Chav – Τραύματα από τα υπόγεια των μητροπόλεων

Μάνος Βασιλείου - Αρώνης Από Μάνος Βασιλείου - Αρώνης 7 Λεπτά Ανάγνωσης

Η γενιά μας έχει ζήσει ολόκληρη την ενήλικη ζωή της σε κατάσταση κρίσης. Για πολλά χρόνια μάθαμε να ζούμε εντός μίας οικονομικής κρίσης, στην οποία η γενιά του υπο-κατώτατου μισθού και της μετανάστευσης δεν μπορούσε να βρει διέξοδο. Τα τελευταία χρόνια, ο συνδυασμός της υγειονομικής κρίσης της πανδημίας με την πρόσφατη κρίση της ακρίβειας και το ξέσπασμα του πολέμου, δημιουργούν εκ νέου ένα αίσθημα αδιεξόδου στη νεολαία που έχει μάθει να θέτει χαμηλά τον πήχη των προσδοκιών της. Αυτή η ρευστή οικονομική – κοινωνική συνθήκη προκαλεί συχνότερα πλέον καταστάσεις ακραίας φτώχειας και κοινωνικής περιθωριοποίησης, απ’ ότι στο παρελθόν. Μία αποτύπωση αυτής της ζωής υπό συνθήκες ακραίας φτώχειας είναι η ιστορία του Ντ. Χάντερ, ο οποίος διηγείται στο βιβλίο του Chav: Αλληλεγγύη Από τα Υπόγεια την ταραχώδη ενηλικίωσή του στις κακόφημες περιοχές του Ηνωμένου Βασιλείου, εκεί όπου για χρόνια ζούσε εκτός νόμου, ωθούμενος στην παιδική πορνεία και εξαρτημένος από τα ναρκωτικά. Με τα λόγια του ίδιου:

«ήμασταν παιδιά γεμάτα οργή, ρεμάλια, που μάλλον δεν θα ήθελες να τα καλέσεις στο σπίτι σου να τα γνωρίσουν οι γονείς σου»

               Πρόκειται για έναν φτωχοδιάβολο της εποχής μας ή αλλιώς έναν chav, όπως αποκαλεί τον εαυτό του. Στο Ηνωμένο Βασίλειο ο όρος chav χρησιμοποιείται υποτιμητικά (ρεμάλι, κατακάθι), στιγματίζοντας την κοινωνικά περιθωριοποιημένη νεολαία με ροπή στη βία και την παραβατικότητα. Σαν ένας chav ανατράφηκε ο Χάντερ, έτσι έμαθε να ζει κατά το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του και παρόλο που πλέον δεν ζει στην ίδια κατάσταση, δεν αποποιείται το παρελθόν του, αφού εκεί εντοπίζει τις ρίζες του, την γέννηση της ταξικής του συνείδησης. Από την άλλη βέβαια η διήγηση της παιδικής του ηλικίας δεν είναι καθόλου εύπεπτη. Από πολύ μικρή ηλικία ανατράφηκε σε συνθήκες σκληρής κοινωνικής περιθωριοποίησης, βίας και μικρο-εγκληματικότητας με σκοπό την επιβίωση στα «υπόγεια» των κακόφημων συνοικιών:

«Μάθαμε να δουλεύουμε για εμάς -όχι για τα αφεντικά ή το κράτος. Θα εξασφαλίζαμε το φαγητό στο πιάτο μας και τη στέγη πάνω απ’ το κεφάλι μας με τον δικό μας τρόπο. Αυτός ο «δικός μας τρόπος» περιλάμβανε το να κλέβουμε νταλίκες στον αυτοκινητόδρομο Μ62, να σκοτώνουμε και να κλέβουμε ζώα απ’ τις μεγάλες βιομηχανικές φάρμες στα περίχωρα του Λάνκασαϊρ και του Γιόρκσαϊρ, να οργανώνουμε αγώνες πυγμαχίας δρόμου και κυνομαχίας και άλλα τέτοια. […] Εφτά χρονών μου έδειξαν πώς να κρατάω τσίλιες για μία ληστεία, ενώ μετά από λίγα χρόνια μου μάθανε τα ξαδέλφια μου και πώς να κλέβω αμάξια»

Ο ίδιος βέβαια δεν διάλεξε αυτό τον τρόπο ζωής. Στην πραγματικότητα ήταν πάντοτε το θύμα της υπόθεσης και όχι ο θύτης, ένας Όλιβερ Τουίστ χωρίς ωραιοποιήσεις, ένα νέο παιδί που ωθήθηκε στη φτώχεια, την εγκληματικότητα, την πορνεία και τα ναρκωτικά από ένα κοινωνικό σύστημα που δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ για την ανατροφή του, ούτε καν για την ίδια τη ζωή του. Ο Χάντερ πλέον αντλεί δύναμη και περηφάνεια από το παρελθόν του, όχι για τις πράξεις του (κάποιες από τις οποίες αποσιωπά μέχρι και σήμερα, για ευνόητους λόγους), αλλά για εκείνα τα αντανακλαστικά φροντίδας και αλληλεγγύης που ανέπτυξε με τους «δικούς του» ανθρώπους, τους οποίους θεωρεί «ιδανικούς επαναστάτες». Σε ένα από τα τελευταία κεφάλαια μιλά για αυτούς με τρυφερότητα και νοσταλγία, με έναν τρόπο που θυμίζει σε εμάς την ποίηση της Κατερίνας Γώγου:

