
Η λογοτεχνική γραφή και η μυθοπλασία καθεαυτή αποτελούν πεδία της ανθρώπινης σκέψης που διαρκώς θα υπόκεινται σε κριτική διερεύνηση. Η ταξινόμηση σε αιώνες, σχολές, ρεύματα κ.ο.κ. μπορεί να βοηθούν στην κατανόηση των έργων, όμως ποτέ δεν πρόκειται να ξεδιαλύνουν πλήρως τα ερωτήματα που γεννούν τα λογοτεχνικά κείμενα, για τα οποία αδιάκοπα αναδύονται νέες απόπειρες ερμηνείας από τα υποκείμενα της ανάγνωσης που αλλάζουν από κοινού με τα ερωτήματά τους.
Η ίδια η διαδικασία της λογοτεχνικής γραφής συνιστά ένα μυστήριο· συχνά παραμένει τέτοιο και για τους ίδιους και τις ίδιες τους/τις συγγραφείς. Κάθε απόπειρα να κατανοήσουμε την διαδικασία που οδηγεί στη δημιουργία ενός λογοτεχνικού κειμένου -και αντίστοιχα κάθε προσπάθεια των συγγραφέων να μας αποκαλύψουν τα μυστικά της συγγραφής τους- θα μένει πάντοτε ημιτελής. «Δεν γράφω «κάτι» ακριβώς», λέει η Annie Ernaux, αλλά «βρίσκομαι σε μια άλλη ζωή, ένα είδος παράλληλης ζωής η οποία είναι το κείμενο που γράφεται». Μία ευκαιρία εξερεύνησης αυτής της «άλλης ζωής» της νομπελίστριας -πλέον- Ernaux μας δίνει μία παλιότερη (δημοσιευθείσα αρχικά το 2003) μακροσκελής συνέντευξή της στον Frédéric-Yves Jeannet, η οποία πραγματοποιήθηκε μέσω τακτικής ανταλλαγής emails που προκάλεσαν έναν διεισδυτικό διάλογο με την συγγραφέα. Δύο δεκαετίες αργότερα κι ενώ η Annie Ernaux έχει τιμηθεί με το Νόμπελ Λογοτεχνίας -ένα βραβείο το οποίο δίχασε πολύ- η Ρίτα Κολαΐτη και οι εκδόσεις Μεταίχμιο μετέφρασαν στα ελληνικά εκείνη την συνέντευξη που κυκλοφόρησε απ’ τις εκδόσεις Gallimard με τον ευφυή τίτλο «L’ ecriture comme un couteau» («Γραφή Κοφτερή σαν Μαχαίρι» στην ελληνική εκδοχή της), ο οποίος αποτυπώνει μία ταυτοτική «στάση γραφής» που υιοθετεί η συγγραφέας. Με τα λόγια της ίδιας:
«Μια εξερεύνηση της εξωτερικής ή εσωτερικής πραγματικότητας, του ενδόμυχου και του κοινωνικού με την ίδια κίνηση, εκτός της μυθοπλασίας. Και η γραφή, «κλινική», όπως την αποκαλείτε, που χρησιμοποιώ, είναι αναπόσπαστο μέρος της αναζήτησης. Την αισθάνομαι κοφτερή σαν μαχαίρι, το όπλο που χρειάζομαι»

Για να αντιληφθούμε το λογοτεχνικό έργο και την μεθοδολογία της Ernaux πρέπει προηγουμένως να κατανοήσουμε την ουσία της «στάσης γραφής» της, η οποία απορρέει από την «απόρριψη της μυθοπλασίας και της αυτομυθοπλασίας». Η Ernaux αντιλαμβάνεται το κάθε έργο της ως μία «αναζήτηση του πραγματικού» γι’ αυτό και αντλεί την θεματολογία της από την πραγματικότητα της καθημερινής ζωής. Αναδεικνύοντας «”θέματα” που θεωρούνται ανάξια της λογοτεχνίας» αναζητά μία «απελευθερωτική» λογοτεχνία που πηγάζει απ’ την αλήθεια της πραγματικής ζωής· εξ ου και τοποθετεί την γραφή της «ανάμεσα στη λογοτεχνία, την κοινωνιολογία και την ιστορία». Ως συγγραφέας δεν αναζητά την τέχνη του «ωραίου», αλλά αντιμετωπίζει την γραφή ως «εργασία αποκάλυψης της πραγματικότητας».
