Η Λωράνς Μπαρρακέ γεννιέται το 1959 στην κλινική Σαιντ Αγκάτ στη Ρουέν και ήδη από την πρώτη της ανάσα, το πρώτο κλάμα και την πρώτη επαφή με τον κόσμο, συστήνεται με την πατριαρχία: είναι κορίτσι, αναφωνεί η μαία που την ξεγέννησε, και αμέσως το πρόσωπο του πατέρα της σκοτεινιάζει, του πατέρα που περίμενε τον πολυπόθητο γιό και όχι μια δεύτερη κόρη, που τώρα πρέπει να βρει ένα θηλυκό υποκατάστατο στο όνομα που είχε ήδη βρει. Είναι κορίτσι, μια λέξη που μέσα της περικλείει ό,τι η Λωράνς θα μπορέσει ποτέ να είναι εντός της πατριαρχίας, που ορίζεται σε αντίστιξη με την αντίθετή της, το αγόρι και κοινωνικά κυρίαρχο, εκείνον που, όπως ο πατέρας της, προστάζει, ελέγχει και ρωτά, και όχι εκείνον που παρέχει, φροντίζει και απαντά, όπως η μητέρα της, στο κάλεσμά της για τροφή, νανουρίσματα και αγκαλιές.
Σταδιακά η Λωράνς μεγαλώνει, πηγαίνει στο νήπιο και μετά στο δημοτικό, παρατηρεί καθημερινά όλες τις διαφορές της με το αντίθετο φύλο, ανατομικές, κοινωνικές, συμπεριφορικές, όσα τους ενώνουν μα κυρίως όσα τους χωρίζουν, όλους τους τρόπους που το οικογενειακό, εκπαιδευτικό και κοινωνικό οικοδόμημα τους αντιμετωπίζει διαφορετικά. Στην εφηβεία θα είναι η πρώτη φορά που θα συνειδητοποιήσει την ανδρική ματιά, το αδηφάγο βλέμμα που την κατασπαράσσει, τα χέρια που δε διστάζουν να αρπάξουν ό,τι θεωρούν ιδιοκτησία τους. Οι διδαχές που λαμβάνει από τον πατέρα της μετακυλίουν την ευθύνη στην ίδια και στο φύλο της: οι άνδρες δε φταίνε, έχουν ορμές, και είναι εκείνη που οφείλει να διαφυλάττει την αγνότητα, την παρθενία της, σαν ύψιστο δώρο και μοναδικό νόμισμα που μετρά εντός της πατριαρχίας.
Η Γαλλίδα Camille Laurens, με το Κορίτσι, το τελευταίο της μυθιστόρημα, που σημείωσε τεράστια εμπορική επιτυχία στη Γαλλία και κυκλοφορεί τώρα στα ελληνικά από τις εκδόσεις Μεταίχμιο σε μετάφραση Στέλας Ζουμπουλάκη, συνθέτει ένα τρυφερό, ενδελεχώς μελετημένο πορτρέτο ενός κοριτσιού και ταυτόχρονα μια ηθογραφία της Γαλλίας του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα. Ξεκινά από τη δεκαετία του ’60 και μια κοινωνική δομή βαθιά πατριαρχική, όπου η θέση και ο έμφυλος ρόλος της γυναίκας αρχίζει δειλά να μετατοπίζεται από την κουζίνα, τα οικιακά και συζυγικά τείχη, στον εργασιακό χώρο, όπου οι θηλυκότητες ντρέπονται για το σώμα και τη σεξουαλικότητά τους, όπου τα οικογενειακά μυστικά αποσιωπούνται, θάβονται πίσω από κλειστές πόρτες. Οι περιγραφές της είναι γλαφυρές, μεταφέρουν πλήρως τον αναγνώστη στην καθημερινότητα των κοριτσιών της δεκαετίας του ’60, θυμίζοντας την ευαισθησία και την παρατηρητικότητα της Annie Ernaux – δίχως, όμως, η Laurens να διαθέτει την αιχμηρή πολιτική ανάγνωσή της.
