Σάγκι Μπέιν – Η εργατική τάξη της θατσερικής Γλασκώβης στο μικροσκόπιο

Μαριάννα Τσότρα Από Μαριάννα Τσότρα 9 Λεπτά Ανάγνωσης

Γλασκώβη, 1992: ο 16χρονος Σάγκι Μπέιν ζει μόνος του, νοικιάζει ένα δωμάτιο σε πανσιόν και βγάζει τα προς το ζην δουλεύοντας μερική απασχόληση σε σούπερ μάρκετ, ενόσω οι μέρες κυλούν, ίδιες και απαράλλαχτες. Γλασκώβη, 1981: η Άγκνες Μπέιν, μητέρα του Σάγκι, νυχοπατεί ανάμεσα στα απογεύματα χαρτοπαιξίας με τις φίλες της και στις κλεφτές γουλιές από το κρυμμένο μπουκάλι βότκα της. Η Άγκνες άφησε τον ομόθρησκό της, καθολικό πρώτο της σύζυγο και πατέρα των δύο παιδιών της για τον προτεστάνη Μπιγκ Σαγκ Μπέιν, τον αρρενωπό ταξιτζή με τις υποσχέσεις για ένα καλύτερο μέλλον. Μερικά χρόνια αργότερα, η Άγκνες μένει στο διαμέρισμα των γονιών της, μαζί με τα τρία, πλέον, παιδιά της και έναν σύζυγο που απιστεί και βιαιοπραγεί εναντίον της. Ο Μπιγκ Σαγκ της προτείνει να μετακομίσουν από το Σάιτχιλ και το σπίτι των γονιών της στις εργατικές κατοικίες του Πίτχεντ, σε ένα δικό τους σπίτι, όμως, άμα τη αφίξει τους, η Άγκνες συνειδητοποιεί ότι το αρχικό σχέδιό του ήταν να τους μετεγκαταστήσει εκεί, με σκοπό να τους αφήσει για την ερωμένη του. Από εκεί και έπειτα, η ζωή της Άγκνες θα μετατραπεί σε μια καταβύθιση στην καταστροφική πραγματικότητα του εθισμού, και αυτή του μικρού γιού της, του Χιου «Σάγκι» Μπέιν, σε έναν διαρκή αγώνα να κρατήσει τη μητέρα του στη ζωή.

Το ντεμπόυτο του Σκωτσέζου Douglas Stuart, που χρειάστηκε 10 χρόνια για να ολοκληρωθεί και 32 απορρίψεις προτού εκδοθεί, έγινε best-sellerμόλις κυκλοφόρησε και απέσπασε το βραβείο Booker το 2020. Το ημι-αυτοβιογραφικό αυτό βιβλίο, βασισμένο εν πολλοίς στην παιδική ηλικία του ίδιου του Stuart, που κυκλοφόρησε στη χώρα μας από τις εκδόσεις Μεταίχμιο σε μετάφραση Σταυρούλας Αργυροπούλου, είναι ένα σπαρακτικά διαυγές, νατουραλιστικό πορτρέτο του εθισμού και ταυτόχρονα μια τοιχογραφία της Σκωτίας στη δεκαετία του ’80 και της εργατικής τάξης της.

Η Άγκνες Μπέιν, η αληθινή πρωταγωνίστρια του βιβλίου αυτού, ήταν κάποτε μια λαμπερή, πανέμορφη γυναίκα, που χόρευε κάθε σαββατόβραδο, βαφόταν και έβγαινε με τις φίλες της, ήθελε «απλώς να διασκεδάσει λίγο», ήταν ανέμελη και ευτυχισμένη. Τώρα είναι 39 ετών, αλκοολική, και στο αβαθές ποτήρι της πνίγει τις διαψευσμένες προσδοκίες του μέλλοντός της, την οδύνη για τους άνδρες που την πλήγωσαν, την εκμεταλλεύτηκαν και τη χρησιμοποίησαν, τη μοναξιά της. Η Άγκνες αφήνει τον πρώτο σύζυγό της, το είδος του άνδρα που δεν εναποθέτει τον μισθό του στην παμπ, που γυρνά σπίτι σε εκείνη και τα παιδιά τους, για τον αλλόθρησκο Σαγκ Μπέιν, έναν άνδρα (φαινομενικά) γοητευτικό και μυστηριώδη, και για μια ζωή με περισσότερες υποσχέσεις δίχως τους περιορισμούς της τάξης της, μόνο για να αυτοδιαψευστεί και να βυθιστεί σε μια μιζέρια ακόμα πιο αβυσσώδη. Παρ’ όλα αυτά, η Άγκνες στέκει πάντοτε αγέρωχη, υπερήφανη και με το βλέμμα ψηλά, με τα πετρωμένα από τη λακ μαλλιά της, τα έντονα βαμμένα νύχια της και τις φανταχτερές, γεμάτες με πούλιες και στρας μπλούζες της,μια θεά, παραδομένη στη δυστυχία της και στο μονίμως γεμάτο ποτήρι της, μια τραγική φιγούρα, ένας από τους πιο μεστούς, πολυδιάστατους και καλογραμμένους γυναικείους χαρακτήρες που έχουμε διαβάσει.

