Cloud Atlas – Η Iστορία ως ροπή προς την εντροπία

Μαριάννα Τσότρα Από Μαριάννα Τσότρα 11 Λεπτά Ανάγνωσης

1850: ο Άνταμ Γιούιν, Αμερικανός συμβολαιογράφος, επιστρέφει από τα νησιά Τσάταμ της Πολυνησίας πίσω στην Καλιφόρνια. Υποφέρει από την Πάθησή του, ένα εγκεφαλικό παράσιτο που του προκαλεί κρίσεις. Ο φίλος και συνεπιβάτης του στην Προφήτιδα, Βρετανός γιατρός Χένρι Γκους, θα επιχειρήσει να τον θεραπεύσει – και κάπου εκεί η ιστορία του Γιούιν θα μείνει ημιτελής, με την αφήγηση να σταματά στο μέσον μιας πρότασης. 1931: ο Ρόμπερτ Φρόμπισερ, αποκληρωμένος και άπορος Βρετανός συνθέτης, θα εμφανιστεί απρόσκλητος στην πόρτα του καταξιωμένου συνθέτη Βίβιαν Άιρς, που ζει στο Βέλγιο μαζί με την οικογένειά του, συφιλιδικός και πλέον μισότυφλος και ανάπηρος, και θα του προτείνει να εργαστεί εκεί ως γραμματέας του, να τον βοηθά να καταγράφει τις μελωδίες που δημιουργεί με αντάλλαγμα στέγη και τροφή. Εκεί, σε μια ζωή ραστώνης ανάμεσα στην πρωινή εργασία του με τον συνθέτη και τις νύχτες μαζί με τη σαγηνευτική σύζυγό του, ο Φρόμπισερ θα ανακαλύψει στη βιβλιοθήκη του Άιρς ένα ημιτελές ημερολόγιο, ενός Αμερικανού συμβολαιογράφου στο ταξίδι του προς την Καλιφόρνια… 1970, Δυτική Ακτή: η δημοσιογράφος Λουίζα Ρέι, μετά τη γνωριμία της με τον επιστήμονα Ρούφους Σίξμιθ και τον θάνατό του υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες λίγο καιρό αργότερα, θα ξεκινήσει να ερευνά την υπόθεση της αναφοράς του για τον καινούριο πυρηνικό αντιδραστήρα μιας πολυεθνικής εταιρείας και θα εμπλακεί σε έναν ιστό δολοπλοκίας, διαφθοράς, δολοφονιών και συγκάλυψης, που θα θέσει σε κίνδυνο την ίδια της τη ζωή. Ταυτόχρονα, όταν ανακαλύψει τα γράμματα που αντάλλασσε ο Σίξμιθ με τον παλιό του φίλο και εραστή, Ρόμπερτ Φρόμπισερ, με τον οποίο εκείνη μοιράζεται ένα κοινό εκ γενετής σημάδι στο σχήμα κομήτη, θα αρχίσουν να επανέρχονται στη μνήμη της αναμνήσεις από μια ζωή αλλοτινή, που δεν έχει βιώσει η ίδια.

Αυτές είναι μόνο οι τρεις από τις έξι ιστορίες που απαρτίζουν το Cloud Atlas, το εμβληματικό, μνημειώδες έργο του Βρετανού David Mitchell. Το βιβλίο που τον καθιέρωσε ως λογοτέχνη, μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο και ανήκει πλέον στα σημαντικότερα μυθιστορήματα του 21ου αιώνα, κυκλοφορεί ξανά στην Ελλάδα από τις εκδόσεις Μεταίχμιο σε νέα, αριστουργηματική μετάφραση της Μαρίας Ξυλούρη. Κάθε επιμέρους κεφάλαιο διακόπτεται στη μέση της αφήγησης, έως το έκτο που παρουσιάζεται ολοκληρωμένο, και από εκεί και έπειτα η αφήγηση άρχεται πάλι προς τα πίσω, από το μέλλον στο παρελθόν, σε μια σπειροειδή πορεία με κατεύθυνση τα έγκατα της ανθρώπινης ψυχής.

