«Δεν καταλαβαίνω γιατί είστε τόσο χαρούμενος. Μήπως είστε μαλάκας;» αναρωτιόταν ο πρωταγωνιστής μίας γελοιογραφίας του Altan που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Βαβέλ κάποια στιγμή στα ‘90s. Στις σελίδες του θρυλικού περιοδικού γνωρίσαμε, οι περισσότεροι από εμάς, τις γελοιογραφίες του (και ύστερα τα κόμικς του -κυρίως- από τις ομώνυμες εκδόσεις) και γι’ αυτό είναι μεγάλη η χαρά μας, σχεδόν τρεις δεκαετίες αργότερα, να τον συναντούμε στη χώρα μας (την οποία είχε επισκεφτεί ξανά το 2019), ακόμα κι αν στην τελική «μας πούνε και μαλάκες».
Εξόχως τιμητική για εμάς ήταν η αποδοχή εκ μέρους του θρυλικού καλλιτέχνη της πρόσκλησής μας για μία σύντομη συζήτηση για το έργο του, η οποία έλαβε χώρα στη Βιβλιοθήκη του Ιταλικού Μορφωτικού Ινστιτούτου με την πολύτιμη βοήθεια του κ. Jacopo Noventa Menin. Συναντηθήκαμε λίγες ώρες πριν την εκδήλωση «Ο Κόσμος του Altan», στην οποία μίλησαν για το έργο του ο Γιάννης Κουκουλάς και ο Παναγιώτης Μητσομπόνος, ενώ στο τέλος παρακολουθήσαμε ζωντανά έναν ανεπανάληπτο σκιτσοδιάλογο του Ιταλού με τον Σπύρο Δερβενιώτη.



Λακωνικός στις απαντήσεις του, αλλά πάντοτε με οξυδερκή και διεισδυτική σκέψη, όπως τον έχουμε γνωρίσει άλλωστε και στο έργο του, ο θρυλικός Altan μας μίλησε για το στίγμα του στην πολιτική γελοιογραφία, για το μέλλον της στην εποχή της παρακμής των έντυπων μέσων ενημέρωσης και των πολλαπλών κρίσεων, αλλά και για την καταφυγή του στα παιδικά κόμικς όταν κουράζεται απ’ την πολιτική επικαιρότητα.
Τα πρώτα βήματα στην γελοιογραφία
Μιλώντας για τα πρώτα του βήματα στην τέχνη της πολιτικής γελοιογραφίας, ο Altan μνημόνευσε το περιοδικό L’ Espresso και τον διευθυντή του Λίβιο Ζανέτι, ο οποίος στα τέλη της δεκαετίας του ’60, αρχές της δεκαετίας του ’70, τον παρότρυνε να ασχοληθεί με αυτήν. «Από εκεί ξεκίνησα και πλέον έχουν περάσει πενήντα χρόνια» σχολιάζει σκωπτικά. Είναι σαφές βέβαια, ότι δεν είναι μονάχα τα πολλά χρόνια της ενασχόλησης του Altan με το είδος αυτό που τον χαρακτηρίζουν, αλλά το στίγμα που έχει αφήσει στην Ένατη Τέχνη με το χαρακτηριστικό του εικονογραφικό στυλ και το μοναδικό του χιούμορ.

Το μυστικό μίας καλής γελοιογραφίας
Ρωτώντας τον εάν υπάρχει κάποιο μυστικό για την καλή γελοιογραφία, στην πραγματικότητα περιμέναμε μάλλον να γελάσει και να ελιχθεί. Όμως, αντ’ αυτού, ο Altan συμπύκνωσε σε μονάχα δύο προτάσεις τις βασικές αρχές της τέχνης του:
«Ένα καλό σκίτσο πρέπει να είναι, πρώτα απ’ όλα, πολύ συνοπτικό και ύστερα να προτείνει μια διαφορετική οπτική γωνία για τα πράγματα. Ιδανικά να μην δίνει το μήνυμά του άμεσα και ξεκάθαρα, αλλά με κάποια αμφισημία»

