Τα κόμικς άρχισαν να εμφανίζονται στο προσκήνιο από την δεκαετία του ’30 και κυρίως μεταπολεμικά, ακριβώς επειδή το ανατρεπτικό και αναθεωρητικό πνεύμα της εποχής χαρακτηρίστηκε από την διάψευση των παραδεδομένων αξιών και των ψευδαισθήσεων περί οικουμενικότητας. Το κλίμα ατομικότητας διαδέχθηκε η μαζικότητα, που επηρέασε τον τρόπο έκφρασης και παραγωγής, δημιουργώντας και λογοτεχνικά προϊόντα που απευθύνονται σε μαζικό κοινό. Υπό μια έννοια, συγκροτήθηκε μια «μαζική κουλτούρα», που περιέκλειε και τα κόμικς, εφόσον αυτά παράγονταν και διανέμονταν κατά χιλιάδες.
Σε καμία περίπτωση δεν ισχύει η επικρατούσα κοινή γνώμη που θεωρεί τα κόμικς εύπεπτα ψυχαγωγικά αναγνώσματα, που δεν απαιτούν την εγρήγορση του αναγνώστη, οπότε απευθύνονται αποκλειστικά σε μικρές ηλικίες. Η σύγχυση αυτή οφείλεται στην ταύτιση των κόμικς είτε με ντισνεϋκά δημιουργήματα, είτε μόνο με το υπερηρωικό είδος ή τα απλοϊκά, χιουμοριστικά σκίτσα του ενός καρέ που δημοσιεύονται για παράδειγμα σε περιοδικά με σταυρόλεξα. Τα κόμικς δεν είναι ούτε το οπτικό ισοδύναμο της λογοτεχνίας, γιατί εξ’αρχής αυτή η σύγκριση γίνεται με τα εξωτερικά κριτήρια μιας άλλης τέχνης, οπότε είναι δεδομένη η υπεροχή της λογοτεχνίας υπό αυτό το πρίσμα.
Γιατί όμως τα κόμικς είναι τόσο υποτιμημένα; Εδώ υπάρχει ένα παράδοξο: η κοινωνία κυριαρχείται από εικόνες, ωστόσο o γραπτός λόγος θεωρείται το ύψιστο μέσο λογοτεχνικής θεωρίας. Αυτό συμβαίνει επειδή ο λόγος της λογοτεχνίας γεννήθηκε σε συγκεκριμένο ιστορικό συγκείμενο και ήταν σύμφωνος με τα ενδιαφέροντα των κοινωνικών πρωταγωνιστών. Η ανάγνωση της «υψηλής» λογοτεχνίας δεν υπήρξε λαϊκό αγαθό, αλλά αντιθέτως διακριτικό γνώρισμα της ιδανικής κουλτούρας μιας μειοψηφίας που μέσω της κατανάλωσής της υπερασπιζόταν τη ταξική υπεροχή της. Επομένως, οι λόγοι που οδηγούν στην αμφισβήτηση της αξίας των κόμικς είναι πρώτον η εκλεκτική συγγένεια με τις εικόνες, δεύτερον η καταγωγική σχέση με την κωμωδία, που στα «υψηλά» έργα ταυτίζεται με την ελαφρότητα και το γκροτέσκο και τρίτον η αντίληψη παλινδρόμησης σε συνήθειες της παιδικής ηλικίας(π.χ. παιδικά βιβλία ίσον εικόνες).
Στην πραγματικότητα, τα κόμικς είναι πολυσημειακά, υβριδικά πολιτισμικά προϊόντα, που διαρρηγνύουν τα όρια ανάμεσα στις λέξεις και τις εικόνες. Ο δημιουργός είναι αυτός που καθιερώνει μέσω των στυλιστικών επιλογών του γέφυρες με το πολιτισμικό συγκείμενο, και δανειζόμενος στοιχεία από διάφορα ιστορικά καθιερωμένα μέσα(όπως λογοτεχνία,θέατρο,κινηματογράφος) επιτυγχάνει το επιθυμητό αισθητικό αποτέλεσμα.
Ελληνική σκηνή κόμικς
Με τον όρο ελληνική σκηνή κόμικς εννοείται ο χώρος των κόμικς στα ελληνικά, μέσα από τη δημιουργία κόμικς με διακριτή ιστορία στον γενικότερο χώρο της ελληνικής καλλιτεχνικής δημιουργίας, αλλά και της δημοσίευσης μεταφρασμένων έργων. Η ελληνική σκηνή των κόμικς έκανε τα πρώτα της βήματα στις πρώτες δεκαετίες του προηγούμενου αιώνα με τις γελοιογραφίες και τα εικονογραφήματα των τότε περιοδικών. Ουσιαστικά όμως, όπως και σε άλλες χώρες της Ευρώπης, αναπτύχθηκε μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, με την άφιξη των αμερικάνικων κόμικς.
