Προς Τον Παράδεισο – Η ουτοπία του αμερικανικού ονείρου

Μαριάννα Τσότρα Από Μαριάννα Τσότρα 26 Λεπτά Ανάγνωσης

1893: σε μια εναλλακτική εκδοχή της Αμερικής, όπου οι γάμοι μεταξύ ομοφυλόφιλων είναι όχι μόνο νόμιμοι αλλά και η κοινωνική νόρμα, ο Ντέιβιντ Μπίνγκαμ, γόνος ζάπλουτης και σημαίνουσας στην κοινωνία της Νέας Υόρκης οικογένειας, διχάζεται ανάμεσα στο συνοικέσιο που προσπαθεί να του κάνει ο παππούς του με τον Τσαρλς Γκρίφιθ, έναν ευκατάστατο αλλά και αρκετά χρόνια μεγαλύτερό του άνδρα, και στον έρωτά του για τον Έντουαρντ Μπίσοπ, έναν νεαρό καθηγητή μουσικής, χαμηλής κοινωνικής τάξης και αμφιβόλου καταγωγής. 1993: σε μια Νέα Υόρκη που μαστίζεται από την επιδημία του AIDS, ο Χαβανέζος Ντέιβιντ Μπίνγκαμ, φτωχός παρά τη βασιλική καταγωγή του, συγκατοικεί με τον σύντροφό του, τον μεγαλύτερό του, πλούσιο και επιτυχημένο Τσαρλς Γκρίφιθ, από τον οποίο όμως κρύβει την τραγική ιστορία της οικογένειάς του. 2093: σε μια δυστοπική, απολυταρχική Νέα Υόρκη, ρημαγμένη από τις διαδοχικές πανδημίες αλλά και από τα δρακόντεια μέτρα καταστολής τους, η Τσάρλι Γκρίφιθ, επιβιώσασα της πιο θανατηφόρας πανδημίας του 2070, η θεραπεία της οποίας όμως απέφερε ισχυρές νευρολογικές βλάβες, μοιράζει την καθημερινότητά της ανάμεσα στη δουλειά της σε ένα επιστημονικό εργαστήριο πρόβλεψης ασθενειών και στην οικιακή ζωή με έναν σύζυγο που δεν την αγαπά, όχι όπως εκείνη θα ήθελε – μέχρι την ημέρα που ένας μυστηριώδης άνδρας θα εισβάλει στη ζωή της και θα την αλλάξει διά παντός.

Μετά την πρωτοφανή, τόσο εμπορική όσο και καλλιτεχνική, επιτυχία του δεύτερου μόλις μυθιστορήματός της, Λίγη ζωή, που ήδη κατοικοεδρεύει σε όλες τις λίστες με τα σημαντικότερα μυθιστορήματα του 21ου αιώνα, η Αμερικανίδα, Χαβανέζικης καταγωγής, Hanya Yanagihara, επιστρέφει με το τρίτο μυθιστόρημά της, Προς τον παράδεισο, ένα από τα πιο πολυαναμενόμενα βιβλία της χρονιάς. Το μυθιστόρημα, που κυκλοφορεί και αυτό από τις εκδόσεις Μεταίχμιο σε μια μετάφραση – λεπτοβελονιά διά χειρός Μαρίας Ξυλούρη, αποτελείται στην πραγματικότητα από τρία βιβλία, που εκτείνονται σε τρεις διαφορετικούς αιώνες, τρία μέρη χαλαρά συνδεδεμένα μεταξύ τους με ένα νήμα φαινομενικά αδιόρατο, σε πρώτη ματιά εκτεινόμενο απλώς στα κοινά ονόματα των χαρακτήρων, την κοινή τοπογραφία και προγονική καταγωγή, στην πραγματικότητα όμως απόλυτα συνεκτικά θεματολογικά.

