«Ξέρω ότι τα υλικά που βρίσκονται στους δρόμους υλικά είναι πλούσια και θαυμάσια , αλλά η εμπειρία μου είναι ότι ο τρόπος που έχω συνηθίσει να εργάζομαι , προγραμματίζοντας σιγά-σιγά τη σύνθεση μου κλπ δεν είναι κατάλληλη για τις εργασίες αυτές . Μέχρι τη στιγμή που θα έχω τη σωστή σύνθεση ή έκφραση , η εικόνα έχει φύγει . Υποθέτω ότι θέλω να κάνω το αδύνατο και , συνεπώς, δεν κάνω τίποτα .»
Η Τίνα Μοντότι προσπαθούσε συνεχώς να πιάσει και να καταγράψει τα γεγονότα της ζωής μέχρι τελευταίας λεπτομέρειας. Επειδή όμως η ζωή υπόκειται στους νόμους της αλλαγής, έμοιαζε συνέχεια να της ξεφεύγει. Εκείνη όμως είχε μια μοίρα που την έφερνε συνεχώς στο κέντρο των κοινωνικοπολιτικών αλλαγών, εκεί που χτυπάει η «καρδιά» του κινήματος.
Η Μοντότι δεν ήταν μια συνηθισμένη καλλιτέχνης, πόσο μάλλον μια συνηθισμένη γυναίκα. Παιδί ιταλών μεταναστών στις ΗΠΑ, ξεκίνησε ως ηθοποιός του βωβού κινηματογράφου και μοντέλο αλλά άφησε το θέαμα για την δική της δημιουργία πάνω στα ουσιαστικότερα της ζωής. Παρούσα σε όλα τα γεγονότα του 1920 και του 1930, έζησε τις ιστορίες που έγιναν η Ιστορία, στρατεύτηκε στον αγώνα για μια αξιοπρεπή ζωή με δικαιώματα, έζησε σε αναβράζουσες πόλεις και γνώρισε όλους όσους ήταν σημαντικοί, τους ξακουστούς και τους ανώνυμους, τον Χέμινγουεϊ και τους νεαρούς σοσιαλιστές από τη Βιέννη, τον Αιζενστάιν και τους ανήλικους Αστουριανούς, τον Έγκον Κις και τους τελευταίους λαθραίους κομμουνιστές στο Βερολίνο. Στο σπίτι της παρέλασαν δεκάδες πρόσωπα, από τον Ντιέγκο Ριβέρα που την χρησιμοποιεί ως μοντέλο και την εντάσσει σε τοιχογραφίες του ως την Αλεξάντρα Κολοντάϊ και άλλους στρατευμένους στο κομμουνισμό. Η προσωπική της ζωή, γεμάτη πάθη και σημαδεμένη από οριακές ιστορικές στιγμές. Πρώτα ήταν η ελεύθερη σχέση με τον πρωτοπόρο φωτογράφο και μέντορα Έντουαρτ Γουέστον, μετά ο Χαβιέ Γκουερέρο, μέλος του K.K. Μεξικού, ύστερα ο εξόριστος Κουβανός επαναστάτης Χούλιο Αντόνιο Μέλα, που δολοφονήθηκε το 1929. Το 1930 που απελάθηκε από το Μεξικό και βρέθηκε στη Μόσχα για να εργαστεί για το Κόμμα παντρεύεται έναν άλλον επαναστάτη, τον Βιτόριο Βιντόλι, με τον οποίο βρέθηκε το 1934 στον ισπανικό εμφύλιο.
Η ζωή της μια αντίθεση· από τη μια η εξωτερική όψη του προοδευτικού κύκλου, γεμάτη καλλιτέχνες και διανοούμενους και από την άλλη η σκληρή και επικίνδυνη καθημερινή στράτευση, γεμάτη από αιματοβαμμένα σώματα αγωνιστών ή απεργών δολοφονημένων από τον μεξικανικό στρατό ή από πιστολέρος πληρωμένους από γαιοκτήμονες και εργοδότες. Αλλά και πριν την πολιτική της ένταξη, η μεξικανική κοινωνία την είχε ήδη αντιπαθήσει ως γυμνό μοντέλο αλλά και ως μια μοντέρνα γυναίκα που αδιαφορεί για κάθε στερεότυπο του φύλου της. Είναι χαρακτηριστική η συνομιλία με φίλη της: ο τρόπος ζωής της, το ντύσιμό της, τα γυμνά της έργα, ενόχλησαν της καθολική αστική τάξη περισσότερο από δεκάδες διαδηλώσεις με δρεπάνια και σφυριά. Όπως αλλού σχολιάζει μια άλλη παράπλευρη παρουσία, η νέα της εμφάνιση ως γκρίζας και θλιμμένης κομμουνίστριας ερχόταν σε εμφανή αντίθεση με τους καλλιτέχνες καλεσμένους της.
