Ο Γιόζο, γιός μιας πολύτεκνης οικογένειας στην επαρχιακή Ιαπωνία, αδυνατεί να αισθανθεί ευτυχία, να συνδεθεί με αυτό που ο ίδιος ονομάζει ανθρώπινη φύση του, νιώθει μόνος, απόκληρος, ένας μη-άνθρωπος. Για να αντεπεξέλθει στις απαιτήσεις της καθημερινότητας αλλά και να υπερνικήσει τον μόνιμο, κατακλυσμιαίο φόβο τους για τους άλλους ανθρώπους, φορά τη μάσκα του κλόουν, του γελωτοποιού που κάνει διαρκώς το κοινό του να γελά. Σύντομα θα φύγει από το χωριό του, θα γίνει σπουδαστής στο Τόκιο, όμως το μέλλον που του επιφυλάσσεται είναι μια ζωή ακολασίας, καταχρήσεων και εντεινόμενης απελπισίας.
Ο Osamu Dazai είναι ένας από τους σημαντικότερους και πιο πολυδιαβασμένους Ιάπωνες συγγραφείς – το Δεν ήμουν πια άνθρωπος παραμένει μέχρι σήμερα το δεύτερο πιο ευπώλητο βιβλίο στην Ιαπωνία, ενώ έχει διασκευαστεί και σε manga από τον Junji Ito. Εντούτοις, παρέμενε εν πολλοίς άγνωστος στον δυτικό λογοτεχνικό κόσμο, μέχρι την κατακόρυφη αύξηση της δημοφιλίας του εν λόγω μυθιστορήματος στο BookTok, γεγονός που οδήγησε στη, για πρώτη φορά, μετάφραση του έργου του στα ελληνικά από τρεις εκδοτικούς οίκους την ίδια χρονική περίοδο – αυτή που προκρίνεται και επιλέγεται εδώ είναι η μετάφραση από τα ιαπωνικά του Στέλιου Παπαλεξανδρόπουλου, για τις εκδόσεις Gutenberg και τη σειρά Aldina.
Το Δεν ήμουν πια άνθρωπος, όπως και η πλειονότητα των έργων του Dazai, είναι ημι-αυτοβιογραφικό, μια μυθιστορηματοποίηση της τραγικής ζωής και θανάτου του συγγραφέα του, ο οποίος αυτοκτόνησε, μετά από πολλές αποτυχημένες απόπειρες, το 1948 σε ηλικία 39 ετών, μετά από πολυετή μάχη με την κατάθλιψη και τον εθισμό. Στην κατοχή του ανώνυμου αφηγητή θα βρεθούν τυχαία τρεις παλιές φωτογραφίες και τρία σημειωματάρια του ήρωα, Γιόζο, τα οποία εκείνος θα εκθέσει αυτούσια. Οι φωτογραφίες απεικονίζουν έναν άνθρωπο αλλόκοτο, «αποκρουστικό», με χαμόγελο κενό συναισθήματος ήδη από την παιδική του ηλικία, ένα πέτρινο προσωπείο επικολλημένο εκεί όπου θα έπρεπε να βρίσκονται οι εκφράσεις και το συναίσθημα, έναν νεκροζώντανο.
Στο πρώτο σημειωματάριο, μια ανασκόπηση της παιδικής του ηλικίας – ο Γιόζο δεν κατανοεί ούτε βιώνει τις σωματικές και βιολογικές λειτουργίες που διαχωρίζουν τα έμβια όντα από τα άβια, υπερίπταται της ύπαρξης, αμέτοχος και αδρανής. Καμουφλάρεται πίσω από ένα χαμόγελο επίπλαστο, υποκρίνεται την ευτυχία του διαρκώς, ενσαρκώνει τον κλόουν και τον θεατρίνο, με αποστολή του αποκλειστικά την τέρψη και τη διασκέδαση του κοινού του, προκειμένου να μη γίνει αντιληπτό το βάθος και η έκταση της δυστυχίας του. Φοβάται τους ανθρώπους και τις κοινωνικές συναναστροφές, τρέμει μήπως ξεσκεπαστεί η υποκρισία του, μήπως η αυλαία της παράστασης που ανεβάζει καθημερινά σηκωθεί αναπάντεχα και πίσω της φανεί η αληθινή του φύση, ο ίδιος ενδυόμενος τον μανδύα του γελωτοποιού.
Ο Γιόζο αδυνατεί να εμπιστευτεί τους ανθρώπους και η εγγενής ευαισθησία του τον καθιστά ικανό να αναγνωρίζει το ψεύδος και την εξαπάτηση στην καρδιά της ανθρώπινης φύσης, τα οποία με τη σειρά του συνεχίζει και ο ίδιος. Σύντομα, θα βρει την αληθινή κλίση του, τη ζωγραφική, αρνούμενος όμως να εξωραΐσει, να θαυμάσει και να αποτυπώσει το όμορφο και το ευγενές – αντ’ αυτών επιλέγει να απεικονίσει το σκότος που ελλοχεύει εντός του, με αποχρώσεις ζοφερές ζωγραφίζει «φαντάσματα», θλιμμένες αυτοπροσωπογραφίες του μόνο μέσα από τις οποίες αναδύεται η αληθινή του φύση.