Το πρώτο μέρος ξεκινά το 1893, με μια εναλλακτική εκδοχή της αμερικανικής ιστορίας: σε αυτήν, η Αμερική έχει διασπαστεί σε αυτόνομα κρατίδια, τη Δύση, τις Αποικίες, τον αμερικανικό Νότο δηλαδή, όπου η δουλεία έχει παραμείνει νόμιμη, και τις Ελεύθερες Πολιτείες, στις οποίες ανήκει και η Νέα Υόρκη, όπου και τοποθετείται η ιστορία. Εκεί, ο γάμος μεταξύ ομόφυλων ζευγαριών, όπως και η υιοθεσία παιδιών, είναι νόμιμα, η νομοθεσία και το κοινωνικό status quo είναι φιλελεύθερα και προοδευτικά, έτι περισσότερο και από τη σύγχρονη αμερικανική κοινωνία. Πρωταγωνιστής της ιστορίας είναι ο Ντέιβιντ Μπίνγκαμ, γόνος οικογένειας τραπεζιτών και εκ των ιδρυτών των Ελεύθερων Πολιτειών, κληρονόμος αμύθητης περιουσίας, αλλά και μοναχικός, εύθραυστος και ασθενικός, ο μόνος από τα τρία αδέλφια του που έχει παραμείνει ανύπαντρος. Όπως και ο Τζουντ στη Λίγη ζωή, έτσι και ο Ντέιβιντ είναι φιλάσθενος και φέρει μια εγγενή ντροπή για την ασθένειά του, αισθάνεται πως αποτελεί βάρος για τους ανθρώπους γύρω του, ενώ ένας φιλεύσπλαχνος πάτρονας τον περιθάλπει, εδώ ο παππούς του. Όμως, η προστασία ενέχει πάντοτε στον πυρήνα της τον περιορισμό – ο Ντέιβιντ είναι δέσμιος των προσταγών του παππού του, οφείλει να μην απογοητεύσει το όνομα, την οικογένεια και την καταγωγή του, να μην προδώσει την τάξη του και ό,τι αναμένεται από εκείνον, το σπίτι στην πλατεία Ουάσινγκτον στο οποίο μεγάλωσε, καταφύγιο της παιδικής του ηλικίας και κληρονομιά του, τώρα φαντάζει φυλακή, κελί που τον εγκλωβίζει.

Η Yanagihara ψυχογραφεί τον Ντέιβιντ πάνω στο γνώριμο μοτίβο των ηρώων της: ένας άνδρας μοναχικός, ευαίσθητος και εσωστρεφής, που περιφρονείται και λοιδορείται από τους (ταξικά) ομοίους του, ενας άνδρας που παρότι διαθέτει πλούτο, ισχυρή κοινωνική θέση και ευγενή καταγωγή, τίποτα από αυτά δεν αρκεί για να διεκδικήσει και να αποκτήσει την πολυπόθητη ευτυχία, πάντοτε θα αισθάνεται μόνος και θα τον προσδιορίζει η ασθένειά του, μια ασθένεια συνήθως απότοκη βαθιάς ψυχικής οδύνης και τραυματικών βιωμάτων. Μέχρι που θα εμφανιστεί ο Άλλος, φιγούρα μεσσιανική (ή ψευδοπροφήτης), που θα ενσαρκώνει όλα όσα νόμιζε πως ποτέ δεν θα άξιζε να έχει, υποσχέσεις ευτυχίας και επίγειου Παραδείσου, υποσχέσεις όμως ειλικρινείς ή πλασματικές; Η συγγραφέας αρνείται να απαντήσει, αφήνει το τέλος ανοιχτό προς ερμηνεία, αισιόδοξη και ουμανιστική ή κυνική και νιχιλιστική.

Η Yanagihara φαντάζεται μια εναλλακτική εκδοχή της αμερικανικής ιστορίας και τη σκιαγραφεί με τη χαρακτηριστική της εμμονή στη λεπτομέρεια, μια κοινωνία όπου η αγάπη είναι φαινομενικά ελεύθερη, πίσω όμως από το επίπλαστο προσωπείο της προοδευτικότητας ελλοχεύει το σάπιο κομμάτι της κοινωνίας, ο ρατσισμός και η μισαλλοδοξία: ορδές προσφύγων και μεταναστών, μαύροι πολίτες που προσπαθούν να δραπετεύσουν από τις καταπιεσμένες Αποικίες, δεν γίνονται όμως δεκτοί στις Ελεύθερες Πολιτείες παρά μόνον ως περαστικοί, φυγάδες σε αναζήτηση πατρίδας την οποία όμως δεν θα βρουν εκεί. Σε μια ριζοσπαστική και ρηξικέλευθη αφηγηματική εφεύρεση, η Yanagihara ξαναγράφει την ιστορία της Αμερικής, φαντάζεται ένα παρελθόν και μια κοινωνική πραγματικότητα όπου οι άνθρωποι ζουν και αγαπούν ελεύθερα, έναν κόσμο όπου η queer κοινότητα είναι ορατή και αποδεκτή και όπου τα ανθρώπινα δικαιώματα γίνονται πάντοτε σεβαστά, και διερωτάται: πόσο ανεξάρτητες μεταξύ τους είναι τελικά οι καταπιέσεις, πόσο ελεύθεροι μπορούμε να ζήσουμε όταν η εξουσία του καπιταλισμού, της ταξικής διαστρωμάτωσης και των σύμφυτων κοινωνικών προκαταλήψεων βαραίνει σαν δαμόκλειος σπάθη πάνω από τα κεφάλια μας;