Γράφει για τη σεξουαλική αφύπνιση, την πρώτη επαφή με το σώμα, την ηδονή και την ερωτική επιθυμία, πάντοτε με αιδώ αλλά και με μια νεοαποκτηθείσα αίσθηση δύναμης, για την πρώτη έμμηνο ρύση, ως εναρκτήριο λάκτισμα για την ενηλικίωση και τη θηλυκότητα, και συνάμα πηγή περαιτέρω ντροπής. Η Laurens παραθέτει σχολαστικά όλες τις περιγραφικές φράσεις και ιδιωματισμούς που χρησιμοποιούνται για να αποκρύψουν την πραγματικότητα της γυναικείας φύσης και ανατομίας, να την καταστήσουν πιο ευπαρουσίαστη, λιγότερο μιαρή, σε ένα εμβριθές σχόλιο πάνω στον συσχετισμό μεταξύ της γλώσσας και των έμφυλων προεκτάσεών της.
Εξερευνά το τραύμα της παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης και την επίδρασή του στην παιδική και μετέπειτα ενήλικη ψυχή, γράφει για τη σωματική αυτοδιάθεση και τα, πρόσφατα κατοχυρωθέντα τη δεκαετία του ’70, γυναικεία αναπαραγωγικά δικαιώματα, για την απώλεια και για τη μητρότητα, όλους τους τρόπους που μεταβάλλει τη γυναίκα, που μέσα από αυτήν αναγεννάται και επαναπροσδιορίζεται. Οι θεματικές της είναι σκληρές και επίπονες, μα και επείγουσες μέχρι και σήμερα, η αφήγησή της είναι βαθιά φεμινιστική, αμετανόητα γυναικεία, δίχως να καταλήγει ποτέ διδακτική.
Η οπτική γωνία εναλλάσσεται διαρκώς, η αφήγηση μετατοπίζεται από το β’ πρόσωπο και την απεύθυνση στο νεογέννητο κορίτσι, στο α’ πρόσωπο και την ανάκτηση της εξιστόρησης του βιώματος, μόνο για να εναλλαγεί στη συνέχεια στο γ’ πρόσωπο, όταν η Λωράνς επιθυμεί να αποστασιοποιηθεί, μακριά από τις αφηγήσεις των τραυματικών γεγονότων της ζωής της – η Laurens πειραματίζεται με τις οπτικές γωνίες και τις ίδιες τις δυνατότητες της αφήγησης, σε μια λογοτεχνική άσκηση που υπηρετεί λειτουργικά την ιστορία και την εξέλιξη της πλοκής. Ταυτόχρονα, μελετά τη γλώσσα, εδώ τη γαλλική, τα έμφυλα στοιχεία και χαρακτηριστικά της, τους τρόπους που οι λέξεις δομικά προκαθορίζουν και (περι)ορίζουν τις γυναικείες φωνές και ζωές, μια εξερεύνηση δυστυχώς δύσκολα αποδόσιμη στην ελληνική, παρά τις αξιέπαινες προσπάθειες της μεταφράστριας.
Το φύλο είναι ρευστό, καταλήγει η Laurens, μια κοινωνική κατασκευή που φυλακίζει τα παιδιά, και τους μελλοντικούς ενήλικες, σε προαποφασισμένα καλούπια, ένδυση, ομιλία και συμπεριφορές, τρόπους να υπάρχουν. Μόνο μέσα από την επόμενη γενιά, το ίδιο της το παιδί, θα καταφέρει η Λωράνς, και κάθε γυναίκα, να υπερβεί τους ρόλους και τα στερεότυπα που από τη γέννησή της ενσωματώνει, να πάψει να θεωρεί το φύλο της υποδεέστερο, να πειστεί πως «μάλιστα… είναι θαυμάσιο ένα κορίτσι».