«Νομίζεις ότι υπάρχει πιθανότητα οι γυναίκες να απολαμβάνουν περισσότερο σεβασμό στην Αμερική;»
«Άκουσε με, θυγατέρα. Ανεξαρτήτως του πόσο μακριά από την Παλαιστίνη θα πας, η γυναίκα θα είναι πάντα γυναίκα.»
Με αυτά τα λόγια απαντά στην έφηβη Ισρά η μητέρα της, λίγο πριν τη βάλει σε ένα αεροπλάνο και τη στείλει στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, σε έναν γάμο από συνοικέσιο με έναν άντρα που γνωρίζει ελάχιστα, τοποθετώντας έτσι και αυτή τον δικό της κρίκο στην αλυσίδα δυστυχίας, καταπίεσης και ανελευθερίας, που ενώνει όλες τις γυναίκες του αραβικού – και όχι μόνο – κόσμου.
Στο πολυσυζητημένο στην Αμερική και best-seller των New York Times, μυθιστόρημα της Etaf Rum, «Μια Γυναίκα Δεν Είναι Άνθρωπος», που κυκλοφόρησε πρόσφατα στη χώρα μας από τις εκδόσεις Ιβίσκος σε μετάφραση Τέσυς Μπάιλα, παρακολουθούμε τρεις γενιές Παλαιστίνιων γυναικών να διαδέχονται η μία την άλλη, τρεις επάλληλες πορείες ζωής να διαπλέκονται μεταξύ τους: στην Παλαιστίνη του 1990, η Ισρά, καθώς ετοιμάζεται να φύγει από την πατρίδα της για την Αμερική, βλέπει σε αυτήν έναν τόπο απελευθέρωσης από τον ζυγό της πατριαρχικής της οικογένειας, από τον σατράπη πατέρα και την αυταρχική μητέρα της, βλέπει στη νέα οικογένεια που θα δημιουργήσει τον τρόπο να βρει την πολυπόθητη αγάπη και ευτυχία που ποτέ δεν γνώρισε στα παιδικά της χρόνια. 18 χρόνια αργότερα, στην παλαιστινιακή κοινότητα του Μπρούκλιν, η κόρη της, Ντεγιά, ενηλικιώνεται και βρίσκεται πλέον και η ίδια σε ηλικία γάμου, νιώθει όμως εγκλωβισμένη ανάμεσα σε δύο κουλτούρες, καμία εκ των οποίων δεν την αντιπροσωπεύει, δεν είναι ούτε Αμερικανίδα ούτε Αραβίδα, αισθάνεται πως δεν ανήκει πουθενά.
Συνδετικός κρίκος ανάμεσα στις δυό τους, η Φαρίντα, πεθερά της Ισρά και γιαγιά της Ντεγιά, ο πιο «γκρίζος» χαρακτήρας του βιβλίου, καταπιεστική, ανάλγητη και –φαινομενικά – άκαρδη, διαιωνίζει με τις πράξεις της τα μοτίβα συμπεριφοράς που συνεχίζουν να κρατούν τις γυναίκες δέσμιες των ηθών της κουλτούρας τους, όμως ανεβαίνει και η ίδια τον προσωπικό της Γολγοθά και κουβαλά τα δικά της ανεπούλωτα τραύματα οικογενειακής βίας, μοιραίων επιλογών και επώδυνων ερινυών.
Στο ντεμπούτο της, που έγραψε μόλις στα 30 της χρόνια, η Αμερικανίδα – Παλαιστίνια Etaf Rum αντλεί από τα προσωπικά της βιώματα, καθώς και η ίδια μεγάλωσε στην παλαιστινιακή κοινότητα του Μπρούκλιν, βρέθηκε παντρεμένη σε γάμο από προξενιό στα 19 της και με δύο παιδιά μέχρι την ηλικία των 23, κατόρθωσε όμως να αψηφήσει τις κοινωνικές επιταγές της οικογένειας και της κουλτούρας της, να σπουδάσει στο πανεπιστήμιο, και εν τέλει να αφήσει τον σύζυγό της, να πάρει διαζύγιο και να βρει την ελευθερία της. Με τον ελλοχεύοντα κίνδυνο η μαρτυρία της να εκληφθεί ως προδοσία προς την κοινότητά της και ως διαιώνιση των στερεοτύπων για τη μουσουλμανική θρησκεία και οικογένεια, η Rum σπάει τον κύκλο σιωπής και, με ατόφια και εκκωφαντικά ειλικρινή φωνή, μιλά για την καθημερινότητα στις αραβικές οικογένειες, για τον προκατασκευασμένο έμφυλο ρόλο των γυναικών, η ζωή των οποίων περιστρέφεται αποκλειστικά γύρω από το νοικοκυριό και την τυφλή υποταγή στις ανδρικές επιθυμίες, για τους κατά συρροήν βιασμούς που λαμβάνουν χώρα ενδοσυζυγικά, αλλά και για τη φρίκη της ενδοοικογενειακής βίας και της κουλτούρας ενοχοποίησης του θύματος και αποσιώπησής της, ιδίως εντός των κόλπων μιας συνεκτικής κοινότητας.
