Γράφει η Αθανασία Πουρσαλίδη
Μία σκληρή ανθρώπινη ιστορία επιβίωσης με έντονα στοιχεία νατουραλισμού μεταφέρεται σε μια μάντρα ανακύκλωσης σε σκηνοθεσία του Βασίλη Μπισμπίκη (Πατέρας, Δεσποινίς Τζούλια, Άρης)… Αυτή η ιστορία δεν είναι άλλη από το μυθιστόρημα του Τζον Στάινμπεκ “Άνθρωποι και ποντίκια” που εκτός του μηνύματος για την συνεχή προσπάθεια του ατόμου για ζωή, προσπαθεί να μεταλαμπαδεύσει στους αναγνώστες του, την σπουδαία σημασία της αλληλεγγύης και της εξάλειψης του ρατσισμού που μαστίζει την κοινωνία του 21ου αιώνα. Μιλάμε για μία θεατρική παράσταση που όχι μόνο κατάφερε να αντέξει στην πανδημία αλλά συνέχισε και την sold out πορεία της, βέβαια το άνοιγμα των θεάτρων δεν κράτησε για πολύ…
Το βιβλίο του Στάινμπεκ ή αλλιώς το αποκαλούμενο από πολλούς το έργο της “μοναξιάς” -αλλά ταυτόχρονα και της ελπίδας- εξιστορεί την περιπέτεια δύο φίλων: του Τζώρτζ και του Λένι. Πιο συγκεκριμένα, αυτοί οι δύο άνδρες προσπαθούν να επιβιώσουν στην Αμερική του μεσοπολέμου, του κραχ, αντιμετωπίζοντας ολοένα και περισσότερα εμπόδια στον δρόμο τους… Ο Λένι αν και πνευματικά καθυστερημένος, δεν το βάζει κάτω, αλλά δείχνει την πνευματική και την σωματική του δύναμη βοηθώντας τον φίλο και συνοδοιπόρο του στις δουλειές που αναλαμβάνουν από εδώ κι από εκεί… Εν τέλει βρίσκουν μόνιμη εργασία σε ένα ράντσο στην κοιλάδα της Σαλίνας και ο Λένι ονειρεύεται πλέον το δικό τους σπίτι. Δυστυχώς όμως η τύχη δεν είναι με το μέρος τους για ακόμα μία φορά!
Όσον αφορά την θεατρική παράσταση, το μόνο σίγουρο είναι ότι η τεράστια συνεισφορά των ηθοποιών και το ταλέντο τους χαρίζουν στους θεατές ένα συγκλονιστικό δίωρο συναισθημάτων που θα τους βάλει να ενστερνιστούν βαθύτερα τα νοσογόνα για την κοινωνία φαινόμενα, όπως ο ρατσισμός αλλά και να σκεφτούν… Με αυτόν τον τρόπο, αυτός ο ωμός ρεαλισμός που “ενοχλεί” τους περισσότερους από εμάς, “ζωντανεύει” το έργο του Στάινμπεκ, δηλαδή τον αγώνα δύο μεταναστών που στην παράσταση ξεκινάει από την νέα δουλειά που βρίσκουν σε μία αποθήκη. Ο πρωταγωνιστής, Βασίλης Μπισμπίκης υποδύεται τον Βασίλη και ο Δημήτρης Δρόσος (Kόκκινο ποτάμι, Mατωμένος γάμος, Mικρό έγκλημα) τον Λένο, ο οποίος πάσχει από διανοητική στέρηση.
H αληθοφάνεια που επιθυμεί και επιτυγχάνει ο σκηνοθέτης εκθέτει εξ ολοκλήρου τις προβληματικές ανθρώπινες σχέσεις και συμπεριφορές. Ακόμα βρίσκει συνεχώς απροετοίμαστο τον θεατή, ο οποίος δεν μπορεί να προβλέψει σε καμία περίπτωση το τέλος… Η σκηνή του φινάλε είναι ανατριχιαστική και ακόμα περισσότερο συγκινητική σε συνδυασμό με τον ήχο του Μητροπάνου να παίζει από τα ηχεία.
Πολλοί θεατές ίσως έρθουν στα όρια τους με τις κινήσεις και το “ιδιαίτερο” λεξιλόγιο που χρησιμοποιούν, αλλά κρίνεται αναγκαίο σε πολλές σκηνές του θεατρικού ώστε να μεταφέρει το απαιτούμενο ύφος. Το βιβλίο ξεχωρίζει, μαγεύει, ιντριγκάρει αλλά δεν ακολουθεί το λεξικολογικό μοτίβο που έχει επιλέξει ο σκηνοθέτης του θεατρικού. Παρόλα αυτά και το βιβλίο και η παράσταση δίνουν έμφαση στην έννοια της αληθινής φιλίας και στις κοινωνικές ανισότητες που υπάρχουν μέσα από μία δραματική ιστορία με δυναμικό τέλος και αμέτρητες συγκινήσεις.
Συμπερασματικά , καταλήγουμε στο ότι σε αυτό το θεατρικό ο σκηνοθέτης καταφέρνει να πραγματοποιήσει το “όραμα” του και να “μεταφέρει” μέσα από τις ερμηνείες των πρωταγωνιστών αλλά και από το διασκευασμένο σενάριο όλη την παθογένεια της ελληνικής κοινωνίας στο μυαλό των θεατών. Ενώ, επιπλέον, κατάφερε να πάρει ένα αριστούργημα της σύγχρονης λογοτεχνίας και να το μετατρέψει σε μία εξίσου σύγχρονη και αξιόλογη θεατρική παράσταση με σκοπό την επαγρύπνηση και τον προβληματισμό των Ελλήνων του 21ου αιώνα… Όσο για το θέατρο γενικότερα, από τη στιγμή που ζει μέσα στην καρδιά της αγοράς, δεν μπορεί παρά να φέρει και στο δικό του σώμα τα εγκαύματα όλων αυτών των (μετ)αλλαγών. Ελπίζουμε όλοι σε μία σύντομη άρση των μέτρων για να συνεχίσει η τέχνη των τεράστιο σκοπό της σε αυτόν τον κόσμο…