Αρχικά, περιοδικά όπως η «Διάπλαση» είχαν προετοιμάσει το έδαφος για να γίνουν τα κόμικς πιο εύκολα δεκτά στο ελληνικό κοινό. Όσον αφορά την αμερικάνικη σχολή των κόμικς στη Ελλάδα κυκλοφόρησαν τα «Κλασσικά Εικονογραφημένα» τα οποία παρουσίαζαν έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας σε κόμικς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ελληνικού κόμικς είναι «ο Μικρός Ήρως» του Στέλιου Ανεμοδουρά, ένα εβδομαδιαίο ανάγνωσμα που διακόπηκε λόγω λογοκρισίας το 1968 και εξιστορούσε τις περιπέτειες τριών Ελληνόπουλων κατά τη διάρκεια της κατοχής. Η ώριμη περίοδος του ελληνικού κόμικς αρχίζει από το 1980 και μετά, εποχή που εμφανίστηκαν τα πρώτα ελληνικά περιοδικά , όπως η «Βαβέλ», που συνεργαζόταν με ξένους δημιουργούς και είχε στοιχεία πολιτικής κριτικής, ενώ το πρώτο κατεξοχήν ελληνικό περιοδικό ήταν οι Κωμωδίες του Αριστοφάνη σε κόμικς. Σήμερα, παρά τις οικονομικές δυσκολίες βλέπουμε ότι ανθεί η εγχώρια παραγωγή κόμικς έστω και σε μορφή αυτοεκδόσεων, φανζίν και webcomics.
Αφήγηση και κόμικς
Τα κόμικς αποτελούν ένα μονο-αισθητικό μέσο, οπότε η μετάδοσης της πληροφορίας διενεργείται αποκλειστικά μέσω της όρασης. Επομένως, τα αφηγηματικά στοιχεία του κόμικς στο σύνολό τους εκμεταλλεύονται στο έπακρο την δυναμική της εικόνας, προκειμένου να εμπλέξουν τελικά και τις πέντε αισθήσεις του αναγνώστη.
Για παράδειγμα, στα «συννεφάκια» ,ο τρόπος σχεδίασής τους αντανακλά νοερά τον τρόπο σκέψης ή ομιλίας του προσώπου. Το ίδιο γίνεται με το στυλ και το μέγεθος της γραμματοσειράς, τα σημεία στίξης και τα επιφωνήματα. Επίσης, στις λεζάντες περιορίζεται η φωνή του αφηγητή και δίνονται περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τον τόπο και χρόνο της ιστορίας, επιτυγχάνοντας έτσι την νοηματική σύνδεση των καρέ. Βλέπουμε, δηλαδή, ότι στα κόμικς κυριαρχεί μια «μεταγλώσσα» ,η οποία διαδραματίζει ωστόσο δευτερεύοντα ρόλο στην αφήγηση, αφού η μεταβίβαση μηνυμάτων γίνεται κυρίως μέσα από την εικόνα. Υπό αυτό το πρίσμα, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι η γλώσσα των κόμικς είναι φτωχή, τυποποιημένη, στερημένη του περιγραφικού της ρόλου. Από την άλλη ,όμως, εύκολα μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι πρόκειται για ένα λόγο περιεκτικό, νευρώδη, αιχμηρό, που φανερώνει δράση, δίχως να φιλολογεί, που είναι λακωνικός και συνάμα αλληγορικός.
Σημαντικό ρόλο όμως στην αφήγηση παίζει και ο χώρος ανάμεσα σε δυο καρέ, που ίσως να είναι ισάξιος του ρόλου των καρέ καθεαυτών. Και εξηγούμαι: Ο δημιουργός αφηγείται παραθέτοντας με λογική ακολουθία μια σειρά εικόνων. Η σχέση του ενός καρέ με το επόμενο ή το προηγούμενο δεν μπορεί να είναι όπως τα στιγμιότυπα στον κινηματογράφο, οπότε ο κομίστας κάνει επιλεκτική απεικόνιση των στοιχείων της δράσης και έτσι καθοδηγεί την ματιά του αναγνώστη σε όποιο σημείο επιθυμεί. Επομένως, κάνουμε την προφανή παραδοχή ότι ο αναγνώστης νοερά θα διαβάσει πρώτον το ακίνητο στιγμιότυπο ως κινούμενο, θα συνδέσει δεύτερον νοηματικά το ένα καρέ με το επόμενο, για να καταλήξει σε τρίτο βαθμό να αποκτήσει μια νοηματική επάρκεια στο σύνολο των καρέ. Αυτή η διαδικασία γίνεται κάθε φορά που διαβάζουμε ένα κόμικς, αλλά ακριβώς επειδή γίνεται νοερά , επιλέγουμε υποσυνείδητα να την αγνοήσουμε.