Ο Mitchell πειραματίζεται με τα είδη, την πρόζα και τη γλώσσα, με την ίδια τη δομή της αφήγησης και τις δυνατότητές της: το πρώτο κεφάλαιο είναι ένα μελβιλικής υφής, ταξιδιωτικό ημερολόγιο του 19ου αιώνα, με γλώσσα λόγια και εξεζητημένη, τυπική της λογοτεχνίας της εποχής, χειμαρρώδη και εξομολογητική ως αντιστοιχεί στην ημερολογιακή καταγραφή. Γράφει για την αποικιοκρατία, τον επεκτατισμό και ιμπεριαλισμό που το αφήγημα του δυτικού εκπολιτισμού και εξευγενισμού των αγρίων υποκρύπτει, για τη βία και τον σαδισμό (της πολεμοχαρούς φυλής των Μαορί, των λευκών αποικιοκρατών) ως εγγενή στοιχεία της ανθρώπινης φύσης.

Το δεύτερο κεφάλαιο θυμίζει επιστολικό μυθιστόρημα του 20ου αιώνα και την πρόζα του Evelyn Waugh, της Edith Wharton και του Henry James, ενώ στο τρίτο ο Mitchell πειραματίζεται και ανανεώνει το είδος του pulp, αστυνομικού «θρίλερ αεροδρομίου». Στο τέταρτο, τα απομνημονεύματα του Βρετανού εκδότη Τίμοθι Κάβεντις που τοποθετούνται στο Λονδίνο του παρόντος, αφηγείται, με το ιδιάζον, φλεγματικό βρετανικό χιούμορ του, την ιστορία ενός φιλήσυχου, αν και ενίοτε καιροσκόπου, ηλικιωμένου εκδότη, που καταλήγει φυλακισμένος παρά τη θέλησή του σε έναν οίκο ευγηρίας. Μια χιουμοριστική, ενίοτε ξεκαρδιστική, «Φωλιά του Κούκου», όπου ο δεσμώτης του Κάβεντις, η αδελφή Νόουκς, σαν άλλη νοσοκόμα Ράτσεντ ενσαρκώνει μια αυταρχική δομή εξουσίας ανάλγητη προς τους εξουσιαζόμενούς της.

Στο πέμπτο, και ευρηματικότερο αφηγηματικά, μέρος του βιβλίου, που τοποθετείται χρονικά σε μια Κορέα του (όχι και τόσο) απώτερου μέλλοντος, ο Mitchell πλάθει μια ευφάνταστη, μεθοδικά σχεδιασμένη νεοκαπιταλιστική δυστοπία. Κλώνοι υποχρεούνται να εργάζονται, ως σύγχρονοι σκλάβοι, στις πάσης φύσεως αλυσίδες πολυκαταστημάτων, δίχως αναμνήσεις, με περιορισμένο λεξιλόγιο, χωρίς να διαθέτουν καν συνείδηση – μέχρι που μία από αυτούς αρχίζει να αποκτά περιέργεια για τον έξω κόσμο, δίψα για γνώση και μόρφωση, με καταστροφικές συνέπειες για την ίδια αλλά και για όλη την εταιρειοκρατική κοινωνική δομή. Υπό τη μορφή συνέντευξης της αφηγήτριας, Σόνμι 451, (σε ένα κλείσιμο του ματιού στον Aldous Huxley) λίγο πριν την εκτέλεσή της, ο Mitchell πειραματίζεται εδώ με το είδος της δυστοπικής επιστημονικής φαντασίας, στοχάζεται πάνω στις έννοιες της ελεύθερης βούλησης, της ενσυναίσθησης και της συνείδησης, της ελευθερίας και του αυταρχισμού, και διερωτάται: τι είναι, εν τέλει, αυτό που μας κάνει ανθρώπους;