Γράφει για την ελευθερία και τους περιορισμούς της τάξης, είτε πρόκειται για τα ασφυκτικά όρια της κοινωνικής θέσης και του προαποφασισμένου μέλλοντος που αυτή καθορίζει είτε για τους υλικούς περιορισμούς της φτώχειας και της εξαθλίωσης. Στηλιτεύει την υποκρισία της αστικής τάξης, τον δικαιωματισμό και τη φιλανθρωπία της, παρουσιάζει μια σειρά από χαρακτήρες, στυλοβάτες της τοπικής κοινωνίας, εμβλήματα του αμερικανικού ονείρου, εγκλωβισμένοι όμως μέσα στις καταπιέσεις τους, μισαλλόδοξοι και περιφρονητικοί απέναντι στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα.

Η Yanagihara χρησιμοποιεί ως αφηγηματική της βάση τη μυθιστοριογραφία του 19ου αιώνα, τα αισθηματικά και νατουραλιστικά μυθιστορήματα, για γάμους από συνοικέσιο και απαγορευμένους έρωτες που αψηφούν τους περιορισμούς της κοινωνικής θέσης, και τη θέτει επί ενός queer πλαισίου, με διττό λογοτεχνικό στόχο: να χαρίσει στην queer κοινότητα ορατότητα και εκπροσώπηση, μια εκδοχή του παρελθόντος και της λογοτεχνίας του που να τη συμπεριλαμβάνει, αλλά και να καταδείξει τη διαθεματικότητα των καταπιέσεων, τη διαλεκτική σχέση της τάξης με τη φυλή και το φύλο.

Και ενώ το πρώτο βιβλίο κυβερνάται θεματολογικά από ζωή, από τον έρωτα και την ελπίδα, έστω και διαψευσμένη, το δεύτερο βιβλίο ασχολείται με τον θάνατο, το αναπόφευκτο της έλευσής του και την υπαρξιακή αγωνία της υστεροφημίας και της παρακαταθήκης. Εδώ, η ιστορία εκτυλίσσεται στη Νέα Υόρκη της επιδημίας του AIDS, και ο Ντέιβιντ Μπίνγκαμ είναι τώρα ένας νεαρός, άφραγκος Χαβανέζος που μετανάστευσε στην Αμερική και που τώρα συγκατοικεί με τον σύντροφό του και εταίρο στη δικηγορική εταιρεία στην οποία δουλεύει, τον 30 χρόνια μεγαλύτερό του Τσαρλς Γκρίφιθ. Η θεματική του ταξικού χάσματος ανάμεσα σε εραστές είναι παρούσα και εδώ, όμως ανεστραμμένη: τώρα ο Ντέιβιντ Μπίνγκαμ ανήκει στα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα, βιοπαλαιστής που προσπαθεί να βγάλει τα προς το ζην παρά την ευγενή καταγωγή του, και ο Τσαρλς Γκρίφιθ είναι αυτός που του παρέχει την ασφάλεια του πλούτου του, παρά την προκατάληψη και την περιφρόνηση με την οποία αντιμετωπίζει τον Ντέιβιντ ο κοινωνικός κύκλος του, από τους φίλους μέχρι τον μπάτλερ του, την ολοένα και εντεινόμενη αίσθηση πως είναι παρείσακτος, ένα παράσιτο που απομυζά τον ξενιστή του.

Η Yanagihara δραματοποιεί την τραγικότερη περίοδο στην ιστορία της queer κοινότητας, τη θανατηφόρα επιδημία του AIDS, του αγγέλου θανάτου που εξαφάνισε εκατομμύρια ομοφυλόφιλους άνδρες, παίρνει αυτό το κομμάτι της ιστορίας και το μετουσιώνει σε μια λογοτεχνία σπαρακτική, συγκλονιστική. Άνδρες που περνούν την ξέγνοιαστη και ανέφελη δεκαετία των 20 σε θαλάμους νοσοκομείων, νεκροταφεία και κηδείες, που θρηνούν τον χαμό φίλων και συντρόφων, της οικογένειας και της κοινότητάς τους, που η σεξουαλικότητά τους είναι συνώνυμη του φόβου και της νοσηρότητας, που δεν τους επιτρέπεται να σχεδιάσουν, να προγραμματίσουν και να ονειρευτούν, όχι σε βάθος χρόνου, που τους στερείται, βίαια, η νιότη τους, η ζωή τους.