Μολονότι η άντληση της θεματολογίας της απ’ το προσωπικό της βίωμα δημιουργεί την εντύπωση ότι ιεραρχεί υψηλότερα το προσωπικό στοιχείο, η ίδια αντιπαρατίθεται κατηγορηματικά με αυτήν την παρανόηση. Εξομολογείται, παραφράζοντας τον Rousseau, ότι γράφει πράγματα από την ζωή της, τα οποία η ίδια έχει ανάγκη να πει, παρόλο που συναισθάνεται ότι «ο αναγνώστης δεν έχει οπωσδήποτε ανάγκη να τα διαβάσει». Μολονότι αντλεί από την προσωπική της ζωή, η Ernaux επιμένει στην θέση ότι «το προσωπικό άπτεται ακόμα και σήμερα και πάντα του κοινωνικού, επειδή ένα αμιγές εγώ, όπου οι άλλοι, οι νόμοι, η ιστορία δεν θα ήταν παρόντα, είναι αδιανόητο». Με αυτό το σκεπτικό τα προσωπικά της βιώματα επιχειρεί να τα αποτυπώσει ρεαλιστικά, ώστε να τα καταστήσει κατανοητά και να αποδειχθούν οικουμενικά μέσα από την ταύτιση των αναγνωστών/-τριών με αυτά. Γι’ αυτό και θέτει ως «τελικό σκοπό της γραφής» της, το ιδεώδες «να σκέφτομαι και να αισθάνομαι μέσα από τους άλλους, και οι άλλοι να σκέφτονται και να αισθάνονται μέσα από μένα».
Βεβαίως, το προσωπικό της βίωμα όπως αποτυπώνεται στα λογοτεχνικά της κείμενα δεν είναι ουδέτερο κοινωνικά. Πρόκειται για την πραγματικότητα της ζωής μίας γυναίκας. Η Ernaux καταγράφει σχεδόν σε ολόκληρη τη ζωή της τα βιώματά της σε ημερολόγια και μετέπειτα τα αναπλάθει στα βιβλία της, προκειμένου να αφηγηθεί ιστορίες που πιστεύει ότι πρέπει να μην χαθούν στη λήθη, τραύματα βαθιά, όπως την εμπειρία της έκτρωσης που διηγείται στο «Γεγονός». Παρόλα αυτά, αρνείται να καταταγεί ως συγγραφέας στην θεματική κατηγορία της «γυναικείας γραφής», καθώς θεωρεί ότι αυτή η κατηγοριοποίηση λειτουργεί μειωτικά, καθώς τίθενται σε αντίστιξη η «γυναικεία γραφή» των ερωτικών και οικογενειακών ιστοριών με την δήθεν σοβαρή «ανδρική γραφή». Με αυτόν τον τρόπο δηλώνει ότι τις φεμινιστικές ιδέες δεν τις χρησιμοποιεί ως ταμπέλα του έργου της, αλλά ως λογοτεχνική πράξη, ως την ουσία της γραφής της.

Από όλα τα παραπάνω, προκύπτει ότι η γραφή για την Annie Ernaux είναι μία πολιτική πράξη ή όπως τόνισε η ίδια «ό,τι καλύτερο μπορούσα να κάνω ως πολιτική πράξη, δεδομένης της κατάστασής μου ως ταξικής αποστάτριας». Γι’ αυτό και ποτέ δεν την ένοιαξε το «ωραίο» στη γραφή της, παρά μόνο φρόντιζε αυτή να είναι κοφτερή σαν μαχαίρι.