγος για αυτό είναι προφανής. Δεν υπάρχουν συνολικά διαχωρίσιμες «κουλτούρες», παραδειγματικά συνδεδεμένες, με ιστορικά σταθερό τρόπο, με συγκεκριμένες «ολικές» τάξεις – παρόλο που υπάρχουν ξεκάθαρα διακριτοί και μεταβλητοί ταξικο-πολιτισμικοί σχηματισμοί. Οι ταξικές κουλτούρες τείνουν να διασταυρώνονται και να αλληλεπικαλύπτονται εντός του ίδιου πεδίου πάλης. Ο όρος «λαϊκό» υποδεικνύει αυτήν τη μετατοπισμένη σχέση της κουλτούρας με τις τάξεις. Για την ακρίβεια, αναφέρεται στη συμμαχία τάξεων και δυνάμεων που αποτελούν τις «λαϊκές τάξεις». Η κουλτούρα των καταπιεσμένων, των αποκλεισμένων τάξεων: αυτή είναι η περιοχή στην οποία ο όρος «λαϊκό» μας παραπέμπει. Και η αντίπαλη πλευρά σε αυτό – η πλευρά που κατέχει την πολιτισμική εξουσία ώστε να αποφασίζει τι της ανήκει και τι όχι – είναι, εξ ορισμού, όχι άλλη μία «ολική» τάξη, αλλά μία άλλη συμμαχία τάξεων, στρωμάτων και κοινωνικών δυνάμεων οι οποίες αποτελούν αυτό που δεν είναι «ο λαός» και οι «λαϊκές τάξεις» : η κουλτούρα του μπλοκ εξουσίας.
Ο λαός ενάντια στο μπλοκ-εξουσίας: αυτό, και όχι το «τάξη-εναντίον-τάξης», είναι η κεντρική γραμμή αντίθεσης γύρω από την οποία πολώνεται το πεδίο της κουλτούρας. Η λαϊκή κουλτούρα ειδικά οργανώνεται γύρω από αυτή την αντίθεση: οι λαϊκές δυνάμεις ενάντια στο μπλοκ-εξουσίας. Αυτό δίνει στο πεδίο της πολιτισμικής πάλης την δικιά του ιδιαιτερότητα. Αλλά ο όρος «λαϊκό» και ειδικά, το συλλογικό υποκείμενο στο οποίο αναφέρεται – «ο λαός» – είναι άκρως προβληματικός. Για παράδειγμα, καθίσταται προβληματικός από την ικανότητα της κυρίας Θάτσερ να προφέρει μία πρόταση όπως «πρέπει να περιορίσουμε τη δύναμη των συνδικάτων επειδή αυτό είναι που θέλει ο λαός». Αυτό μου υποδεικνύει πως, όπως δεν υπάρχει σταθερό περιεχόμενο στην κατηγορία της «λαϊκής κουλτούρας», έτσι δεν υπάρχει και σταθερό υποκείμενο για να συνδεθεί σε αυτό – «ο λαός». «Ο λαός» δεν είναι πάντα κάπου εκεί, εκεί που ήταν πάντα με την κουλτούρα του άθικτη, με τις ελευθερίες και τα ένστικτα του άθικτα, παλεύοντας ακόμα ενάντια στον ζυγό των Νορμανδών ή οτιδήποτε: λες και αν καταφέρουμε να τον «ανακαλύψουμε» και τον φέρουμε πάλι πίσω στο προσκήνιο, αυτός θα είναι πάντα στο σωστό, προκαθορισμένο μέρος και θα μπορεί να καταμετρηθεί. Η ικανότητα να συγκροτούμε (constitute) τάξεις και άτομα ως λαϊκή δύναμη – αυτή είναι η φύση της πολιτικής και πολιτισμικής πάλης: να μετατρέπει τις διχασμένες τάξεις και τους διαχωρισμένους ανθρώπους – διχασμένοι και διαχωρισμένοι με βάση την κουλτούρα όσο και άλλους παράγοντες – σε μία λαϊκή-δημοκρατική πολιτισμική δύναμη.