Το βιβλίο αυτό χωρίζεται σε δύο μέρη, το δεύτερο ένας πρωτοπρόσωπος μονόλογος, σε αντίθεση με την τριτοπρόσωπη αφήγηση του υπόλοιπου βιβλίου, μια εκ βαθέων εξομολόγηση του πατέρα του Ντέιβιντ και συνονόματού του προς τον γιό του. Ο άνδρας αυτός, alter-ego και doppelgänger του Ντέιβιντ Μπίνγκαμ του 1893, είναι ένας άνδρας φυλακισμένος υπό το βάρος της οικογένειας και της καταγωγής του, ανασφαλής, μοναχικός και θύμα bullying, που για πρώτη φορά αισθάνεται ορατός από έναν άλλον άνδρα, ανεστραμμένο είδωλο του Έντουαρντ Μπίσοπ, και για χάρη του προσηλυτίζεται στην ιδεολογία του, πιστεύει τα μυθεύματά του για την ανωτερότητα της εθνικής καταγωγής του, θυσιάζει την οικογένεια και την ασφάλεια του ίδιου του γιού του για να συνεχίσει να υποδύεται τον ρόλο του στην παράσταση ανοικοδόμησης του καινού κόσμου τους, μια παράσταση τραγικά απατηλή.

Σε αυτήν την εναλλακτική αφήγηση της ιστορίας, η Χαβάη, προηγουμένως ανεξάρτητη μοναρχία, προσαρτάται στην Αμερική και μεταβάλλεται κατ’ ουσίαν σε αποικία της, γεγονός που σκορπίζει χαρά στους περισσότερους από τους κατοίκους της, αν και όχι σε όλους: η οικογένεια του Ντέιβιντ/Καβίκα Μπίνγκαμ, διάδοχοι του βασιλικού θρόνου, βρίσκεται ξαφνικά αποστερημένη από την ευγενή καταγωγή της, και ο ίδιος βρίσκεται στο μεταίχμιο ανάμεσα σε δύο ταυτότητες, δύο κουλτούρες και πολιτισμούς, καμία από τις οποίες δεν τον εκφράζει. Η Yanagihara γράφει για τα φυλετικά κινήματα της δεκαετίας του ’60 και φαντάζεται ένα αντίστοιχο κίνημα στη Χαβάη με αίτημά του την εθνική ανεξαρτησία και την επιστροφή στη μοναρχία, γράφει για την αρτηριοσκληρωτική δομή των κινημάτων και τη μανιχαϊστική, ηθικοπλαστική ρητορική των ηγετών τους, που εγκλωβίζει το υποκείμενο μέσα σε αυστηρούς ταυτοτικούς όρους – αν και εδώ η κριτική της είναι εξισωτική και απολίτικη.

Η οικογένεια παίζει και εδώ πρωτεύοντα ρόλο, όμως ενώ στον Ντέιβιντ Μπίνγκαμ του 1893 αποτελεί ένα προστατευτικό περίβλημα οικειότητας και ασφάλειας, σε αυτόν του 1993 αποτελεί αιτία θλίψης, αιδούς και ανασφάλειας, το ατσάλινο μαόνι που κατακάθεται πάνω στην καρδιά του – και στις δύο περιπτώσεις, όμως, αποτελεί βάρος, ταυτότητα και συνάμα τροχοπέδη, και στις δύο ιστορίες ο απόγονος απογοητεύει τον πρόγονο, τον ισχυρό πατριάρχη ή μητριάρχη, αρνείται να συνεχίσει την οικογενειακή παρακαταθήκη και αναχωρεί, αφήνοντας πίσω την οικογένεια, την κληρονομιά και την ιστορία του. Ο πυρήνας του χαρακτήρα του Ντέιβιντ Μπίνγκαμ παραμένει αμετάβλητος, ένας άνθρωπος που αναζητά τον τρόπο να υπάρξει ελεύθερα μετά από μια τραυματική παιδική ηλικία και τα συμπλέγματα που αυτή προκάλεσε, καταλήγοντας όμως σε μια σχέση αλληλεξάρτησης με άνδρες ισχυρότερους, υλικά ή ψυχοσυναισθηματικά, που του παρέχει την ψευδαίσθηση της ασφάλειας, μια κληρονομιά τρωτότητας που περνά από πατέρα σε γιό, από πρόγονο σε απόγονο.

Το δεύτερο βιβλίο αυτό, που ειδολογικά ανήκει στο ρεαλιστικό κοινωνικό μυθιστόρημα, είδος με το οποίο η Yanagihara έχει μεγάλη συγγραφική οικειότητα και άνεση, αποτελεί στο πρώτο του μέρος μια ελεγεία για τον θάνατο, την απώλεια και τη χαμένη νιότη, ίσως το αρτιότερο μέρος ολόκληρου του μυθιστορήματος, και στο δεύτερο μέρος του μια σπουδή πάνω στην έννοια της εθνικής ταυτότητας και στις περιχαρακώσεις της, στην αιματηρή ιστορία της αποικιοκρατίας αλλά και στα φληναφήματα και τις πομφόλυγες του εθνικισμού και του ιδεολογήματος της φυλετικής καθαρότητας, ίσως όμως το πιο αδύναμο λογοτεχνικά σημείο του βιβλίου.

