Η Νταμάρις ζει με τον σύζυγό της, Ροχέλιο, στην Κολομβία, σε ένα απομονωμένο χωριό στις ακτές του Ειρηνικού κοντά στο λιμάνι της Μπουεναβεντούρα. Δεν κατάφεραν ποτέ να κάνουν παιδιά και ο πόνος της έλλειψης αυτής είναι διαρκώς παρών στην καρδιά της Νταμάρις – μέχρι τη μέρα που θα υιοθετήσει από τη γειτόνισσά της ένα κουταβάκι, μια μικρή σκυλίτσα, που θα ονομάσει Τσίρλι, το όνομα της κόρης που ποτέ δεν απέκτησε. Η Νταμάρις και η Τσίρλι γίνονται αχώριστες, τη φροντίζει και την περιποιείται ακριβώς όπως θα έκανε και σε ένα μικρό παιδί, όμως όταν η Τσίρλι μεγαλώσει και αρχίσει να ανεξαρτητοποιείται, να το σκάει για μέρες ολόκληρες από το σπίτι για το τροπικό δάσος, η προδοσία που θα αισθανθεί η Νταμάρις θα έχει απρόσμενες συνέπειες.
Η Σκύλα, το πρώτο βιβλίο της Κολομβιανής συγγραφέα Pilar Quintana που μεταφράστηκε στα αγγλικά, διαβάστηκε και συζητήθηκε εκτεταμένα, είναι μια νουβέλα ολιγοσέλιδη με μια πλοκή, φαινομενικά μόνο, απλοϊκή. Το βιβλίο, που κυκλοφόρησε στην Ελλάδα από τις εκδόσεις Πατάκη σε μετάφραση Χριστίνας Θεοδωροπούλου, αφηγείται την ιστορία μιας άτεκνης, σχεδόν 40αρας γυναίκας και της σχέσης που ανέπτυξε με το θηλυκό κουτάβι που υιοθέτησε. Πίσω, όμως, από αυτήν τη λιτή, περιεκτικά γραμμένη, ιστορία κρύβεται μια αφήγηση τεράστιας ευαισθησίας, συναισθηματικού βάθους μα και άγριας βίας.
Κύρια θεματική αυτή της μητρότητας, της σύμφυτης με αυτήν κοινωνικής πίεσης, της τρυφερής και συνάμα καταπιεστικής σχέσης και αλληλεπίδρασης μεταξύ γονέα και τέκνου. Η Νταμάρις μεταθέτει κάθε συναίσθημα που ήθελε να νιώσει, κάθε βίωμα που ποτέ δεν είχε, όλη την αγάπη, τη φροντίδα και την τρυφερότητα που ήθελε να διαθέσει, στο κουτάβι, την υποκατάστατη κόρη της, χαρίζοντάς της το όνομα του αγέννητου παιδιού της. Σύντομα, όμως, θα κάνει την εμφάνισή της η άγρια, αδάμαστη φύση της σκύλας, του τέκνου που ενηλικιώνεται, αυτονομείται και αποκολλάται από τον γονέα, και η Νταμάρις θα χρειαστεί να αναμετρηθεί με τις δικές της προσδοκίες και ανάγκες, εκεί που η γονική αγάπη και προστατευτικότητα συγκρούεται με την καταπίεση και τον έλεγχο.
Η Quintana γράφει για τους έμφυλους ρόλους, για την κοινωνική πίεση που ασκείται στις γυναίκες για την επιτέλεση του φύλου τους μέσω της μητρότητας, ιδίως σε κοινωνίες βαθιά πατριαρχικές όπως η κολομβιανή, και για το αίσθημα ανεπάρκειας, προσωπικής αποτυχίας, όσων γυναικών δεν φέρουν εις πέρας το πατριαρχικά ανατεθειμένο αναπαραγωγικό τους καθήκον. Η Νταμάρις επικρίνεται πανταχόθεν για την ακληρία της, από την πρώτη της ξαδέλφη που την οικτίρει, ως μητέρα και γιαγιά πλέον η ίδια, από την τοπική κοινωνία, τους μάγους και τους κομπογιαννίτες γιατρούς που βαυκαλίζονται πως μπορούν να τη θεραπεύσουν, από τον ίδιο τον σύζυγό της, που μεταθέτει τις μομφές του στην αδεξιότητά της, απομακρύνοντάς την κάθε φορά όλο και περισσότερο από τον ίδιο και τη σχέση τους.
Γράφει για την τοξική αρρενωπότητα, όπως αυτή εκφράζεται μέσα από τον Ροχέλιο, σκληρό, αυστηρό και βίαιο απέναντι στα δικά του σκυλιά, από τον οποίο προσπαθεί η Νταμάρις να προφυλάξει την εύθραυστη σκυλίτσα της. Σε ένα κοινωνικό περιβάλλον αυστηρά προκαθορισμένων κοινωνικών/έμφυλων ρόλων όπως αυτό της Κολομβίας, ο ανδρισμός συνδέεται σημειολογικά με την πειθαρχία, τη βία και τον σαδισμό, οι ουρές των σκύλων κόβονται από τη ρίζα τους και αυτοί εκπαιδεύονται ως φύλακες, επιθετικοί και ανταγωνιστικοί άρρενες κυρίαρχοι, όσο η Νταμάρις, φιγούρα μητρική και προστατευτική, ως γυναίκα, είναι φροντιστική με το δικό της, θηλυκό κουτάβι, το κανακεύει και το κρατά προφυλαγμένο από τον κόσμο μέσα στον κόρφο της.
