Τι απογίνονται οι λαμπεροί πρωταγωνιστές όταν σβήσουν τα φώτα της δημοσιότητας; Η ταινία “Η Λεωφόρος της Δύσης” δίνει την δική της γλυκόπικρη απάντηση.
Η ταινία “Η Λεωφόρος της Δύσης” κυκλοφόρησε τον Αύγουστο του 1950 και θεωρείται μια από τις καλύτερες 100 αμερικανικές ταινίες όλων των εποχών. Στις 28/02/1951, η πρωταγωνίστρια Γκλόρια Σουάνσον κερδίζει Χρυσή σφαίρα για την ερμηνεία της στην ταινία και αυτό στάθηκε αφορμή για ένα μίνι αφιέρωμα.
Οι πρωταγωνιστές της ταινίας, Γκλόρια Σουάνσον και Γουίλιαμ Χόλντεν έμελλαν να μνημονεύονται γι αυτούς τους ρόλους μέχρι και σήμερα. Αμφότεροι δεν ήταν η πρώτη ή μάλλον ούτε καν τρίτη επιλογή των σεναριογράφων -παραγωγών και σκηνοθετών της ταινίας Μπίλι Γουάιλντερ και Τσαρλς Μπρέκετ.
Οι ρόλοι της ξεπεσμένης ηθοποιού του βωβού κινηματογράφου Νόρμαν Ντέσμοντ και του αποτυχημένου σεναριογράφου του Χόλιγουντ Τζόι Γκίλις απορρίφθηκαν από πολλούς και πολλές μέχρι να καταλήξουν στα χέρια τους.
Το στόρι της νουάρ ταινίας έφερνε κοντά δυο κόσμους οι οποίοι δεν θα είχαν συναντηθεί ποτέ, αν η τύχη ή η μοίρα, δεν τους ένωνε στον ίδιο πάτο της αποτυχίας. Η Νόρμα Ντέσμοντ υπήρξε μεγάλη ηθοποιός την εποχή του βωβού κινηματογράφου. Η καριέρα της άρχισε να φθίνει με την έλευση του ήχου στις ταινίες. Η μια αποτυχία ερχόταν πίσω από την άλλη. Απομακρύνθηκε από το Χόλυγουντ σε μια παραπαίουσα έπαυλη, χαμένη μέσα στις αναμνήσεις ενός ένδοξου παρελθόντος με μοναδική της συντροφιά τον μπάτλερ της και ελάχιστους επισκέπτες.
Χαμένη μέσα στο μυαλό της προσπαθούσε να ξεχάσει την μοναξιά της και τα αναπόφευκτα γηρατειά. Πρόσμενε, πάντα, πως οι παραγωγοί θα της τηλεφωνούσαν για ένα ρόλο ενώ παράλληλα έγραφε και η ίδια ένα σενάριο για την επιστροφή της με τον τίτλο “Σαλώμη”.
Ο Τζόε Γκίλις υπήρξε αρθρογράφος σε εφημερίδες αλλά η πραγματική του λόξα ήταν να γράφει σενάρια για το Χόλυγουντ. Με το τελευταίο του σενάριο να έχει απορριφθεί και με τα έξοδα να τρέχουν, βρέθηκε από την μια στιγμή στην άλλη στην πόρτα της σχεδόν σαλεμένης ηθοποιού Νόρμα, προσπαθώντας να διορθώσει το κακοφτιαγμένο σενάριο της “Σαλώμη”.
Σαν ένας άλλος μικρός Πιπ από το βιβλίο του Ντίκενς “Μεγάλες Προσδοκίες” βρίσκεται “παγιδευμένος” σε μια έπαυλη και στα περασμένα μεγαλεία της Νόρμα, η οποία σαν άλλη Μις Χάβισαμ περιμένει όχι την χαμένη της αγάπη αλλά την χαμένη της καριέρα να αναστηθεί.
Η ταινία σημείωσε τεράστια επιτυχία και απέσπασε εξαιρετικές κριτικές. Προτάθηκε για 11 Όσκαρ από τα οποία απέσπασε τα τρία ενώ έδωσε ώθηση και στην καριέρα της Γκλόριας Σουάνσον, η οποία όντως υπήρξε μεγάλο αστέρι του βωβού κινηματογράφου στα νιάτα της.