Στο τρίτο βιβλίο, αυτό με τη μεγαλύτερη αφηγηματική επινοητικότητα και φαντασία, η Yanagihara δοκιμάζεται στο απαιτητικό είδος της δυστοπικής επιστημονικής φαντασίας και τα καταφέρνει με απόλυτη επιτυχία. Τοποθετείται σε μια Νέα Υόρκη απολυταρχική, που χωρίζεται σε Ζώνες, τα τρόφιμα και οι πρώτες ύλες είναι περιορισμένες και διανέμονται με δελτία, η κοινωνία είναι αστυνομοκρατούμενη, οι αναίτιοι έλεγχοι σε διαμερίσματα καθημερινοί και η επίβλεψη από κατασκοπικά drones, τις επονομαζόμενες Μύγες, μόνιμη, η ανθρωπότητα έχει κατακερματιστεί μετά από διαδοχικές θανατηφόρες πανδημίες και φυσικές καταστροφές λόγω της προϊούσας κλιματικής αλλαγής, οι ασθενείς παραμένουν έγκλειστοι και αφήνονται να πεθάνουν σε μέρη που θυμίζουν επικίνδυνα στρατόπεδα συγκέντρωσης, η πληροφορία λογοκρίνεται και δεν μεταδίδεται ελεύθερα, τα βιβλία απαγορεύονται και όσοι έχουν καταδικαστεί ως εχθροί του κράτους εκτελούνται δημόσια στις Τελετές.

Σκιαγραφώντας σταδιακά αυτό το δομημένο στην εντέλεια αυταρχικό πλαίσιο, η Yanagihara συστήνει την Τσάρλι Γκρίφιθ, την πρώτη γυναίκα πρωταγωνίστρια του μυθιστορήματος, σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Τα κοινά χαρακτηριστικά της με τους Ντέιβιντ Μπίνγκαμ είναι πλείστα: και αυτή βρίσκεται σε έναν γάμο άνευ αγάπης μέσω συνοικεσίου και αποκλειστικά για λόγους ασφάλειας και προστασίας, σε μια Αμερική πολύ πιο συντηρητική, πρωτόγονη αλλά και ομοφοβική σε σχέση με το (απατηλά) προοδευτικό παρελθόν της, και αυτή έχει ανατραφεί από έναν παππού, έναν πατριάρχη που της χάριζε απλόχερα όλη την αγάπη που άλλως δεν λάμβανε, και αυτή έχει πλέον ξεχάσει την υφή της τρυφερότητας, της εγγύτητας και της φροντίδας. Η Τσάρλι παραμένει ανώνυμη, άγνωστη μεταξύ αγνώστων, απρόσωπων και αδιάφορων σε μια κοινωνία που εξαλείφει την ατομικότητα, μέχρι να ερωτηθεί το όνομά της, από τον μόνο άνδρα που θα την προσέξει και θα την προσωποποιήσει.

Στην κύρια αφήγηση και την ιστορία της Τσάρλι, παρεμβάλλονται κεφάλαια επιστολικά, μια σειρά γραμμάτων από έναν αμφιλεγόμενο επιστήμονα, τον Τσαρλς Γκρίφιθ, σε έναν Βρετανό φίλο του πενήντα χρόνια νωρίτερα, μέσα από τα οποία η Yanagihara σκιαγραφεί την Αμερική πριν την εξάπλωση και επέλαση του πιο θανατηφόρου εκ των ιών, ψηλαφεί μια κοινωνία προ-αποκαλυπτική, πριν τη σαρωτική καταστροφή, πριν τη δυστοπία και την απολυταρχία: ιοί που δεν τίθενται υπό έλεγχο, περιορισμένη πρόσβαση στην επιστημονική έρευνα και την πληροφορία, ακατάπαυστοι παγκόσμιοι πόλεμοι, κλιματική αλλαγή και εξάντληση των πρώτων υλών και των φυσικών πόρων, άνθιση των θεωριών συνωμοσίας και της λαϊκής καχυποψίας και αγανάκτησης. Κάθε νέα πανδημία, κάθε νέα εξάπλωση ιού, φαντάζει σαν μια νέα αιτιολογική βάση για περαιτέρω κρατική αυταρχικοποίηση, για αυστηρότερα μέτρα περιορισμού και ωφελιμιστική κοινωνική θέαση, για λογοκρισία, αστυνομοκρατία και κοινωνική περιθωριοποίηση – μια αφηγηματική κατασκευή τόσο επίκαιρη όσο και δυσοίωνη.