Στην προσπάθεια του να παρουσιαστεί το έργο της ολοκληρωμένο και να μην μείνει ο αναγνώστης μόνο στην πολιτική της παρέμβαση, γίνεται μια σύντομη αναφορά στο φωτογραφικό της έργο, παραθέτοντας μια σειρά φωτογραφιών κατά την πρώτη περίοδο της παραμονής της στο Μεξικό και το κείμενο της «Περί φωτογραφίας». Μαθήτρια και σύντροφος του φωτογράφου Έντουαρντ Γουέστον, επηρεάστηκε από το κίνημα της “avant garde” και ως εκ τούτου πειραματίστηκε με διαφορετικά από τα συνήθη κινηματογραφικά μοντέλα. Λάτρης τόσο του αστικού τοπίου του Μεξικού και της αρχιτεκτονικής του, όσο και των ανθρώπων του, προσέδιδε μια λυρική οπτική σε ό,τι φωτογράφιζε.
Το εγχείρημα της απόδοσης μιας βιογραφίας σε μορφή κόμικ αποτελεί εξ’ αρχής ένα μεγάλο στοίχημα, γιατί τεστάρει τα αφηγηματικά όρια που έχει το κόμικς εν γένει ,πέρα από τα διακυβεύματα που ενυπάρχουν σε μια καθαρή βιογραφία και είναι η μετατροπή της διήγησης σε βιογράφηση και η προσωπική εμπλοκή του βιογράφου. Η διαλεκτική σχέση της αφήγησης με τα καρέ διασφαλίζεται με την «συνεργασία» επί χάρτου του λογοτέχνη Τάιμπο με τον εικονογράφο και δημιουργό του κόμικς de la Calle. Τα μικρά καρέ με τις επιμελώς ατελείς φιγούρες του de la Calle σου δημιουργούν μια αίσθηση ασφυξίας στην σελίδα, ακριβώς όπως ήταν και η ζωή της Τίνας, που «ασφυκτιούσε» από συμπυκνωμένα ιστορικά γεγονότα που καθόρισαν την ιστορία της κοινωνικής πάλης στο Μεξικό και την Λατινική Αμερική. Η πένα του σκιτσογράφου αφιερώνεται εξ’ ολοκλήρου στο ξεδίπλωμα των γεγονότων με τη λογική που προαναφέρθηκε, χωρίς να εμμένει σε φιοριτούρες ή άλλα διακοσμητικά στοιχεία που αποπροσανατολίζουν το μάτι του αναγνώστη. Ο Τάιμπο χαρακτηρίζει την τέχνη του ως ένα «πρωτότυπο νέο – μάνγκα, με προσωπικά μπαρόκ στοιχεία». Γοητευμένος κι αυτός από αυτή την σπάνια προσωπικότητα, αναρωτιέται αν τον ελκύει τον γεγονός πως πίσω της φουντώνουν οι διωγμοί, οι δυσκολίες, η ατυχία, η μόνιμη καταδίωξη, μια ιστορία ηρώων από τον Ζαπάτα, την Λάικα, τον Ντουρίτι ως τον Μαγιακόφσκι και τον Μπένγιαμιν. Στο τέλος ο κομίστας παραδέχεται την αδυναμία του να διηγηθεί την ιστορία της Μοντότι χωρίς να βάλει τις δικές του σκέψεις. Έτσι, το βιβλίο είναι η ιστορία και των δυο τους και η μόνη κατάλληλη γλώσσα είναι εκείνη «που ενώνει τις λέξεις και την εικόνα». Μένει το ερώτημα για ποιο λόγο εκείνη δεν τράβηξε φωτογραφίες τα τελευταία δέκα χρόνια της ζωής της. Απάντηση καμία. Δεν του έμενα παρά να αφήσει ένα αντίτυπο του βιβλίου στον τάφο της, που, όπως ακούστηκε, παρέμεινε για καιρό κι ύστερα είτε έγινε φύλλο και φτερό στον ουρανό του Τσαπουλτεπέκ είτε βρέθηκε στον πάγκο με τα μεταχειρισμένα στην οδό Στασιαστών. Και τα δυο φινάλε τον γαλήνεψαν.