Οι δυο σεναριογράφοι Μπρέκετ και Γουάιλντερ προσπάθησαν πολύ να βρουν την πρωταγωνίστρια τους ανάμεσα στις πραγματικές παλιές σταρ του βωβού σινεμά. Από το μυαλό τους πέρασαν όλες οι τότε πρωταγωνίστριες: Πρότειναν το ρόλο στην “Αγαπημένη της Αμερικής” Μαίρη Πίκφορντ, η οποία τον απέρριψε όταν έμαθε πως η πρωταγωνίστρια θα ερωτευόταν έναν κατά πολύ νεότερο της άνδρα. Σχεδόν ικέτεψαν την Γκρέτα Γκάρμπο, η οποία αρνήθηκε να δείξει το πρόσωπο της στο φακό καθώς εκείνο είχε αρχίσει να γερνά. Τηλεφώνησαν στην Πόλα Νέγκρι για να διαπιστώσουν πως η πολωνική της προφορά ήταν ανυπόφορη για μια ομιλούσα ταινία που βασιζόταν στον διάλογο. Η Μέι Γουέστ θεωρήθηκε πολύ σέξι για να παίξει το ρόλο της Νόρμα.
Ο λόγος που ήθελαν τόσο πολύ μια ηθοποιό εκείνης της εποχής ήταν γιατί τόσο ο ρόλος, κατά την συγγραφή του, όσο και η ίδια η ταινία ήταν μια πικρή αφιέρωση σε όλους εκείνους τους ηθοποιούς, οι οποίοι αποσύρθηκαν σχεδόν “βιαίως” από την μεγάλη οθόνη εξαιτίας της προσθήκης του ήχου.
Όπως υπογραμμίζει και η ατάκα της Σουάνσον στην ταινία, ο ηθοποιός του βωβού βάσιζε όλη την υποκριτική του τέχνη στις κινήσεις του προσώπου και το σώματος του. Γινόταν όλος μια οθόνη. Μεγάλος όσο και η οθόνη. Με την έλευση του ήχου, οι ταινίες βασίστηκαν όλο και περισσότερο στο διάλογο και στον τρόπο εκφοράς του λόγου. Οι βαριές προφορές των παλιών ηθοποιών αλλά και τα accents των μεταναστών ηθοποιών δεν ηχούσαν καλά στα αυτιά των νεότερων θεατών. Οι εταιρίες άρχισαν να ψάχνουν νέα πρόσωπα με μια πιο κοινή αμερικάνικη προφορά των μεγαλοαστικών περιοχών και οι παλιοί έπρεπε να αποσυρθούν.
Την δεκαετία του ’50, οι περισσότεροι από αυτούς βρίσκονταν στην μέση ή στην τρίτη ηλικία τους. Οι πιο παλιοί είχαν πεθάνει πάμφτωχοι και σχεδόν ξεχασμένοι από όλους.
Αυτή την θλιβερή κατάληξη των μέχρι πρότινος λαμπερών σταρ ήθελαν να καταγράψουν οι δυο σεναριογράφοι και προσπάθησαν να την αποδώσουν στο τραγικό πρόσωπο της Νόρμα. Ήταν σημαντικό αυτό το πρόσωπο να ερμηνευτεί όντως από μια σταρ της περασμένης εποχής.
Όλη η ταινία στήθηκε περίτεχνα με σκοπό να δίνει την αίσθηση στον θεατή αυτής της πικρής αλήθειας η οποία ερχόταν κατά κύματα, μια που ο σινεφιλ θα αναγνώριζε ακόμα και στις μικρολεπτομέρειες του σκηνικού, κρυμμένες διασυνδέσεις με το κινηματογραφικό παρελθόν της Αμερικής.