«Οι δικοί μου άνθρωποι ξέρουν και να φροντίζουν μα και να πολεμούν. Κουβαλούν μέσα τους και σκληρότητα και τρυφερότητα, τους εκμεταλλεύονται και τους παραπετάνε, τους απορρίπτουν σαν απολίτιστα στουρνάρια και σαν κατακάθια που παρασιτούν με επιδόματα∙ κάνουν τους καλούς φιλελεύθερους πολίτες να απομακρύνονται αηδιασμένοι και αποτελούν τα κατεξοχήν εξεγερμένα υποκείμενα της νεοφιλελεύθερης κοινωνίας. Έτσι και κάποιος πλήγωνε αυτούς που αγαπάνε, θα έτρωγε ροπαλιά στο κεφάλι απ’ τον καθέναν απ’ αυτούς»

Η αυτοβιογραφική διήγηση του Χάντερ είναι πολύτιμη, ακόμα κι αν η πλειοψηφία των αναγνωστών δεν μπορεί να ταυτιστεί με τα βιώματά του. Παρόμοια βιώματα σπάνια καταγράφονται, καθώς συνήθως καταχωνιάζονται μαζί με τους ανθρώπους σε κελιά και στον εξευγενισμένο λόγο καταδικαστικών αποφάσεων ποινικών δικαστηρίων. Ο Χάντερ προέρχεται από ένα περιβάλλον απόλυτης κοινωνικής περιθωριοποίησης, χωρίς ορατή διέξοδο. Ο μόνος λόγος που κατάφερε να διηγηθεί την ιστορία του είναι επειδή δεν το έβαλε κάτω και παρά τον κοινωνικό του στιγματισμό ως «chav», φυλακισμένος τότε ακόμα σε ένα κελί, αποφάσισε να πάρει τη ζωή του στα χέρια του, να αποτοξινωθεί και να εστιάσει στη μόρφωσή του, με αποτέλεσμα τελικά να μπει στο πανεπιστήμιο, προκειμένου να αποδείξει στον εαυτό του και στην κοινωνία ότι δεν ήταν λιγότερο έξυπνος από τους προνομιούχους συμφοιτητές του. Αν δεν είχε το σθένος να κάνει αυτή την προσπάθεια ίσως και η δική του μαρτυρία να χανόταν στη λήθη.

Εύστοχα σχολιάζει στο επίμετρο του βιβλίου ο συγγραφέας Αλμπέρτο Προυνέτι ότι «ίσως κι εμείς πρέπει να αναρωτηθούμε γιατί τα αριστερά έντυπα είναι γεμάτα από διδακτορικούς ερευνητές και άδεια από ανθρώπους της εργατικής τάξης […] Όποιος είναι θύμα της καταπίεσης, πρέπει να είναι πρωταγωνιστής των αγώνων του». Ο Χάντερ από την μεριά του συμμετέχει στα κινήματα, ενώ έχει περάσει από οργανώσεις της Αριστεράς και του αντιεξουσιαστικού χώρου, στις οποίες ως επί το πλείστον δεν βρήκε εκείνο τον συμπεριληπτικό τόπο που αναζητούσε. Απ’ τη δική του σκοπιά ασκεί έντονη κριτική σε οργανώσεις του κινήματος, παραμένοντας όμως πεισμένος ότι πρέπει να ανατραπεί το καπιταλιστικό σύστημα που καταδίκασε στα υπόγεια εκείνον και τους δικούς του ανθρώπους. Κι αυτό γιατί η ταξική του συνείδηση δεν είναι μία απλή θεωρητική αναζήτηση, αλλά ένα βίωμα βαθιά χαραγμένο στο σώμα του:

«Πιστεύω ότι η κοινωνική τάξη είναι κάτι που ριζώνει μέσα σου. Το να υπάρχεις ως μέλος της κατώτατης τάξης ή ως φτωχός εργάτης αποτυπώνεται στο σώμα σου»

Μοιραστείτε το Άρθρο
Γεννήθηκε το 1993, δηλαδή ήταν 6 χρονών όταν είδε πρώτη φορά το Star Wars. Κάπου στο Λύκειο κατέληξε ότι η αλήθεια βρίσκεται στον Sheldon και από τότε προσπαθεί να ανακαλύψει τον κόσμο των nerds και των superheroes, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. Αγαπημένο του χρώμα το κόκκινο: στις σημαίες, στον Flash, στον Deadpool, ενώ στις μπλούζες το προτιμά με λευκές λωρίδες. Τελευταία το παίζει και δικηγόρος, χωρίς καμία επιτυχία.