Η Yanagihara εγείρει θεμελιώδη πολιτικά, ηθικά και φιλοσοφικά ερωτήματα: ποια τα ηθικά όρια της κρατικής παρέμβασης προκειμένου να προστατευθεί η επικράτεια και ο λαός, μέχρι ποιες ατομικές ελευθερίες και δικαιώματα μπορεί να περιορίσει προτού διολισθήσει σε πρακτικές φασιστικές και απολυταρχικές; Μια (αλληγορική) θεραπεία με παρενέργειά της τη δημιουργία ανθρώπων ομοιόμορφων, ομοιογενών και υποταγμένων στην καθεστηκυία τάξη, που αδυνατούν να επικοινωνήσουν ουσιαστικά, να συνδεθούν συναισθηματικά και να αισθανθούν ευτυχία, μια τέτοια θεραπεία αξίζει το αβάσταχτο τίμημά της ή ο αφανισμός είναι προτιμότερος; Η ύπαρξη έχει αυταξία ή, μήπως, μια ζωή αποστερημένη από την ανθρώπινη επικοινωνία, από το γέλιο και την αγάπη, από την ελευθερία, είναι μια ζωή που δεν αξίζει να παλέψεις για να διατηρήσεις;

Με γλαφυρές περιγραφές τοιχογραφεί μια κοινωνία σε σήψη, ζοφερή και εφιαλτική, με εικόνες τρομακτικής αφηγηματικής δύναμης: δύο αδέλφια στο πάτωμα, να κοιτάζονται και να κρατιούνται χέρι χέρι, νεκρά μέσα στις προστατευτικές στολές τους, ο γδούπος από τα παιδικά πτώματα που στοιβάζονται μαζικά, η ταγκή, στυφή μυρωδιά από την καύση τους. Η Yanagihara συνθέτει τη δυστοπία της πυκνά, περιγραφικά και παραστατικά, με τη χαρακτηριστική της εμβρίθεια και προσήλωση στη λεπτομέρεια, και οικοδομεί ένα φουτουριστικό σύμπαν πλήρες και αυθύπαρκτο ενώ ταυτόχρονα στοχάζεται πάνω στην post-lockdown πραγματικότητα, τις πανδημίες και τις καταστροφικές για τα ατομικά δικαιώματα συνέπειές τους.

Η χειρότερη, δυνητικά πιο επικίνδυνη επίπτωση που έχουν οι πανδημίες για το άτομο, κατά τη Yanagihara, είναι ότι το αποστερούν, το ξεγυμνώνουν από την ανθρωπιά του, από κάθε αίσθημα αλτρουισμού και αλληλεγγύης, κάθε ηθικό καθήκον που νόμιζε πως είχε και κάθε καθολική προσταγή στην οποία πίστευε πως θα υπάκουε. Πλέον, ο υπέρτατος νόμος είναι αυτός της επιβίωσης με κάθε κόστος, ο φόβος βρίσκεται στη ρίζα κάθε ηθικής επιλογής, ο θάνατος βασιλεύει στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα και ο άνθρωπος νομοτελειακά οδηγείται στον ατομικισμό και τον κοινωνικό κανιβαλισμό. Οι ήρωες της φτάνουν αργά και σταδιακά, μα αναπότρεπτα, μετά από δύο αιώνες αμερικανικής ιστορίας, στη συνειδητοποίηση ότι η Αμερική είναι μια χώρα μη ανοχής στη διαφορετικότητα, μια χώρα καταπίεσης και αυταρχισμού, που δεν διστάζει να περιφρονήσει, να περιθωριοποιήσει και εν τέλει να θυσιάσει τους αδύναμούς της προς το συμφέρον των ισχυρών, η Αμερική δεν είναι μια χώρα για όλους, μα για τους λίγους, τους έχοντες και τους προνομιούχους.