Στο φόντο βρίσκεται η θατσερική Γλασκώβη, της ανεργίας, της φτώχειας, των ισχυρών συνδικάτων, της κοινωνικής αναταραχής, με τις μόνιμες διαμάχες μεταξύ καθολικών και προτεσταντών να μαίνονται, μια διαχρονική σύγκρουση με κοινωνικό-πολιτικές προεκτάσεις πολύ πέραν της θρησκείας. Μέσα από την ιστορία της Άγκνες και των παιδιών της, μα και ολάκερης της τοπικής κοινωνίας, ο Stuart ηθογραφεί τη σκωτσέζικη εργατική τάξη της δεκαετίας του ’80, των άνεργων ανθρακωρύχων, των ευκαιριακών εργασιών και των οικογενειών που συντηρούνται από τα πενιχρά προνοιακά επιδόματα, με τη σκληρότερη νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση στην ιστορία της Βρετανίας να αποστρέφει ανάλγητα το βλέμμα της.

Οι άντρες στο σύμπαν του βιβλίου είναι φτωχοί, άνεργοι ή μεροκαματιάρηδες βιοπαλαιστές, που αποπειρώνται να επανακτήσουν τον χαμένο ανδρισμό τους μέσω της βίαιης επιβολής στα γυναικεία κορμιά: η ενδοοικογενειακή βία, οι βιασμοί και οι σεξουαλικές επιθέσεις, εν γένει η κατάληψη του δημόσιου και ιδιωτικού χώρου από το ανδρικό φύλο, αποτελούν τη νόρμα και την πραγματικότητα των χαρακτήρων του βιβλίου. Στον αντίποδα, οι γυναίκες, πάντα στο περιθώριο, ήσυχες, αδρανείς και πληγωμένες, έχουν αποδεχθεί μια μοίρα δευτερευούσης σημασίας, έχουν αναγάγει την ανδρική ερωτική προσοχή και επιθυμία σε ύψιστο σκοπό, την ανοχή στη βία τους σε αναγκαίο κακό. Οι γυναίκες αυτές, παρ’ ότι ομοιοπαθείς της Άγκνες, όλες κάτοικοι ενός κόσμου φτιαγμένου αποκλειστικά για άνδρες, την περιφρονούν, την αντιμετωπίζουν με ζήλια και ανταγωνιστικότητα,με εσωτερικευμένο μισογυνισμό, σαν την «πουτάνα γριά μπεκρού» της διπλανής πόρτας, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να διαχωρίσουν εαυτόν από εκείνη και τη μοίρα της, παρά τη νομοτελειακά συγκλίνουσα πορεία τους.

Κεντρική θεματική του βιβλίου η έννοια της ταπείνωσης, των αλλεπάληλων ματαιώσεων και υποτιμήσεων που υφίστανται η Άγκνες και ο Σάγκι, από έναν σύζυγο και πατέρα αδιάφορο για εκείνους και την κατάληξή τους, από τους γείτονές τους, που τους οικτίρουν ή τους εκμεταλλεύονται εργαλειακά, από την ίδια τη (θατσερική) κοινωνία, που κλείνει επίμονα τα μάτια της μπροστά στην ανέχεια και τις κακουχίες του πιο αδύναμου μέρους της ραχοκοκαλιάς της.Εντούτοις, η Άγκνες αντιμετωπίζει τις προκλήσεις πεισματικά, με ένα μόνιμο, ανέλπιδο χαμόγελο ζωγραφισμένο στη μασέλα του στόματός της και στα βαμμένα με έντονο κραγιόν χείλη της.