Όπως είπε και στην εκδήλωση στο Ιταλικό Ινστιτούτο, συχνά οι θαυμαστές του τον παινεύουν για την διαχρονικότητα των σκίτσων του. Ο ίδιος βέβαια, γνωρίζει ότι η διαχρονικότητα αυτή, δεν προέρχεται από κάποιο υπερβατικό χάρισμα, αλλά απ’ την ελλειπτικότητα και την αμφισημία των γελοιογραφιών του, οι οποίες τις καθιστούν λειτουργικές ακόμα κι αν αλλάζουν τα συγκείμενα της ανάγνωσής τους. Μία τέτοια γελοιογραφία ήταν και εκείνη του διαλόγου μεταξύ δύο αριστερών, στην οποία αναφέρθηκε στη συζήτησή μας, όπου ο ένας παρατηρούσε, μετά την εκλογική νίκη του Μπερλουσκόνι, ότι «θα μπορούσε μετά τις εκλογές να ήταν και χειρότερα» και ο άλλος κοφτά απαντούσε «όχι». Πρόκειται για μία στιχομυθία που θα μπορούσε να εκφράσει τις αγωνίες πολιτών σε ολόκληρο τον κόσμο σε διαφορετικές περιόδους της σύγχρονης ιστορίας.
Μάλιστα, με φανερά πεσιμιστικό τόνο -με μία γκραμσιανή αύρα περί απαισιοδοξίας της σκέψης- ο Altan, τόνισε στη συζήτησή μας, ότι καθόλου βέβαιος δεν είναι για την αποτελεσματικότητα της κριτκής αφ’ εαυτής. Εκείνη η λειτουργία της γελοιογραφίας την οποία αποδέχεται είναι η ικανότητά της «να κάνει τους ανθρώπους που σκέφτονται με έναν συγκεκριμένο τρόπο, να αισθάνονται λιγότερο μόνοι, να τα βλέπουν και να καταλαβαίνουν ότι υπάρχει τουλάχιστον άλλο ένα άτομο που σκέφτεται με τον ίδιο τρόπο». Κι αυτή θεωρεί ότι είναι «μια ελάχιστη παρηγοριά σε αυτήν την κατάσταση, όπου κατά τα άλλα υπάρχει ελάχιστη ελπίδα».

Λογοκρισία, Ισραήλ και πόλεμος στην Παλαιστίνη
Ενώ μιλούσαμε για την έλλειψη ελπίδας στην εποχή της ανόδου της ακροδεξιάς, της περιβαλλοντικής καταστροφής και των πολλαπλών κρίσεων, ο Altan δεν θα μπορούσε να αφήσει ασχολίαστο τον πόλεμο στην Παλαιστίνη, τον χαρακτήρισε ένα πόλεμο «φρικτό όπως ξεκίνησε» και «φρικτό, επίσης, όπως συνεχίζεται».
Η συζήτηση οδηγήθηκε εκεί από μία δική μας ερώτηση σχετικά με το εάν έχει δεχθεί ποτέ άμεση ή έμμεση λογοκρισία, κάτι το οποίο αρνήθηκε ότι του έχει συμβεί, τουλάχιστον σε μεγάλο βαθμό. «Έχω αντιμετωπίσει ελάχιστα, αν όχι καθόλου, τέτοια σοβαρά θέματα», διευκρινίζει, όμως είχε έρθει αντιμέτωπος με μία δικαστική μάχη με μία εταιρεία του Μπερλουσκόνι (σήμερα θα την ονομάζαμε αγωγή SLAPP) επειδή είχε χρησιμοποιήσει ένα παραπλήσιο όνομα με το δικό της (σας θυμίζει κάτι από Greekonomics;). Όμως, τελικά, η αγωγή απορρίφθηκε και ο Altan δικαιώθηκε. Ακόμα και όταν τον ρωτήσαμε εάν έτυχαν ποτέ έμμεσης λογοκρισίας τα παιδικά του έργα, λόγω της πολιτικής του θέσης -όπως έχει συμβεί συχνά στο παρελθόν, με χαρακτηριστικότερη περίπτωση εκείνη της Άλκης Ζέη, όπως το έχει αφηγηθεί η ίδια- απάντησε και πάλι αρνητικά, τονίζοντας ότι πιθανόν ακόμα και να μην ήταν συνδεδεμένος στην κοινή αντίληψη ο δεικτικός πολιτικός γελοιογράφος και κομίστας Altan με τον δημιουργό της Pimpa. Θυμάται να έχει λάβει μονάχα ορισμένες παρατηρήσεις από διευθυντές σχετικά με «λεπτομέρειες, λέξεις, αποχρώσεις» των γελοιογραφιών του και κάποιες συμβουλές να προσπαθήσει «να μην είμαι υπερβολικά σκληρός με ορισμένες καταστάσεις».