Στο Προς τον παράδεισο, η Hanya Yanagihara επιχειρεί μια πρωτότυπη, φιλόδοξη όσο και ριψοκίνδυνη αφηγηματική ακροβασία ανάμεσα στα είδη, ένα πολύπλοκο και μεγαλεπήβολο λογοτεχνικό εγχείρημα, που στέφεται με απόλυτη, αδιαμφισβήτητη επιτυχία. Το αφηγηματικό ύφος – σήμα κατατεθέν της βρίσκεται και εδώ, η πυκνή, μεστή και σφιχτοδεμένη πρόζα, ντικενσιανή στην υφή της, σχεδόν παραμυθική, πλουραλιστική στην έκτασή της και καταιγιστική στους ρυθμούς της, που μαγνητίζει και αιχμαλωτίζει αφηγηματικά τον αναγνώστη. Η αφήγηση είναι υπαινικτική, το παρελθόν και η ιστορία των ηρώων δεν σερβίρονται γραμμικά, αλλά αντίθετα οι ψηφίδες τους σκορπίζονται διάσπαρτα, μέσα από flashbacks στο υπόβαθρο και το παρελθόν τους, ματιές στο μέλλον τους και την πορεία που θα λάβει η ζωή τους, μέχρι το πολυσυλλεκτικό μωσαϊκό να ολοκληρωθεί, όλα τα κομμάτια του πολύπλοκου αφηγηματικού παζλ της Yanagihara να μπουν στη θέση τους.

Οι θεματικές που την απασχολούν είναι γνώριμες και χαρακτηριστικές του έργου της: η οικογένεια, το λυτρωτικό, θεραπευτικό κουκούλι που παρέχει, αλλά και το, ενίοτε αβάσταχτο, καταπιεστικό για την ατομικότητα, άχθος της, η καταγωγή, η ταυτότητα και η επανεφεύρεση του εαυτού, το αμερικανικό όνειρο και οι διαψεύσεις του, ο πλούτος των υλικών αγαθών και η απατηλή ευδαιμονία της καπιταλιστικής αφθονίας, η αποικιοκρατική ιστορία της Αμερικής ως έθνους αιματηρά θεμελιωμένου πάνω στον ιμπεριαλισμό, την πολιτισμική καταπάτηση και οικειοποίηση, τον ρατσισμό και τη μισαλλοδοξία, το φύλο, η φυλή, η ταυτότητα και οι περιορισμοί της, η αγνή, ανόθευτη αγάπη και η ζωογόνος δύναμή της. Η προδοσία και η συγχώρεσή της βρίσκονται στο θεματολογικό θεμέλιο της αφήγησης – η προδοσία τόσο σε κυριολεκτικό επίπεδο, ερωτική, φιλική, οικογενειακή, όσο και συμβολικό, η προδοσία της τάξης, της φυλής και της ταυτότητας, αμαρτία ασυγχώρητη που διαπράττεται χάριν της αγάπης, αλλά και η συγχώρεσή της, της οικογένειας που παραμελήθηκε και εγκαταλείφθηκε, των λανθασμένων και ηθικά επίμεμπτων αποφάσεων, των όσων η ανθρωπότητα χρειάστηκε να κάνει στο κατώφλι του θανάτου και του αφανισμού.

Οι πρωταγωνιστές του μυθιστορήματος είναι όλοι νευροατυπικοί, ο καθένας τους ασθενής με βάση την κυρίαρχη ιδεολογία, ο καθένας τους ξεχωριστός και διαφορετικός, πολύτιμος μέσα στην ευθραυστότητά του: από τους «εγκλεισμούς» του Ντέιβιντ Μπίνγκαμ του 1893, περιόδους κατάθλιψης των οποίων προηγούνται σύντομες περίοδοι μανίας, μέχρι τον πατέρα του Καβίκα/Ντέιβιντ Μπίνγκαμ του 1993, τις κρίσεις του, όπου ο κόσμος σκοτεινιάζει, τα σχήματα και οι ήχοι γίνονται ασαφή, και την Τσάρλι Γκρίφιθ του 2093, τις ελλιπείς επικοινωνιακές της δεξιότητες, την Τσάρλι που προχωρά σε κύκλους και βογκάει όταν ταράζεται ή φοβάται. Στο επίκεντρο της αφήγησης, πάντα το σπίτι της πλατείας Ουάσινγκτον, σε έναν φόρο τιμής στον Henry James, οίκημα μεγαλειώδες και επιβλητικό, σύμβολο πλούτου και συνώνυμής του επίπλαστης ευδαιμονίας και πληρότητας, κίβδηλης αίσθησης ασφάλειας, και σταδιακά σήψης και παρακμής. Στον αντίποδά του, το σπίτι της οδού Μπεθιούν, παράγοντας επικίνδυνος και αποσταθεροποιητικός, κέντρο κοινωνικής ανυπακοής, παρέκκλισης, αντίδρασης και, εν τέλει, ελευθερίας. Το μυθιστόρημα αυτό και η τοπογραφία του, όπως και η Λίγη ζωή, είναι ένα γράμμα αγάπης στη Νέα Υόρκη, πόλη ευκαιριών, ονείρων αλλά και αντιθέσεων, με ατελεύτητες προοπτικές και δυνητικά απεριόριστες εκβάσεις ζωής για κάποιους, μα φυλακή για κάποιους άλλους, πόλη που τους αποστερεί από την αξιοπρέπειά τους, όπου αισθάνονται παρείσακτοι, ανεπιθύμητοι, απόκληροι και παρίες.