Στο έκτο, και μοναδικό αυτούσιο, κεφάλαιο, χρησιμοποιεί την προφορική αφήγηση, σε μια μελλοντική ιδιόλεκτο, και τοποθετεί τη δράση σε μια δυστοπική, μετα-αποκαλυπτική Χαβάη. Ο ανθρώπινος πολιτισμός έχει καταρρεύσει και οι επιβιώσαντες λαοί έχουν επιστρέψει σε πρωτόγονες μορφές ζωής, στον βιοπορισμό μέσα από τη γεωργία και την κτηνοτροφία, τον θρησκευτικό φόβο και δεισιδαιμονίες, και στις άγριες, βίαιες μάχες με τις γειτονικές φυλές, έναν τρόπο ζωής που δεν απέχει καθόλου από αυτόν της πρώτης ιστορίας και του 1850. Σε μια κυκλική, επαναλαμβανόμενη μορφή (και μαρξιστική θεώρηση) της Ιστορίας, ένα καράβι επισκέπτεται το Μεγάλο Νησί, όπου ζει ο αφηγητής, Ζάκρι, και φέρνει μια ξενομερίτισσα, από άλλη φυλή, που θα φιλοξενηθεί από την οικογένεια του Ζάκρι για να παρακολουθήσει τις συνήθειες της φυλής του. Μετά την αρχική δυσπιστία του, ο Ζάκρι θα γνωρίσει καλύτερα τη Μερώνυμη και από εκείνη θα μάθει μερικές καλά κρυμμένες αλήθειες σχετικά με την προέλευση της θρησκείας του, αλλά και τα γεγονότα που οδήγησαν τον παγκόσμιο πολιτισμό στον αφανισμό του.

Στο πολύπλοκο αφηγηματικό οικοδόμημα που τόσο μεθοδικά στήνει, ο Mitchell διαβάζει την ανθρώπινη Ιστορία ως μια διαρκή μάχη του Καλού με το Κακό, του πασιφισμού με τη βία και τον ιμπεριαλισμό, της ανιδιοτέλειας με τον εγωισμό και τη μοχθηρία. Οι ανθρωπότυποί του επανεμφανίζονται στις ιστορίες του, ενδύονται μεν διαφορετικούς μανδύες, όμως ο πυρήνας τους παραμένει απαράλλαχτος: ο αθώος, δίκαιος και ευσυνείδητος μιτσελικός χαρακτήρας αντιμάχεται τον αμοραλιστή, αριβίστα και καιροσκόπο, που δε διστάζει να εκμεταλλευτεί, να ιδιοποιηθεί, να εξαπατήσει και να προδώσει προκειμένου να πετύχει τους ιδιοτελείς σκοπούς του. Το πεδίο στο οποίο συντελείται η σύγκρουση μεταξύ Καλού και Κακού μετατοπίζεται ανά τους αιώνες, και ανά τις ιστορίες του Mitchell, από την αποικιοκρατία και την υποδούλωση των λαών στην προσωπική προδοσία, την απιστία και την εκμετάλλευση, από τον φυλετικό ρατσισμό στον ηλικιακό και στον σεξισμό, από την καπιταλιστική απληστία και την περιβαλλοντική καταστροφή στον θρησκευτικό φονταμενταλισμό και την αγνή, ανόθευτη βία και σαδισμό. Το διακύβευμα, όμως, παραμένει πάντοτε το ίδιο, η ανθρώπινη δίψα για εξουσία και επιβολή σε διαμάχη με αυτήν για την αλήθεια και την ελευθερία, την αρετή και την καλοσύνη.

