Ο Χρίστος Πυθαράς είναι ένας από τους πιο πολυάσχολους σκηνοθέτες του σύγχρονου ελληνικού σινεμά. Έχει σκηνοθετήσει 8 ταινίες μικρού μήκους και ένα ντοκιμαντέρ ενώ το 2016 βγήκε και η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του «Ευτυχία». Παράλληλα τα τελευταία χρόνια συντονίζει και διδάσκει στο Filmschool μία σεμιναριακή σχολή σκηνοθεσίας που έχει ως στόχο την επαφή νέων ανθρώπων με τη σκηνοθεσία και την πρακτική του κινηματογράφο. Αυτή την περίοδο ετοιμάζει τη νέα μεγάλου μήκους ταινία του «Το Κυνήγι». Η ταινία έχει ως πρωταγωνιστή τον Γιάννη (Γιάννης Μπελής) έναν μοναχικό σιδερά ο οποίος βρίσκει την ηρεμία του στο κυνήγι. Σύντομα θα συνειδητοποιήσει ότι ο γείτονάς του ο Ηλίας (Βασίλης Αναστασίου) κακομεταχειρίζεται τον μεγαλόσωμο σκύλο του. Έτσι, όταν χάνει την από χρόνια αποξενωμένη μητέρα του αποφασίζει να συγκρουστεί κατά μέτωπο με τον γείτονά του. Είχαμε την ευχαρίστηση να μας πει μερικά λόγια για την καινούργια του ταινία όσο και για τη σημερινή κατάσταση του ελληνικού σινεμά.
Οι δύο από τους βασικούς ηθοποιούς της ταινίας δεν είναι επαγγελματίες ηθοποιοί. Πες μας λίγα λόγια για τον Γιάννη Μπελή και τον Βασίλη Αναστασίου, για ποιους λόγους επιλέχθηκαν και πως κύλησε η μεταξύ σας συνεργασία;
Ο Γιάννης Μπελής που παίζει τον κεντρικό ήρωα της ταινίας, δεν είναι ηθοποιός και ως τώρα δεν είχε καμία πρότερη εμπειρία. Είχε όμως όλη την ωριμότητα, συνέπεια και ενδιαφέρον του κόσμου να το δοκιμάσει άφοβα, ακομπλεξάριστα, χωρίς καμία ανησυχία μην εκτεθεί και χωρίς άμυνες που να δημιουργούν πρόβλημα ή την όποια δυσκαμψία στην διαδικασία. Με εμπιστεύτηκε χωρίς να αμφισβητήσει ακόμα και τις στιγμές του ήρωα που για εκείνον ήταν ξένες ή οι αποφάσεις μου ήταν διαφορετικές από αυτές που θα έπαιρνε εκείνος. Τον ευχαριστώ για αυτό, γιατί για να λέμε τα πράγματα με το όνομα τους, με έκανε “μάγκα” σαν σκηνοθέτη με την ερμηνεία του. Πήρα μια θαρραλέα απόφαση, που όμως εκείνος την δικαίωσε με την εξαιρετική του ερμηνεία και την πληθωρική του παρουσία.
Ο Βασίλης Αναστασίου, ο Θύτης, είναι μια φανταστική μορφή ανθρώπου. Παρόλο που είναι ράπερ και αυτό συνεπάγεται εμπειρία έκθεσης, περφορμανς, καλλιτεχνία, attitude, ήταν τρομερά ανοιχτός και θετικός στο τρόπο δουλειάς μας και συνάμα ένας γαμώ τα παιδιά, με πολύ χιούμορ και ωραίες αφηγήσεις ιστοριών.
Πολύ ενδιαφέρον, για μένα τουλάχιστον, trivia της ταινίας και των παραπάνω χαρακτήρων, η στιγμή που στο πλαίσιο δοκιμής μιας συνθήκης σε πρόβα μας, είδα μπροστά μου αυτούς τους δύο χαρακτήρες, έναν παλιάς κοπής βαρύ άντρα και ένα τύπο που δεν θέλει και πολλά για να φυτιλιάσει, να μεταμορφώνονται σε επτάχρονα παιδιά που δεν μπορούσαν να σταματήσουν να χαχανίζουν από τα γέλια. Απολαυστικότατο. Η περίοδος των προβών με αυτούς τους (μη) ηθοποιούς, έχει υπάρξει ό,τι πιο ευχάριστο έχω κάνει ως τώρα στο σινεμά.