Η Yanagihara, σε μια πανέξυπνη, μεθοδικά σχεδιασμένη, πολυποίκιλτη αφήγηση, στηλιτεύει όλες τις παθογένειες της αμερικανικής κοινωνίας και ιστορίας, ενός έθνους δομημένο πάνω στις σφαγές και την αποικιοκρατία, τον εγγενή της ρατσισμό και τη μη ανοχή στη διαφορετικότητα, το ταξικό χάσμα και τις ψευδαισθήσεις του αμερικανικού ονείρου. Οι ήρωες της αποζητούν απέλπιδα, απεγνωσμένα, τον Παράδεισο, την απατηλή υπόσχεση ευτυχίας και γαλήνης, δεν τον νοηματοδοτούν όμως όπως η οικογένεια, η τάξη και η κοινωνία τους έμαθε να το κάνουν, δεν επιλέγουν να μείνουν στάσιμοι στο επίπλαστο υπέδαφος ευδαιμονίας που οι προπάτορές τους κατασκεύασαν για εκείνους, αλλά φεύγουν, αναζητούν, κατακτούν, ενσαρκώνουν και αντικατοπτρίζουν την ίδια τη φύση και την ουσία της Αμερικής, χώρας αέναης επέκτασης και κίνησης προς τα εμπρός, εις άγραν υποσχέσεων ενίοτε ψευδεπίγραφων. Αναζητούν την ουτοπία, όπου οι μύχιες ελπίδες και τα όνειρα μπορούν να γίνουν πραγματικότητα, όπου οι ίδιοι θα αισθανθούν επιτέλους ότι ανήκουν, κοινωνοί στη γιγάντια οικουμενική σύνθεση της ανθρωπότητας, ότι επιτελούν κάποιον σκοπό και ότι η ύπαρξή τους δεν στερείται νοήματος, ότι είναι αρκετοί. Και είτε αυτή η ουτοπία είναι η Καλιφόρνια, η Δύση, οι απροσμέτρητες υποσχέσεις αλλά και οι κίνδυνοί της, είτε το Λίπο-βάο-ναχέλε, το Δάσος του Παραδείσου, η πατρογονική γη και κληρονομία, είτε η Νέα Βρετανία, ο τόπος της ελευθερίας, είτε μια ουτοπία αλληγορική και συμβολική, η κατάληξη είναι πάντοτε η ίδια: ο επίγειος Παράδεισος δεν υπάρχει, τα όνειρα διαψεύδονται και συντρίβονται εκ θεμελίων, οι ιδεολογίες απογοητεύουν και αποδεικνύονται σαθρές, οι άνθρωποι προδίδουν και αποδεικνύονται λειψοί, η ουτοπία βυθίζεται στην ανυπαρξία.

Εν τέλει, αυτό που απομένει, η ύστατη παρακαταθήκη, η μόνη δυνατή εκδοχή του Παραδείσου, η μόνη ουτοπία που είναι πράγματι βιώσιμη, είναι η αγάπη, όλα όσα κάνουμε για να προστατεύσουμε αυτούς που αγαπάμε, η εκδοχή του εαυτού μας που παραμένει αιωνίως ζωντανή στη μνήμη των ανθρώπων μας. Και ίσως τελικά ο Παράδεισος, ο τόπος υπαρξιακής γαλήνης και πληρότητας, δεν είναι ο προορισμός αλλά η πορεία προς αυτόν, οι δεύτερες ευκαιρίες στη ζωή, η επιθυμία αλλαγής και μετασχηματισμού, η πεποίθηση ότι τίποτα δεν έχει ακόμα τελειώσει, ότι ο χρόνος που απομένει είναι αρκετός, ότι η λύτρωση και η εξιλέωση θα επέλθει – ότι ο δρόμος προς τον Παράδεισο είναι ανοιχτός

Μοιραστείτε το Άρθρο
Γεννήθηκε το 1994, μεγάλωσε ανάμεσα σε χαρτόδετα μυθιστορήματα και DVD από το συνοικιακό βιντεοκλάμπ – περί τα 10 κάθε Σαββατοκύριακο. Σπόυδασε Νομική, εξειδικεύθηκε στο Εργατικό Δίκαιο, αλλά η μεγάλη της αγάπη θα είναι πάντα ο Κιούμπρικ, ο Μπέργκμαν και ο Λυντς. Θα τη βρεις να αποπειράται ανέλπιδα να μειώσει τη λίστα με τα αδιάβαστά της.