Ανατολική Αφρική, αρχές του 20ου αιώνα: ο νεαρός Ιλιάς αφήνει πίσω τη ζωή, την εργασία του και τη μικρή του αδελφή, Αφίγια, για να καταταγεί στον γερμανικό στρατό της Schutztruppe και να υπηρετήσει στο πλευρό των Γερμανών αποίκων, στον μεγάλο πόλεμο μεταξύ Γερμανών και Βρετανών. Χρόνια αργότερα, τα ίχνη του Ιλιάς έχουν πλάον χαθεί, όταν στο χωριό του καταφθάνει ο Χάμζα, ένας ονειροπόλος στρατιώτης των ασκάρι, των στρατολογημένων Αφρικανών, που λιποτάκτησε μετά από σοβαρό τραυματισμό του. Ο Χάμζα θα γνωρίσει την Αφίγια και την επίκτητη οικογένειά της, θα την ερωτευτεί και έτσι οι μοίρες τους θα σμίξουν διά παντός.
Όταν το 2021 το Νόμπελ Λογοτεχνίας απονεμήθηκε στον Abdulrazak Gurnah, τον σημαντικότερο εν ζωή Τανζανό συγγραφέα, το όνομά του ήταν κατά κύριο λόγο άγνωστο στη μεγαλύτερη μερίδα του δυτικού βιβλιοφιλικού κοινού. Το έργο του ανέλαβαν να συστήσουν στους Έλληνες αναγνώστες οι εκδόσεις Ψυχογιός, ξεκινώντας από το τελευταίο του μυθιστόρημα, Άλλες ζωές, σε μια άρτια, παρότι απαιτητική, μετάφραση αγγλικών, γερμανικών και σουαχίλι, διά χειρός Κατερίνας Σχινά. Στο μυθιστόρημα αυτό, καθ’ όλα αντιπροσωπευτικό της λογοτεχνίας του, ο Gurnah ξεναγεί τον αναγνώστη σε ένα μελανό και εν πολλοίς άγνωστο σημείο της πρόσφατης ιστορίας, αυτό της δυτικής αποικιοκρατίας στην αφρικανική ήπειρο. Αφηγείται μια ιστορία πολέμου, βίας, λιμών και σφαγών, μια αιματηρή καταγραφή εγκληματικά αγνοημένη από τη δυτική λογοτεχνία.
Ο Ιλιάς εγκαταλείπει το χωριό όπου μεγάλωσε μέσα στην ένδεια, την ασθένεια και τη δυστυχία, και καταλήγει στη φάρμα ενός Γερμανού αγρότη, που τον ωθεί να μορφωθεί, να μάθει ανάγνωση και γραφή, να διεκδικήσει μια καλύτερη μοίρα για τον εαυτό του. Η ιστορία του Ιλιάς ενσαρκώνει στην ολότητά της το δυτικό αφήγημα των λευκών σωτήρων αποικιοκρατών, που η επέλασή τους δεν σηματοδοτούσε τη δουλεία και τη σκλαβιά αλλά την απελευθέρωση, υλική και πνευματική, τον εκπολιτισμό των άγριων και βαρβάρων Αφρικανών – αφήγημα που αποδείχθηκε αιματηρά απατηλό.
Ο Ιλιάς αφήνει πίσω τη δουλειά, το σπίτι και την ασφάλειά του για να αποπληρώσει το χρέος που νομίζει πως οφείλει στους Γερμανούς αποικιοκράτες, να υπηρετήσει στο πλευρό τους εναντίον των Βρετανών για την κυριαρχία της αφρικανικής ηπείρου – μια θυσία σε έναν πόλεμο που δεν είναι δικός του, για λογαριασμό ενός κατακτητή που υπέταξε, υποδούλωσε και σφάγιασε τον λαό του. Ταυτόχρονα, ο Gurnah συστήνει τον χαρακτήρα του Χάμζα, ονειροπόλου και ιδεαλιστή, που γίνεται ο υπηρέτης, η ορντινάντσα του Γερμανού Oberleutnant, σε μια σχέση υποτέλειας, χλευασμού και περιφρόνησης, όπου όμως ελλοχεύει η αγάπη και η φροντίδα, πατροναριστική και εξουσιαστική, η αναπάντεχη τρυφερότητα εν μέσω του σαδισμού και της βίας.
Ο Gurnah περιγράφει παραστατικά τις συνθήκες ζωής στα γερμανικά στρατεύματα, τη βαναυσότητα των ασκάρι, την υποτίμηση και τον εξευτελισμό με τον οποίο γαλουχούνταν ως υποτελείς του λευκού δυνάστη, που διαπλέκεται όμως με την κίβδηλα πατριωτική επιτέλεση του καθήκοντος, σε μια γλαφυρή σκιαγράφηση της δομής του αποικιακού μιλιταρισμού. Τα μαστιγώματα, οι ξυλοδαρμοί, οι λεκτικές και σωματικές ταπεινώσεις διενεργούνται αποκλειστικά από τους ασκάρι και ποτέ από τους Γερμανούς αξιωματούχους – η αίσθηση εξουσίας και επιβολής είναι πάντοτε μεθυστική, ακόμα και όταν είναι επίπλαστη, ακόμα και όταν προσανατολίζεται σε ομοπάτριδες, μια εργαλειακή, στρατηγική κοινωνική παραχώρηση από τον καταπιεστή στον καταπιεζόμενο.