Η δημιουργική διαδικασία μιας ταινίας έχει πολλά στάδια και πολλές δυσκολίες. Ποιος είναι ο λόγος για να ξεκινήσεις να δημιουργείς μια ταινία και πως θεωρείς ότι το Κυνήγι αφορά τον κόσμο;
Για να απαντήσω ειλικρινά, δεν σκέφτομαι αν αφορά τον κόσμο, αλλά να ενδιαφέρει εμένα. Αν αυτό το ενδιαφέρον είναι ειλικρινές, σίγουρα θα αφορά και άλλους ανθρώπους, όλοι ανήκουμε σε ένα μικρότερο ή μεγαλύτερο μικρόκοσμο που μοιραζόμαστε συγγένειες, χαρακτηριστικά και ενδιαφέροντα. Νομίζω ότι προσπαθώ να κάνω ταινίες γιατί μου αρέσει πολύ, η διαδικασία και το κυνήγι του αποτελέσματος. Ειδικά και κυρίως, όταν δουλεύεις με ανθρώπους που ταιριάζετε και έχετε ωραία επικοινωνία, μπορεί να είναι πολύ όμορφη εμπειρία. Αν όχι όμως, μπορεί να είναι πραγματικά επώδυνη. Και μες την δίνη του εγωκεντρισμού της περιόδου παραγωγής, είναι πολλές φορές δύσκολο να δεις καθαρά και να αναλογιστείς τις δικές σου ευθύνες, να μην σου φταίνε συνεχώς οι άλλοι και τα πάντα.
Είσαι χρόνια στον χώρο του κινηματογράφου και έχεις σκηνοθετήσει πολλές μικρού μικρού μήκους ταινίες αυτή είναι η μόλις η δεύτερη μεγάλου μήκους σου. Πως βλέπεις ότι έχει αλλάξει μέσα στα χρόνια τόσο εσύ ως δημιουργός αλλά και το ίδιο το σινεμά στην Ελλάδα;
Για τον ίδιο, ελπίζω να εξελίσσομαι. Νομίζω ότι το ελληνικό σινεμά έχει βελτιωθεί αρκετά στη σκηνοθεσία ηθοποιών και στις ερμηνείες των ηθοποιών. Στο εικαστικό μέρος κατασκευής της εικόνας, νομίζω ότι ο κινηματογράφος μας είναι πολύ υψηλού επιπέδου. Εκεί που ακόμα νιώθω ότι χωλαίνουμε, είναι στις ίδιες τις ιστορίες, στο τρόπο αφήγησης τους και στη δραματουργία τους. Εμπόδιο μας πιστεύω επίσης, ότι παραμένει ακόμα η σημασία που συνεχίζουμε να δίνουμε στο ίδιο το μέσο.
Με όλες αυτές τις αλλαγές που υφίσταται το ελληνικό σινεμά τα τελευταία χρόνια (ελάχιστες επιχορηγήσεις, απομακρύνσεις στελεχών από καλλιτεχνικά θεσμικά πόστα όταν δε συμβαδίζουν με τις εκάστοτε πολιτικές) πόσο δύσκολο είναι να γυρίσει κανείς μία ταινία στην Ελλάδα του σήμερα;
Πολύ δύσκολο και συνάμα καταλήγει πολλές φορές να είναι μόνο θέμα απόφασης. Νομίζω διαφορετικής υφής και κλίμακας δυσκολίες υπάρχουν σε όλες τις χώρες. Από εκεί και πέρα, αν κάποιος εμμένει σε αυτές, απλά χάνει χρόνο. Για κάθε ταινία που απαιτεί μεγάλο budget υπάρχει ένα Faces, Primer, Take Out και άλλες πολλές ταινίες εξαιρετικά χαμηλού προϋπολογισμού. Όπως είπα και παραπάνω όμως, το σημαντικότερο όλων είναι οι συνεργασίες και η επικοινωνία με τους ανθρώπους. Αν αυτά δεν λειτουργήσουν θετικά, δυσκολεύει πολύ το πράγμα. Αν το κάνουν όμως, τα χρήματα καταλήγουν οριακά δευτερεύουσας σημασίας.
Να κλείσουμε με κάτι λίγο πιο ευχάριστο. Τι ετοιμαζεις για το μέλλον και πες μας λίγα λόγια για το Filmschool;
Είμαστε ήδη στα γυρίσματα της επόμενης μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας με τίτλο Blur και ηθοποιούς τον Γιώργο Πυρπασόπουλο, την Αλεξάνδρα Ούστα, την Ειρήνη Δάμπαση και (φυσικά, και ελπίζω για πάντα) τον Γιάννη Μπελή. Και έπειτα σαν ιδέα προς το παρόν, την βρώμικη, ασπρόμαυρη, μες τον κόκκο, κινηματογραφική διασκευή του διηγήματος Ηρόστρατος του Ζαν Πωλ Σαρτρ με τον Σωτήρη Τσακομίδη. Και διασκευές κάποιων διηγημάτων του Raymond Carver που γράφουμε με την Κλαίρη Γραμματίκη. Μακάρι να μπορέσω να βρω έναν τρόπο να συνεχίσουμε να φτιάχνουμε ταινίες, τουλάχιστον για όσο έχω την επιθυμία για αυτό.
Το Filmschool είναι μια σχολή κινηματογράφου πρακτικής εστίασης, σεμιναριακής κατεύθυνσης. Είναι και το δικαίωμα να μπορώ να ασχολούμαι σε μόνιμη, εβδομαδιαία βάση με το σινεμά πρακτικά, χωρίς την αναμονή χρόνων για τα γυρίσματα της όποιας επόμενης ταινίας.