Μπορούμε να είμαστε σίγουροι πως άλλες δυνάμεις έχουν επίσης συμφέρον να ορίσουν το «λαό» σαν κάτι διαφορετικό: το «λαό» που χρειάζεται να πειθαρχηθεί περισσότερο, να εξουσιάζεται καλύτερα, να αστυνομεύεται πιο αποτελεσματικά, του οποίου η ζωή πρέπει να προστατεύεται από «ξένες κουλτούρες» και ούτω καθεξής. Υπάρχει ένα μέρος και των δύο αυτών εναλλακτικών μέσα στον καθένα μας. Μερικές φορές μπορεί να αποτελούμε μία δύναμη ενάντια στο μπλοκ εξουσίας: αυτό είναι το ιστορικό περιθώριο εντός του οποίου είναι δυνατό να κατασκευάσουμε μία κουλτούρα που να είναι αυθεντικά λαϊκή. Αλλά, στην κοινωνία μας, αν δεν συγκροτούμαστε κατ’ αυτό τον τρόπο, θα αποτελούμε το αντίθετό του: μία ουσιαστικά λαϊκιστική δύναμη που θα υποτάσσεται μπροστά στην εξουσία. Η λαϊκή κουλτούρα είναι ένα από αυτά τα πεδία όπου η πάλη για και ενάντια στην κουλτούρα των ισχυρών διεξάγεται · είναι επίσης το διακύβευμα που μένει να κερδηθεί ή να χαθεί μέσα σε αυτή την πάλη. Είναι η αρένα της συναίνεσης και της αντίστασης. Είναι εν μέρει το σημείο όπου ανακύπτει η ηγεμονία και εκεί όπου διαφυλάσσεται. Δεν είναι μία σφαίρα όπου διεξάγεται η πάλη και ο σοσιαλισμός, μία σοσιαλιστική κουλτούρα – ήδη πλήρως σχηματισμένη – μπορεί απλά να «εκφραστεί». Αλλά είναι ένα από αυτά τα πεδία όπου ο σοσιαλισμός ίσως μπορεί να συγκροτηθεί. Για αυτό η «λαϊκή κουλτούρα» έχει σημασία. Διαφορετικά, για να σας πω την αλήθεια, δεν δίνω δεκάρα γι’ αυτή.
Stuart Hall, “Notes on Deconstructing ‘The Popular’”, People’s History and Socialist Theory, Raphael Samuel (ed.), London: Kegan Paul-Routledge, 1981, pp.231-5, 237-9
Σημειώσεις:
[1] Το Centre for Contemporary Cultural Studies (CCCS) ήταν ερευνητικό κέντρο στο Πανεπιστήμιο του Birmingham, που λειτουργούσε από το 1964 μέχρι το 2002. Ο Stuart Hall διετέλεσε διευθυντής του κέντρου από το 1968 μέχρι το 1979.
[2] Ο Hall σε όλο το κείμενο χρησιμοποιεί τον όρο popular και κάνει εναλλαγές ανάμεσα στις πιο συνηθισμένες χρήσεις του, λαϊκό και δημοφιλές.
[3] Η μακροβιότερη σειρά στην Βρετανική τηλεόραση. Προβάλλεται από το 1960, μετράει σχεδόν 10.000 επεισόδια και πραγματεύεται τις ζωές των ανθρώπων της εργατικής τάξης σε μία φανταστική πόλη, το Weatherfield.
[4] Μετωνυμικά αναφέρεται έτσι ο Βρετανικός τύπος εθνικής εμβέλειας. Ο Hall εδώ εννοεί ότι δεν είναι κάτι που επινόησαν οι δημοσιογράφοι.
[5] Το popular εδώ χρησιμοποιείται ως λαϊκό, και όχι δημοφιλές.
[6] Φασιστικό πολιτικό κόμμα στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ιδρύθηκε το 1967 και δραστηριοποιήθηκε έντονα στα μέσα της δεκαετίας του ‘70.
[7] Αντιφασιστική οργάνωση που ιδρύθηκε το 1977 με πρωτοβουλία του Socialist Workers Party (SWP).
[8] Μουσικό ρεύμα που εμφανίστηκε στα τέλη της δεκαετίας του ‘70 στην Αγγλία. Αποτελούνταν από punk μπάντες με εθνικιστικούς στίχους, που οικειοποιούνταν την υποκουλτούρα των skinheads και ήταν συνδεδεμένες με το National Front.
[9] Μουσικό ρεύμα της ska που εμφανίστηκε στα τέλη της δεκαετίας του ‘70 στην Αγγλία και συνδύαζε τη ska με punk και new wave επιρροές. Συνδέθηκε με το αντιρατσιστικό κίνημα.