Η Rum καταγράφει την εμπειρία της μετανάστευσης και της προσφυγιάς, από τον τρόμο της ισραηλινής κατοχής στην Παλαιστίνη, της καθημερινότητας των οδοφραγμάτων, του περιορισμού μετακινήσεων και του αδιάκοπου φόβου για τη ζωή, μέχρι την άφιξη στη «Χώρα της Ελευθερίας» και τη συνεχή προσπάθεια προσαρμογής στις συνήθειες, τα ήθη και τον πολιτισμό του δυτικού κόσμου: άμα τη αφίξει της στο Μπρούκλιν, η Ισρά προτρέπεται από τη Φαρίντα να αφαιρέσει το χιτζάμπ, όχι όμως ως πράξη χειραφέτησης αλλά κοινωνικής προσαρμογής. Οι μουσουλμάνες γυναίκες καλούνται διαρκώς να μην ξεχωρίζουν από τη δυτικοποιημένη μάζα, να μην γίνουν παρίες, αλλά ταυτόχρονα ούτε και «Αμερικανίδες», να μην ντροπιάσουν την κοινότητά τους, να μη θίξουν την τιμή και την υπόληψη της οικογένειάς τους.
Οι χαρακτήρες αναπτύσσονται από τη συγγραφέα όχι με μανιχαϊστική λογική, ούτε με την επιθυμία να εκτοξεύσει μήνιν, δεν είναι εγγενώς κακοί, αλλά οι ίδιοι θύματα της κουλτούρας στην οποία μεγάλωσαν: η Rum καταδεικνυέι με οξυδέρκεια τους τρόπους που η πατριαρχία καταπιέζει και τα δύο φύλα και γαλουχεί το πρότυπο του άνδρα στυλοβάτη, του Παρόχου της οικογένειας, που δουλεύει μερόνυχτα παραμερίζοντας τις δικές του επιθυμίες και όνειρα. Μόνα της φαόυλ, σε πολιτικό επίπεδο η, ενίοτε υπέρ του δέοντος, παροχή άλλοθι στην ανδρική πατριαρχική βία, και σε λογοτεχνικό επίπεδο, η συχνή επαναληπτικότητα και ο διδακτισμός στον λόγο των χαρακτήρων, κάτι που αποτελει βέβαια ίδιον των πρωτόλειων έργων συγγραφέων που επιθυμούν να θίξουν κοινωνικοπολιτικά ζητήματα.
Τέλος, και ίσως προεχόντως, το «Μια Γυναίκα Δεν Είναι Ανθρωπος» αποτελεί ερωτικό γράμμα στην ίδια τη λογοτεχνία, στην τέχνη της γραφής και στην αφήγηση ιστοριών: η Ισρά και η Ντεγιά προσπαθούν να αποδράσουν και να ανακτήσουν τον απωλεσθέντα έλεγχο πάνω στη ζωή και στις επιλογές τους διαβάζοντας, χάνοντας τους εαυτούς τους στις απειράριθμες πιθανές εκβάσεις που χαρίζει η μυθοπλασία, ώστε να ξεχάσουν τη δική τους προδιαγεγραμμένη πορεία. Σαν τη Σεχραζάντ στις «Χίλιες και Μία Νύχτες», το αγαπημένο βιβλίο της Ισρά, οι γυναίκες εδώ αφηγούνται ιστορίες για να σώσουν κυριολεκτικά τη ζωή τους, ως τελευταίο απάγκιο σε έναν κόσμο που δεν τις υπολογίζει καν ως ανθρώπους. Και αυτό είναι που η Rum προτρέπει κάθε γυναίκα στην κοινότητά της, κάθε γυναίκα στον κόσμο να κάνει, να μην σιωπήσει, να βρει τη δική της φωνή και να αφηγηθεί την ιστορία της. Γιατί «χρειάζονταν περισσότερες από μία γυναίκες για να γίνουν διαφορετικά τα πράγματα. Χρειαζόταν ένας όλοκληρος κόσμος από δαύτες».