Ο λόγος περί λογοκρισίας στις ημέρες μας, ιδίως σε συζητήσεις με καλλιτέχνες, συνήθως καταλήγει σε ερωτήσεις για την πολιτική ορθότητα και την cancel culture, θέμα το οποίο συνειδητά δεν θίξαμε στη συζήτησή μας. Με χαρά, όμως, διαβάσαμε στη συνομιλία του με τον Γιώργη-Βύρωνα Δάβο για το ΑΠΕ-ΜΠΕ να απαντάει πολύ εύστοχα ο Altan περί του κινδύνου αυτολογοκρισίας λόγω της πολιτικής ορθότητας, ότι «υπάρχει ένα σημείο που εμένα μου φαίνεται σωστό, να μαθαίνουν οι άνθρωποι με κάποιον τρόπο, ακόμη και από φόβο, να μην κάνουν ή να λένε κάποια πράγματα. Αυτό μπορεί να βοηθήσει ώστε να μην τα σκέπτονται». Συνεχίζει μάλιστα, στον ίδιο συλλογισμό, καταρρίπτοντας τις εκκλήσεις των τραμπικών περί «απόλυτης ελευθερίας του λόγου» σχολιάζοντας ότι στην πραγματικότητα επιζητούν μία «ελευθερία για να κάνεις βρωμιές» που «δεν είναι μία ουσιαστική ελευθερία».
Εκεί, όμως, που εντοπίζει εντονότερα μία προσπάθεια λογοκρισίας είναι στην περίπτωση της κυβέρνησης του Ισραήλ, η οποία τείνει να παρουσιάζει την κριτική προς την ίδια ως κριτική «προς τους Εβραίος ή εν ολίγοις, ως αντισημιτισμό». Ξεκαθαρίζοντας ότι «προφανώς δεν είναι αυτός ο σκοπός μου» και ότι σε κάθε περίπτωση «προσπαθούμε να μην δίνουμε φωνή σε εκείνους που χρησιμοποιούν τέτοιο λόγο», αναδεικνύει ένα φαινόμενο που γνωρίζουμε πλέον ότι έλαβε μεγάλη έκταση στην πρόσφατη πολεμική σύρραξη στην Παλαιστίνη με έντονη λογοκρισία στα κοινωνικά δίκτυα, την οποία φαίνεται ότι αντιλήφθηκε, παρόλο που ο ίδιος δεν είναι δραστήριος σε αυτά.
Η καταφυγή στην Pimpa

Όμως ο Altan έχει ένα καταφύγιο από όλα αυτά, του οποίου τα θεμέλια έχτισε την μακρινή – πλέον- δεκαετία του 1970, όταν ταξίδεψε με έναν φίλο του στη Βραζιλία για να γυρίσουν ένα ντοκιμαντέρ κι εκεί άρχισε να ασχολείται με την δημιουργία έργων για παιδιά. Ο λόγος αυτού του ενδιαφέροντός του ήταν η γέννηση της κόρης του στην Βραζιλία και η συνειδητοποίηση ότι «μπορούσα να παίζω μαζί της με αυτά τα πράγματα». Έτσι, οδηγήθηκε «σε ένα μονοπάτι που δεν είχα αρχικά σχεδιάσει», στη δημιουργία έργων για παιδιά, μία ενασχόληση που δεν παρήγαγε μονάχα τις γνωστές (κόμικς και τηλεοπτικές) επιτυχίες, αλλά του πρόσφερε και ένα πολύτιμο καταφύγιο:
«Όταν είμαι πολύ, ας πούμε, κουρασμένος από την τρέχουσα πολιτική κατάσταση, η οποία είναι πολύ έντονη τώρα, βρίσκω καταφύγιο στον κόσμο της Pimpa· και εκεί νιώθω πιο ήρεμος»
Παρακολουθήστε το βίντεο της συζήτησης