Μετά από μια χλιαρή ενασχόληση με τη δυτική άρχουσα τάξη στο Τhe Truth, ο Kore-eda Hirokazu του εξαιρετικού The Shoplifters επιστρέφει στις ρίζες του, σε μια ενασχόληση με την ιαπωνική εργατική τάξη, η οποία όμως δεν περιορίζεται σε μια ιστορία για την Ιαπωνία, αλλά, μέσα από την ανώνυμη επαρχία στην οποία διαδραματίζεται, καταφέρνει και αγκαλιάζει πολύπλευρα τις πιο (δια)προσωπικές και βαθιές στιγμές της ύπαρξης σε ένα πλαίσιο ζωής τόσο ασφυκτικό όσο ο ύστερος καπιταλισμός, που κάθε σχέση είναι διαμεσολαβημένη και πηγή κέρδους.
Η ταινία ουσιαστικά, σε μια γνήσια Kurosawa-ική πηγή έμπνευσης που φέρνει στο νου ένα πιο γήινο και γλυκό Rashomon, αφού άλλωστε η σκοπιά του σκηνοθέτη είναι διαφορετική, αφορά μία ιστορία από την πλευρά του κάθε πρωταγωνιστή της: Μιας εργαζόμενης μητέρας που μαθαίνει ότι ο γιός της κακοποιείται από έναν καθηγητής ( Sakura Ando– Love Exposure, 100 Yen Love), ενός φτωχού καθηγητή που βλέπει ότι ένας μαθητής του αντιμετωπίζει προβλήματα και στην προσπάθειά του να του σταθεί γίνεται ο αποδιομπαιός τράγος για ένα ολόκληρο σύστημα σιωπής και συνενοχής (Eita Nagayama– Dear Doctor, Nakumonka) και, τέλος, ο ίδιος ο γιος/μαθητής, ο οποίος αντιμετωπίζει μια εντελώς διαφορετική προβληματική από αυτή που νομίζουν οι δύο ενήλικες.
O φακός ακολουθεί πιστά την οπτική των 3 πρωταγωνιστών, αλλάζοντας ταυτόχρονα ρυθμό, στυλ, ακόμα και θέμα, καθιστώντας τους ισότιμους. Φωτίζοντας κάθε φορά διαφορετικούς τομείς της ιστορίας, ο Kore-eda συναρμολογεί μέσα από βλέμματα, ένα πανίσχυρο, χιμαιρικό τέρας, από πολλά προβλήματα: είναι το τέρας του μισογυνισμού και της απαξίωσης της γυναικείας εργασίας, της μοναξιάς και του βάρους του πένθους. Είναι το τέρας των γκρεμισμένων ονείρων που φέρνει η ενηλικίωση, του κομφορμισμού και της τυφλής πίστης σε μια απάνθρωπη εξουσία, στην πιο γελοία και λανθιμική μορφή της. Το τέρας του στίγματος και της αφόρητης παρασκηνιακής πίεσης που κρύβει η ζωή σε μια μικρή κοινωνία, ανεξαρτήτως χώρας. Είναι, τέλος, το τέρας της ομοφοβίας και της μη ανοχής απέναντι στο διαφορετικό, το οποίο μπορεί να μην υπάρχει στα παιδιά εκ γενετής, είναι όμως ικανό, όταν τα δηλητηριάσει, να τους στοιχίσει ακόμα και τη ζωή.
Μέσα από μια εκπληκτική σειρά νηφάλιων, προσγειωμένων αλλά με έντονο συναίσθημα, αλληλεπιδράσεων μεταξύ τόσο των χαρακτήρων όσο και του ευρύτερου κύκλου τους, βλέπουμε την ουσία καθενός από αυτά τα τέρατα, που τελικά δημιουργούν και συντηρούν οι ίδιοι άνθρωποι. Και όχι μόνο αυτό, αλλά τα συντηρούν και τα μεταγγίζουν αγόγγυστα ο ένας στον άλλον. Ακόμα και οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές συμμετέχουν σε αυτό και γίνονται τελικά, τέρας ο ένας για τον άλλον. Ο δάσκαλος για τη μητέρα, η μητέρα για το παιδί και το παιδί για τον δάσκαλο. Σαν μια πιο διευρυμένη εκδοχή του Σατρ-ικού «η κόλαση είναι οι άλλοι». Αξίζει βέβαια να σημειωθεί πως ενώ όλοι οι πρωταγωνιστές, εκπαιδευμένοι είτε σε παλαιότερες δουλειές του σκηνοθέτη είτε στον δύσκολο κόσμο της ιαπωνικής δραματικής τηλεόρασης, αποδίδουν τα μέγιστα, σίγουρα ο νεαρός Soya Kurokawa (Tokyo Alien Bros, Kenjusho: Mitsukuni Ko to Ore) είναι μάλλον η καλύτερη στιγμή της ταινίας, αφού αποτελεί ταυτόχρονα πρωταγωνιστικό ρόλο, τον συνδετικό κρίκο μεταξύ των ιστοριών αλλά και, ίσως πιο σημαντικό, ένα ανθρώπινο σπάσιμο του τερατώδους κύκλου.
Γιατί εδώ έγκειται η πραγματική ζεστασιά της ταινίας, η οποία είναι απομάκρυνσή της από την ανάδειξη της υπαρξιακής θλίψης. Ο Kore-eda και ο βραβευμένος με Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες για αυτή την ταινία Yûji Sakamoto χωρίς να ηθικολογούν, και αποφεύγοντας έξυπνα τις δασκαλίστικές εξυπνάδες, καταφέρνουν να βρουν ένα πηγαίο, οπτικά πανέμορφο και μεστό από συναισθηματική νοημοσύνση τρόπο να σπάσουν τις αλυσίδες των πρωταγωνιστών, να ξεφύγουν, έστω για λίγο από το τέρας που έχει ο καθένας μέσα του και να δει τον Άλλον άμεσα, αδιαμεσολάβητα και αληθινά. Έτσι η ταινία, παρά την πυκνή πλοκή της και τις αλλεπάλληλες αποκαλύψεις που χτυπούν συνεχώς τον θεατή, καθώς φωτίζουν τις πλευρές όλων των συμμετεχόντων, καταφέρνει να μη γίνει ένα κενό «κατηγορώ», ούτε να πάρει τον δρόμο ενός κοινωνικού μυστηρίου/δράματος. Ο θεατής είναι ελεύθερος να κρίνει ο ίδιος τι έγινε, τι χάθηκε και, σημαντικότερο, τι κερδήθηκε από την εμπειρία τόσο των χαρακτήρων όσο και του ίδιου στην αίθουσα.
Σε αυτή τη συναισθηματική ωριμότητα που οδηγεί τον θεατή η ταινία συμβάλει ιδιαίτερα τόσο η φωτογραφία της ταινίας, με τα ιμπρεσιονιστικά πλάνα στην αχανή λίμνη και τα επικίνδυνα βουνά που περικλύουν και απομονώνουν τη μικρή πόλη (που γίνονται όμως καταφύγιο και διαφυγή για άλλους), όσο και η μελαγχολική αλλά ταυτόχρονα «ηλιόλουστη», μουσική του πρόσφατα τεθνεώτα συνθέτη Ryuichi Sakamoto.
Τελικά, ποιος ήταν το τέρας; Ίσως όλοι μας, όμως μπορούμε να πάψουμε να είμαστε εάν δούμε πραγματικά ο ένας τον άλλον.