Το Αlita: Battle Angel ξεκίνησε τη ζωή του ως Gunnm, το μακρινό 1990 από το μυαλό του mangaka Yukito Kishiro. Πρόκειται για ένα cuberpunk manga που είχε όλα τα χαρακτηριστικά της υπερβολικής δεκαετίας του 1990, αλλά και των martial arts manga (της περιόδου αλλά και γενικά). Παρόλα αυτά, στον πυρήνα του διέθετε πολύ συγκεκριμένες και περιγραφικές ιδέες για την ταξική συνείδηση, τον κοινωνικό ανταγωνισμό και πόλεμο, ατομικό και συλλογικό, αλλά και πρόβαλε έναν κεντρικό χαρακτήρα δυναμικό και ταυτόχρονα ταπεινό και προσεγγίσιμο, μια πραγματική, παλιομοδίτικη ηρωίδα που φαίνεται πως κάθε εποχή έχει ανάγκη. Η ιδέα για την κινηματογραφική του μεταφορά ξεκίνησε το 2003, ωστόσο δεν κατάφερε να υλοποιηθεί παρά το 2016, για αν βγει στους κινηματογράφους 3 χρόνια αργότερα, το 2019. Όλο αυτό το διάστημα, ο κύριος παράγοντας που επέμενε στη δημιουργία της ταινίας με αυτούς τους όρους ήταν ο James Cameron, μόνο όμως όταν το ίδιο το Χόλυγουντ στράφηκε στα manga/ anime σαν την νέα πηγή ιδεών, μετά την έκρηξη των (υπερηρωικών ) κόμικ κατάφερε να την υλοποιήσει.
Πράγματι, για να βγει το Alita χρειάστηκαν αρκετά πειράματα, με κοντινότερο, επιφανέστερο και πιο αποτυχημένο ανάμεσα τους το Ghost in the Shell, το οποίο όχι μόνο πέταξε κάθε απόπειρα ενασχόλησης με τα υπαρξιακά, cyberpunk ερωτήματα για την ανθρώπινη κατάσταση σε ένα διαρκώς μεταλλασσόμενο τοπίο που την ξεπερνά που είχε το αρχικό υλικό του, αλλά κατάφερε να γίνει και βαθιά προσβλητικό με την culture aprorpiation κατεύθυνση του. Έτσι, καταλήξαμε σε ένα σχετικά ασφαλές συμπέρασμα: το Χόλυγουντ δε μπορούσε να κάνει παραγωγές βασισμένες σε manga/anime.
Το Αlita: Battle Angel, ενώ δεν αναιρεί εντελώς αυτό το συμπέρασμα, κάνει μια πολύ τίμια προσπάθεια για αυτό και έτσι μιας δίνει μια τρομερά διασκεδαστική ταινία. Βέβαια, δεν αγγίζει ούτε την επιφάνεια των προβληματισμών που θα μπορούσε και, όπως το παρόμοιας αισθητικής Ready Player One, επιλέγει να εστιάσει στην εντυπωσιακή 3D δράση του και στις μάχες, που, ας μην γελιόμαστε, είναι το κεντρικό νόημα. Είναι μέχρι και στον τίτλο.
Βέβαια είναι κάπως κρίμα, γιατί η ψηφιακή Alita της Rosa Salazar (The Pro , Maze Runner: The Death Cure) είναι ένας πραγματικός άγγελος. Παρότι ψηφιακή, καταφέρνει να συνδυάσει μια ζεστή ανθρωπιά και την ίδια στιγμή μια πολύ σκληρή στάση απέναντι στους (στερεοτυπικούς) αμοραλιστικούς αντιπάλους της. Η Alita, όντας και αυτή κατά μία έννοια μετανάστρια, προστατεύει τους αδύναμους και τους κατατρεγμένους, τους εξόριστους και τους καταπιεσμένους, ανθρώπους, cyborg και ζώα. Παράλληλα είναι μια νεαρή γυναίκα που εξερευνά τα δικά της όρια και δυνατότητες, δίνοντας μας έτσι και μια πολύ όμορφη αν και κλισέ ιστορία νεανικής αγάπης. Τα παράδοξα μεγάλα μάτια της είναι και η μόνη και κάπως αδέξια αναφορά στις manga ρίζες της. Σε κάθε περίπτωση όμως αποτελεί τόσο τον πυρήνα της δράσης όσο και την συναισθηματική δύναμη που σηκώνει στους ώμους της όλη την ταινία.