Στο δεύτερο σημειωματάριο, ο Γιόζο έχει πλέον μετακομίσει, ως σπουδαστής, στο πολύβουο προπολεμικό Τόκιο, όπου βρίσκει πρόσκαιρη, παροδική λύτρωση στο αλκοόλ, στο ξενύχτι και στις πόρνες, μεθόδους αναλγητικές που μουδιάζουν και αναισθητοποιούν το συναίσθημα. Δοκιμάζει το πιοτό, τις φιλήδονες σεξουαλικές συνευρέσεις, ακόμα και την εμπλοκή του με τον μαρξισμό και τις κομμουνιστικές ομάδες μελέτης, οτιδήποτε χρειάζεται για να απαλύνει τον πόνο της ύπαρξης, για να καταστεί επιτέλους κοινωνός στο οικουμενικό αίσθημα του ανήκειν – φευ, όμως, κάθε του προσπάθεια στέφεται με νιχιλιστική αποτυχία.
Η σχέση του με τις γυναίκες θα είναι καθοριστικής σημασία για την τροπή που θα πάρει η ζωή του: όσο και αν αδυνατεί να τις κατανοήσει, εκείνες τον αποζητούν, οι ερωτικές του επιτυχίες είναι πλείονες, εκείνος όμως θα διαπράξει μια σειρά από τραγικά εγκλήματα ηθικής και θα οδηγηθεί στον αυτοοικτιρμό και την αυτοαπέχθεια. Ο Γιόζο θα θέσει εαυτόν στο περιθώριο της κοινωνίας, εκεί όπου κινούνται οι εγκληματίες, οι απόκληροι και οι παραβατικοί, θα βρεθεί στο κελί της φυλακής και ένοικος ενός οίκου ανοχής, ως μόνο τρόπο για να αιτιολογήσει το μόνιμο βάρος της ενοχής που νιώθει από τη μέρα που γεννήθηκε, την ενοχή της ίδιας του της ύπαρξης και της διαφοράς της από ό,τι η κοινωνία κατηγοριοποιεί ως «φυσιολογικό». Απηυδισμένος απορρίπτει κάθε είδους κοινωνική σύμβαση, αποδομεί την ίδια την έννοια της κοινωνίας και του καθωσπρεπισμού και κυλά σε έναν βούρκο ασωτείας, μέθης, ακολασίας και φαυλότητας.
Το Δεν ήμουν πια άνθρωπος είναι μια εμβριθής, εναργής ματιά, με την ακρίβεια που μόνο το βίωμα μπορεί να προσδώσει, στην άβυσσο της κατάθλιψης, τον βαραθρώδη λάκκο όπου οι νοσούντες βυθίζονται, εκεί όπου οποιαδήποτε έννοια απόλαυσης και ευτυχίας εξαφανίζεται, εκεί όπου βασιλεύει η ανηδονία, όπου η σύνδεση με την υπόλοιπη ανθρωπότητα, τους λεγόμενους ευτυχείς και φυσιολογικούς, φαντάζει μίλια μακριά.
Φιγούρα τραγική, ντοστογιεφσκική, ο Γιόζο ακροβατεί διαρκώς ανάμεσα στην ηθική ακεραιότητα και την ακολασία, ως άλλος Ρασκόλνικοφ εγκληματεί, παρότι η ψυχή του είναι αγνή, και αποζητά απεγνωσμένα την τιμωρία – μόνο που ο Dazai γνωρίζει, απηχώντας τον Sartre, πως η κόλαση είναι οι Άλλοι, η πραγματική τιμωρία δεν είναι η μεταφυσική αλλά η επίγεια, η ίδια η ύπαρξη αποτελεί το πιο ανηλεές πουργκατόριο. Εν αντιθέσει με τον Dostoyevsky, δεν βρίσκει τη σωτηρία και τη λύτρωση στον χριστιανισμό, έχει απορρίψει εκ προοιμίου κάθε χριστιανικό ιδεώδες μετάνοιας, εξιλέωσης και άφεσης αμαρτιών, το θεμελιώδες ερώτημα δεν είναι πια αυτό της πίστης αλλά, κατά Camus, της αυτοκτονίας. Ο ήρωας του, λογοτεχνικός συγγενής του Μερσώ, περιφέρεται κούφιος, αδειανός, το κέλυφος ενός άνδρα, όχι πια άνθρωπος.
Με γλώσσα απλή, λιτή και δίχως πολλά εκφραστικά μέσα, ο Dazai αυτοβιογραφείται, σε λίγες σελίδες εκθέτει όλο το βάθος του ψυχισμού του και συνάμα τοιχογραφεί την προπολεμική Ιαπωνία των αρχών του 20ου αιώνα. Εντούτοις, αυτό που πρέπει να επισημανθεί είναι η παντελής έλλειψη αυθυπόστατων γυναικείων χαρακτήρων και η δαιμονοποίησή τους από τον συγγραφέα, ως είδος αλλότριο και εχθρικό, που υπάρχει απλώς για να απαλύνει ή να εντείνει το δικό του υπαρξιακό μαρτύριο – με αποκορύφωμα ένα τραγικό περιστατικό που λαμβάνει χώρα προς το τέλος του βιβλίου, με θύμα μια από τις γυναίκες της ζωής του ήρωα, το δράμα της οποίας όμως περιστρέφει και πάλι γύρω από τον εαυτό του.
Παρά τις όποιες αστοχίες, όμως, το Δεν ήμουν πια άνθρωπος είναι ένα τραγικά παραστατικό πορτρέτο της κατάθλιψης, της σπειροειδούς πορείας προς την απόγνωση και την απελπισία, μια σπουδή στη μοναχικότητα, στον εθισμό και στην υπαρξιακή οδύνη, ένα μυθιστόρημα που κερδίζει επάξια τη θέση του στο πάνθεον της παγκόσμιας λογοτεχνίας.