Ο πιστός μπάτλερ της Νόρμα, Μαξ Βον Μάγιερλινγκ τόσο στην ταινία όσο και στην πραγματική ζωή υπήρξε σκηνοθέτης και ηθοποιός του βωβού κινηματογράφου. Στην ταινία ήταν εκείνος που είχε ανακαλύψει τη Νόρμα στην εφηβεία της και την ανέδειξε σε μεγάλο αστέρι του σινεμά. Παντρεύτηκαν, χώρισαν και αποφάσισε να μείνει δίπλα της και να την υπηρετεί, όταν άρχισε ο κατήφορος στην καριέρα της. Τόσο την αγαπούσε που της έγραφε ψεύτικα γράμματα θαυμαστών, ώστε να μην τη στεναχωρεί.
Στην πραγματική ζωή, ο Έριχ Φον Στροχάιμ , όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, ήταν υπεύθυνος για τον καλλιτεχνικό αλλά και οικονομικό όλεθρο που υπέστη η Γκλόρια Σουάνσον στην καριέρα της. Είκοσι χρόνια πριν και ενώ γύριζαν παρέα την ταινία “Queen Kelly” διαφώνησαν για οικονομικές διαφορές. Εκείνη, τότε ερωμένη του παραγωγού της ταινίας Τζόζεφ Πάτρικ Κέννεντι ( ναι, του πατέρα του Τζον Κέννεντι ) απέλυσε τον Στροχαιμ από το σετ.
Η συνύπαρξη τους μετά από τόσα χρόνια σε μια ταινία ήταν ιντριγκαδόρικη από μόνη της, πολλώ μάλλον όταν στην ίδια ταινία και για μικρά περάσματα ο θεατής έβλεπε τον εμβληματικό κωμικό ηθοποιό Μπάστερ Κίτον, το αντίπαλο δέος του τεράστιου Τσάρλι Τσάπλιν ή τον σκηνοθέτη των επιτυχιών Σεσίλ Ντε Μιλ… Θα ήταν παράλειψη να μην πούμε και για την ξακουστή φαρμακόγλωσσα του Χόλυγουντ Χέντα Χόπερ…
Ίσως ο Έλληνας αναγνώστης να μην μπορεί να αναγνωρίσει με ευκολία τα ονόματα αλλά σίγουρα μια ματιά σε αυτή την ταινία οφείλει να την ρίξει.
Η ταινία έχει ένα φρέσκο σενάριο με έξυπνους διαλόγους, οι οποίοι σε κάνουν να τσεκάρεις ξανά και ξανά πως πρόκειται για σενάριο του ’50.
Ο ξένος τίτλος της “Sunset Boulevard” παραπέμπει σε πραγματική λεωφόρο στο Χόλυγουντ όπου είχε χτιστεί το πρώτο κινηματογραφικό στούντιο της περιοχής με το όνομα “Nestor“. Στην ίδια λεωφόρο χτίστηκαν στη συνέχεια, στην αυγή του αμερικανικού κινηματογράφου, πολλά από τα στούντιο, ενώ παλιοί ηθοποιοί αγόρασαν σπίτια ώστε να μπορούν να βρίσκονται δίπλα στις εταιρίες.
Η έπαυλη της ταινίας παρότι δήλωνε διεύθυνση στην εν λόγω λεωφόρο, δεν ήταν εκεί αλλά σε ένα παλιό σκηνικό της Paramount.
Την δεκαετία του ’50, πολλοί από τους παλιούς ηθοποιούς συνέχιζαν να κατοικούν σε αυτή την λεωφόρο, η οποία παραδόξως θύμιζε πλέον και το δικό τους επαγγελματικό και προσωπικό ηλιοβασίλεμα…
Η τραγική ιστορία της Νόρμα Ντέσμοντ αποτυπώνει στην μεγάλη οθόνη το τέλος μιας εποχής του αμερικανικού κινηματογράφου που έχει χαθεί για πάντα όπως τα νιάτα και η δημοσιότητα των παλιών ηθοποιών.
Στις τελευταίες σκηνές βλέπουμε έναν άνθρωπο νικημένο από την πίκρα και την μοναξιά να “χάνεται” μέσα στις φαντασιώσεις του, οι οποίες δεν είναι άλλες από την ψευδαίσθηση πως βρίσκεται πάλι μπροστά από τον κινηματογραφικό φακό που τόσο αγάπησε και που τόσο πολύ τελικά προδόθηκε από τον ίδιο.