Ο Σάγκι Μπέιν είναι, όμως, ταυτόχρονα και μια τρυφερή ιστορία ενηλικίωσης ενός ομοφυλόφιλου αγοριού και της ανακάλυψης της σεξουαλικότητάς του σε μια κοινωνία που αποβάλλει τη διαφορετικότητα, τη μασά και τη φτύνει, που χλευάζει και λοιδορεί όσους δεν ανταποκρίνονται στις κοινωνικές επιταγές του φύλου τους, τα αγόρια που παίζουν με κούκλες και πολύχρωμα πόνι, τα ευαίσθητα και θηλυπρεπή. Ο Σάγκι υφίσταται σχολικό εκφοβισμό, διαδοχικές ταπεινώσεις και βία, προσπαθεί να μάθει να βαδίζει αρρενωπά, σαν τα υπόλοιπα αγόρια, να έχει επαρκείς γνώσεις για το ποδόσφαιρο, να είναι ένα «φυσιολογικό» αγόρι, πάντοτε όμως επί ματαίω, σε έναν κόσμο macho και βαθιά ομοφοβικό.

Η πρόζα του Stuart είναι πυκνή, σφιχτοδεμένη, η γλώσσα ακροβατεί μεταξύ ωμότητας και λυρισμού, με συχνά ποιητικά ξεσπάσματα, οι περιγραφές του μουντού, βροχερού σκωτσέζικου τοπίου και των εργατικών συνοικιών του είναι εναργείς και παραστατικές, η αναπαράσταση της εποχής πιστή και ακριβής. Εντούτοις, πρέπει εδώ να υπομνησθεί ότι η ελληνική μετάφραση δεν κατορθώνει να αποδώσει το πνεύμα του συγγραφέα, καταλήγοντας συχνά σε παταγώδη λάθη, ιδίως σε επί λέξει μεταφράσεις φράσεων της βρετανικής και σκωτσέζικης αργκό, και, κατ’ επέκταση, σε ουσιώδη απομείωση της λογοτεχνικότητας του κειμένου. Η ίδια η ιστορία δεν χάνει ποτέ την αφηγηματική της ισχύ, όμως η αισθητική/λογοτεχνική απόλαυση θα ήταν σαφώς μεγαλύτερη αν το πρωτότυπο κείμενο είχε αποδοθεί πιο προσεγμένα και καλοδουλεμένα.

Παρ’ όλα αυτά, ο Σάγκι Μπέιν παραμένει ένα συνταρακτικό βιβλίο, για το αδηφάγο τέρας του εθισμού και τη διαβρωτική του επίδραση στη ζωή και τον ψυχισμό του εθισμένου, για τον εκφοβισμό και το μίσος απέναντι στο διαφορετικό, για την κοινωνική ολιγωρία απέναντι στις πάσης φύσεως παθογένειες ενός συστήματος που πλήττει τους λιγότερο ισχυρούς. Μα πάνω απ’ όλα, είναι ένα γράμμα αγάπης στη μητέρα, μια δήλωση αφοσίωσης του ίδιου του συγγραφέα και η ιστορία μιας αγάπης αγνής, ζωογόνας, παντοτινής και ανιδιοτελούς. Ο Σάγκι Μπέιν είναι ίσως το σημαντικότερο λογοτεχνικό ντεμπούτο που έχουμε διαβάσει τελευταία και μια βέβαιη υπόσχεση για το συγγραφικό μέλλον του δημιουργού του.

Μοιραστείτε το Άρθρο
Γεννήθηκε το 1994, μεγάλωσε ανάμεσα σε χαρτόδετα μυθιστορήματα και DVD από το συνοικιακό βιντεοκλάμπ – περί τα 10 κάθε Σαββατοκύριακο. Σπόυδασε Νομική, εξειδικεύθηκε στο Εργατικό Δίκαιο, αλλά η μεγάλη της αγάπη θα είναι πάντα ο Κιούμπρικ, ο Μπέργκμαν και ο Λυντς. Θα τη βρεις να αποπειράται ανέλπιδα να μειώσει τη λίστα με τα αδιάβαστά της.