Χιλιάδες Αφρικανοί προσχώρησαν οικειοθελώς ή εξαναγκάστηκαν να γινουν γρανάζια του δυτικού, ιμπεριαλιστικού κατακτητικού μηχανισμού, απρόσωπα συστατικά στοιχεία ενός οικοδομήματος αδιάφορου για τους ίδιους ως άτομα, με απώτερο στόχο αποκλειστικά την καθυπόταξη των ίδιων τους των λαών και πατρίδων. Οι διαρκείς εμπόλεμες συρράξεις, οι εξεγέρσεις και η βίαιη καταστολή τους, οι λεηλασίες χωριών και οι σφαγές άμαχων πληθυσμών συνέθεταν την καθημερινότητα μιας ηπείρου κατακρεουργημένης από τον δυτικό επεκτατικό ζυγό.
Συγχρόνως, ο Gurnah συνθέτει μια τοιχογραφία της αφρικανικής αποικιακής κοινωνίας, μιας κοινωνίας αντιθέσεων και συγκρούσεων: στον έναν πόλο, η αντίσταση και εξέγερση από τους αντάρτες εναντίον των αποίκων, και στον άλλον η ενσωμάτωση και αφομοίωση των ιθαγενών, μορφωτική, οικονομική και επαγγελματική, το ιδεολόγημα του δυτικού εκπολιτισμού ως ηθικό θεμέλιο της αποικιοκρατίας, που αντιμετωπίζεται ως ύψιστη ύβρις και προδοσία από όσους δεν προσχώρησαν σε αυτό. Ο Gurnah δομεί ένα ακριβές και εναργές ψηφιδωτό της αφρικανικής αποικιακής ιστορίας του 20ου αιώνα, της διαδοχής των Γερμανών κατακτητών από τους Βρετανούς και της πορείας προς την απελευθέρωση και την ανεξαρτησία, και συνάμα της καθημερινότητας, των ηθών, των εθίμων και του πολιτισμού της επαρχιακής Αφρικής.
Οι δεισιδαιμονίες, η μαγική σκέψη και ο πουριτανισμός μιας κοινωνικής δομής θρησκοληπτικής και καταπιεστικής συγκρούονται με τις απατηλές υποσχέσεις μιας θρησκείας αλλότριας και μιας κουλτούρας δυτικοποιημένης: οι κάτοικοι του χωριού επιλέγουν ιεροτελεστίες, βότανα, μαντζούνια και θεραπευτικές προσευχές αντί της δυτικής ιατρικής, με κόστος συχνά τη ζωή τους, η πίστη, η σεμνότητα και η ευσέβεια θεωρούνται υπέρτατες ηθικές αρετές. Ο Gurnah σκιαγραφεί μια κοινωνία βαθιά πατριαρχική, όπου οι γάμοι αποφασίζονται από τους άνδρες αρχηγούς της οικογένειας, οι γυναίκες οφείλουν να αποκασταθούν όσο το νωρίτερον, μεταβιβάζονται σαν αντικέιμενα ιδιοκτησίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο χαρακτήρας της Αφίγια, της οποίας ο αλφαβητισμός θεωρείται θανάσιμο αμάρτημα, τιμωρείται με βία και ξυλοδαρμό διότι η θέση της περιορίζεται αποκλειστικά εντός των οικιακών τειχών.
Ο Gurnah, όμως, δεν γράφει αμιγώς πολιτικά – ο πυρήνας της ιστορίας του περιστρέφεται γύρω από την οικογένεια, εκείνην που χάνεται και εκείνην που δημιουργείται, και τους άρρηκτους δεσμούς που σφυρηλατούνται μέσα στον ζόφο και την κακουχία. Στο επίκεντρο του αφηγηματικού φακού του βρίσκεται ο άνθρωπος, η έμφυτη ανάγκη του να ανήκει, να αγαπά και να αγαπιέται, αλλά και οι βαθιά κρυμμένες αντιφάσεις που αποτελούν το μεδούλι της ανθρώπινης ύπαρξης. Μέσα στη φρίκη του πολέμου, στην ένδεια και στην καταπίεση, αυτοσχέδιες οικογένειες γεννώνται, ο έρωτας ανθίζει, και ο Gurnah αφηγείται μια ιστορία αγάπης άδολη, αγνή και τρυφερή.
Πλούσιο σε ιστορική πληροφορία, ενίοτε όμως εις βάρος της λογοτεχνικότητας, στις Άλλες ζωές ο Gurnah ρίχνει φως σε μια σκοτεινή και υποεκπροσωπημένη λογοτεχνικά πτυχή του παρελθόντος της χώρας του, μοιάζει όμως να ενδιαφέρεται περισσότερο για την επιμόρφωση και την ιστορική καταγραφή παρά για την ίδια την αφήγηση και τη μορφή της πρόζας του, την εξέλιξη της πλοκής και την ανάπτυξη των χαρακτήρων του, με αποκορύφωμα το βεβιασμένο και σχεδόν πρόχειρα γραμμένο φινάλε. Οι Άλλες ζωές είναι ένα μυθιστόρημα για το τραύμα του πολέμου, την κληρονομιά της απώλειας και τις συνέπειες της αποικιοκρατίας, παραστατικό στην απεικόνιση της φρίκης και της κτηνωδίας του ιμπεριαλισμού, πολιτικά σημαντικό και πολιτισμικά διαφωτιστικό – όμως, δυστυχώς, λογοτεχνικά ατελές.