Πέρα από αυτό όμως, δυστυχώς το Αlita: Battle Angel πέφτει στην ίδια παγίδα με τους προκατόχους του, και παρά τις πολύ συμπαθητικές προσπάθειες της Salazar δεν καταφέρνει να ανδρώσει καμιά αξιόλογη ερώτηση, κανέναν προβληματισμό. Πέρα από αυτό όμως, ακόμα και το κομμάτι της μάχης φαίνεται να χωλαίνει. Ο σκηνοθέτης Robert Rodrigeuz (Planet Terror ) φαίνεται να νιώθει άβολα στους μεγάλους, χαοτικούς, μελλοντολογικούς διαδρόμους του cyberpunk, ειδικά στις παράδοξα φωτεινές και αισιόδοξες στιγμές τους. Έτσι αποπειράται συνεχώς να μεταφέρει τη δράση σε πιο μικρούς χώρους, κάτι που το ίδιο το κλίμα της ταινίας δε σηκώνει. Επιπλέον, ο Rodrigeuz φαίνεται πως χάνει το ενδιαφέρον του για μια PG-13 ταινία και τελικά δεν καταφέρνει να της δώσει μια ατμόσφαιρας έντασης ή κινδύνου, με αποτέλεσμα όλες οι μάχες να φαίνονται υποτονικές, παρά την ταχύτητα τους και τα σωστά μετρημένα slow motion. Αυτή η κατάσταση χειροτέρεψε αρκετά με την άβολη χρήση του 3D, το οποίο δεν αξιοποιεί τις άπειρες και τρομακτικές του δυνατότητες στην συνύπαρξη ψηφιακών και πραγματικών ηθοποιών, όπως έχουν κάνει άλλες και άλλες ταινίες.
Παράλληλα, η σχετικά απλή δομή της ιστορίας έκρυβε μια παγίδα την οποία οι συντελεστές δεν κατάφεραν να αποφύγουν: μια ιστορία μάχης απαιτεί μια κλιμάκωση, μια τελική αναμέτρηση. Ωστόσο, τόσο ο εισαγωγικός χαρακτήρας της ταινίας όσο και ο επίπεδος τόνος του Rodrigeuz το μόνο που κατάφεραν ήταν να μεταθέσουν αυτή την κλιμάκωση για κάποια άλλη ταινία, ένα Αlita: Battle Angel 2 που ίσως δούμε, ίσως και όχι.
Στο επίπεδο των ερμηνειών με εξαίρεση την προσηνή Salazar και ίσως τον Christoph Waltz ( Inglourious Basterds, The Legend of Tarzan) o oποίος βγάζει τέτοιους ρόλους στον ύπνο του, οι υπόλοιποι ηθοποιοί πέφτουν θύματα της έλλειψης ρυθμού και συναισθηματικής επένδυσης στη ταινία. Αποκορύφωση ψυχρότητας και τυπικής διεκπαιρέωσης ήταν ο κατά τα άλλα πολύ αγαπητός Mahershala Ali (Green Book, House of Cards) που μάλισταν δεν είχε και το gravitas να σηκώσει το βάρος έστω και ενός intermediate κακού. Εξίσου απογοητευτική ήταν και η Jennifer Connely (Ηulk, Labyrinth). Aπό την άλλη πάλη, ο Ed Skrein (Deadpool, The Transporter Refueled ) είναι εξίσου αδιάφορος, αλλά τουλάχιστον από αυτόν το περιμένουμε και επίσης έχει την σωματική χάρη και ευκινησία για να τραβήξει το βλέμμα και να προχωρήσει την πλοκή.
Το Αlita: Battle Angel τελικά είναι πολύ κατώτερο των προσδοκιών, ειδικά αν λάβει κανείς υπόψη του πως χρειάστηκε 16 χρόνια για να δει το φως της δημοσιότητας. Δεν είναι κάτι παραπάνω από μια cyberpunk ταινία δράσης που σε λίγα χρόνια θα παίζει ένα αδιάφορο μεσημέρι Σαββάτου στην τηλεόραση. Όμως είμαι πρόθυμος να τα συγχωρήσω όλα, κυρίως επειδή θέλω πάρα πολύ να δω ένα Αlita: Battle Angel 2.