Ο Mitchell σκιαγραφεί με τις ζοφερότερες αποχρώσεις την ανθρώπινη Ιστορία, το παρελθόν της, με βαθιά και ουσιαστική ανθρωπολογική έρευνα και μελέτη, το παρόν της, αλλά και το δυνητικό της μέλλον, δυστοπίες και μετα-αποκαλυπτικά τοπία δημιουργικά στη σύλληψή τους, μα καθόλου μακριά στη γενεσιουργό αιτία τους. Η πραγματική απειλή για το ανθρώπινο είδος και πολιτισμό, η αιτία για τη ροπή του προς την εντροπία, είναι η ίδια του η απληστία και άσβεστη επιθυμία για εξουσία. Στα θεμέλια κάθε πολέμου, κάθε αυταρχικού καθεστώτος, κάθε γενοκτονίας, βρίσκεται η (εγγενής;) τάση προς το Κακό και η βία, το μίσος, η καταπίεση είναι απλά τα μέσα έκφρασης της ροπής αυτής. Όμως, η ανθρώπινη ψυχή, και καλοσύνη, πάντα θα επιβιώνει, ανά τις εποχές και τους αιώνες, θα μετενσαρκώνεται και θα μετουσιώνεται σε νέες, αγνότερες μορφές, «όπως τα νέφη περιδιαβαίνουν τους ουρανούς».

Ο Mitchell δημιουργεί ένα περίπλοκο αφηγηματικό ψηφιδωτό που εκτείνεται στους αιώνες, στα λογοτεχνικά είδη και τις αφηγηματικές μεθόδους, με πρόζα μεστή και πυκνή και ιδιοφυή διασύνδεση των ιστορίων, των χαρακτήρων και των πεπρωμένων τους. Μέσα σε κάθε ιστορία ενυπάρχει το μέλλον, η μοίρα του κάθε χαρακτήρα και εκείνου στο σώμα του οποίου η ψυχή του μετενσαρκώθηκε, αλλά και η μοίρα της ανθρωπότητας εν γένει, που βαδίζει νομοτελειακά προς την καταστροφή και τον αφανισμό της – εκτός εάν οι ψυχές εκείνες που είναι ταγμένες να πράττουν το ορθό και ενάρετο, που ενσαρκώνουν το Καλό, καταφέρουν να ανατρέψουν την πορεία αυτή, να συνδράμουν τον πλησίον τους και να πραγματώσουν το ευρύτερο, κοινό καλό, να αποδράσουν από καταπιεστικές δομές εξουσίας και να κερδίσουν την ελευθερία τους.

Με γλώσσα σφύζουσα, σε μια μετάφραση – κομψοτέχνημα δια χειρός της Μαρίας Ξυλούρη, αφήγηση νευρώδη και κινηματογραφική, εναλλασσόμενη διαρκώς ανάμεσα στα είδη και τη φόρμα τους, ο Mitchell συνθέτει ένα πλουραλιστικό, επικό μυθιστόρημα, μια ιστορία για την εκμετάλλευση και τη βία – αποικιοκρατών σε αποικιοκρατούμενους, καπιταλιστών στην εργατική τάξη, ανδρών σε γυναίκες, λευκών σε σκουρόχρωμους, νέων σε ηλικιωμένιυς και υγιών σε ασθενείς – , μια συμφωνία της ανθρώπινης κακίας και αναλγησίας όπου κάθε νότα της, κάθε ψηφίδα του μωσαϊκού της, έχει τον δικό της, αυτοτελή μα και συνεξαρτώμενο, λόγο ύπαρξης. Επίδειξη συγγραφικής βιρτουοζιτέ στο magnum opus ενός από τους σπουδαιότερους σύγχρονους συγγραφείς.

Μοιραστείτε το Άρθρο
Γεννήθηκε το 1994, μεγάλωσε ανάμεσα σε χαρτόδετα μυθιστορήματα και DVD από το συνοικιακό βιντεοκλάμπ – περί τα 10 κάθε Σαββατοκύριακο. Σπόυδασε Νομική, εξειδικεύθηκε στο Εργατικό Δίκαιο, αλλά η μεγάλη της αγάπη θα είναι πάντα ο Κιούμπρικ, ο Μπέργκμαν και ο Λυντς. Θα τη βρεις να αποπειράται ανέλπιδα να μειώσει τη λίστα με τα αδιάβαστά της.