Η κοινότητα όπου κατοικούν η Νταμάρις και ο Ροχέλιο, ένα απομακρυσμένο από τις μεγαλουπόλεις χωριό στις παρυφές του Ειρηνικού ωκεανού, σκιαγραφείται με αφηγηματικά χρώματα άγριας, σπάνιας ομορφιάς, μα και κολοσσιαίων, τρομακτικών ανισοτήτων. Εκεί που τα ανηλεή στοιχεία της φύσης κυριαρχούν και εξουσιάζουν τις ζωές των ανθρώπων, εκεί που η ζούγκλα και η πυκνή, ασφυκτική της βλάστηση καταπίνει ανθρώπινες ψυχές και η άγρια, αβυσσώδης θάλασσα τις ξερνά, εκεί που δίπλα στα δυτικοποιημένα ξενοδοχεία και τις πολυτελείς κατοικίες αστών βρίσκονται οι καλύβες και οι παράγκες των κατώτερων κοινωνικών τάξεων, εκεί όπου κάθε καταιγίδα σημαίνει πολύωρες διακοπές ρεύματος, όπου οι άνθρωποι πλένουν τα ρούχα και το σώμα τους μέσα σε σκάφες και όπου το δέρμα γίνεται διάτρητο από τα τσιμπήματα των κουνουπιών, τοποθετεί η συγγραφέας την ιστορία της.
Η Quintana αναπαριστά γλαφυρά και παραστατικά, με ακρίβεια και προσοχή στη λεπτομέρεια, τη σύγχρονη Κολομβία, μια κοινωνία βαθύτατων φυλετικών και ταξικών αντιθέσεων, όπου οι Αφρο-Κολομβιανοί, που συνιστούν την εργατική τάξη της χώρας, ζουν κάτω από τα όρια της φτώχειας υπό βιοτικές συνθήκες εξαθλίωσης, βιοπορίζονται μετά δυσκολίας από το κυνήγι, την αλιεία και τον καθαρισμό των οικιών των λευκών, αναμένοντας την πρόσκαιρη προσοχή του δυτικού τουρισμού προς ενίσχυση του εισοδήματός τους. Με πρόζα μεστή, στακάτη, δίχως πολλά καλολογικά στοιχεία, πλοκή γραμμική και αφήγηση τριτοπρόσωπη, η Quintana περιγράφει, νηφάλια και στατικά, την πεζή καθημερινότητα της Νταμάρις, το μαγείρεμα και την οικιακή καθαριότητα, τις καθημερινές εναλλαγές του καιρού, που διαδραματίζει ρόλο πρωταγωνιστικό στις ζωές των ηρώων, σε μια αφήγηση δίχως συναισθηματικές εξάρσεις, που είναι ίσως και το ελλείπον στοιχείο του έργου. Η τελική δραματική κορύφωση δεν θα αποδειχθεί αρκετή, ενώ η υποπλοκή της απώλειας που η πρωταγωνίστρια βίωσε σε παιδική ηλικία, του σύμφυτου με αυτήν αισθήματος ενοχής και της συσχέτισής του με το παρόν της, δεν αναπτύσσεται επαρκώς από τη συγγραφέα ώστε να αναδειχθεί σε μείζον στοιχείο της πλοκής και της εξέλιξής της.
Η Σκύλα είναι μια τοιχογραφία της σύγχρονης Κολομβίας, των κοινωνικών συνιστωσών και πολιτισμικών χρωματισμών της, μια βίαιη ιστορία για την απώλεια και την ενοχή, για το τραύμα και την κληρονομιά του, και πάνω απ’ όλα ένα βιβλίο για τη μητρότητα, για τη μητρική αγάπη που ακροβατεί διαρκώς ανάμεσα στη φροντίδα και την καταπίεση, όταν η απομάκρυνση από τη γονική εστία, η ανεξαρτησία και η αυτονομία γίνονται συνώνυμα της προδοσίας. Αγαπάμε αληθινά κάποιον όταν θέτουμε τις δικές μας ανάγκες πάνω από τις δικές του, όταν τον εγκλωβίζουμε σε περιβάλλοντα ασφυκτικά για να κατευνάσουμε τις δικές μας φοβίες και ανασφάλειες; Αυτά τα ερωτήματα θέτει η Quintana και, παρότι το λογοτεχνικό υλικό με το οποίο το κάνει χρήζει σίγουρα βελτίωσης, το καίριο των προβληματισμών της αρκεί για να αξίζει αυτή η νουβέλα να διαβαστεί.