Graphic Novels
Την δεκαετία του ’80, εμφανίστηκε ένα είδος διαφορετικό από τα μέχρι τότε mainstream κόμικς. Αυτό το νέο είδος, που ονομάστηκε art κόμικς και ανήκουν τα σύγχρονα graphic novels,είχε αναβαθμισμένα του χαρακτηριστικά, δηλαδή προσεγμένο σχέδιο, συγκροτημένο μυθιστορηματικό λόγο και ανάπτυξη μιας αυτοτελούς ιστορίας, άρα απευθυνόταν και σε ένα πιο «ώριμο», βιβλιόφιλο κοινό.
Το βάρος δεν πέφτει στους χαρακτήρες ή στην πλοκή, αλλά στην απόπειρα του δημιουργού να αποτυπώσει την άποψή του για ένα θέμα –«σοβαρό», όπως επισημαίνεται συχνά με καλλιτεχνική διάθεση τόσο στο εικονογραφικό όσο και στο λεκτικό επίπεδο. Η νέα φόρμα κέρδισε γρήγορα κοινό και κριτική και συνέβαλλε καθοριστικά στην ανατροπή της προκατάληψης που ακολουθούσε τα κόμικς ως έργα επιβλαβή για την ηθική των αναγνωστών, τα οποία κατατάσσονταν στην παραλογοτεχνία. Σήμερα, o όρος graphic novel χρησιμοποιείται πλέον για να χαρακτηρίσει μια ανθολογία κόμικς ιστοριών, αλλά και την ανάπτυξη μίας και μόνο ιστορίας. Σε αυτό το αναβαθμισμένο πλαίσιο, τα κλασσικά έργα μπορούν άριστα να αποτελέσουν την μυθιστορηματική βάση ενός graphic novel, οπότε κάπως έτσι περνάμε στο έργο που θα μας απασχολήσει σήμερα.
«Πάπισσα Ιωάννα»
Η «Πάπισσα Ιωάννα» είναι ένα κόμικς που βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Εμμανουήλ Ροΐδη και εξιστορεί έναν μεσαιωνικό θρύλο για μια γυναίκα που κατόρθωσε, μεταμφιεσμένη σε άντρα, να ανελιχθεί στα ανώτατα εκκλησιαστικά αξιώματα και τελικά να αναρριχηθεί στον παπικό θρόνο. Είναι η πρώτη φορά που το βιβλίο μεταφέρεται σε μορφή κόμικς και σε αυτό το σημείο θα ήθελα να αναφερθώ στο γενικότερο εγχείρημα της προσέγγισης ενός κλασσικού έργου. Είναι διακύβευμα, κάθε φορά, το αν θα καταφέρει ο σύγχρονος δημιουργός όχι μόνο να επικοινωνήσει με ένα κλασσικό έργο αλλά και να το μεταφέρει στις συνθήκες της εποχής που βρίσκεται ο ίδιος και αυτό γιατί απαιτεί τόσο καλλιτεχνική όσο και πολιτική συνείδηση.
Ο Λευτέρης Παπαθανάσης κατάφερε να κάνει και τα δυο, ακριβώς επειδή διέθετε τα παραπάνω. Το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργήσει ένα έργο με εμφανείς αναφορές στο σήμερα, υπενθυμίζοντάς μας με χιούμορ ότι δεν έχει αλλάξει και πολύ η φύση του ανθρώπου μέσα στους αιώνες. Αυτή η επαφή με το σήμερα επιτυγχάνεται με επιτυχημένους χιουμοριστικούς αναχρονισμούς ή παραθέτοντας σύγχρονα πολιτικά συνθήματα σε απροσδόκητα σημεία της εικόνας. Η συνύπαρξη, επίσης, της ιδιάζουσας καθαρευουσιάνικης γλώσσας του Ροΐδη με τη νεοελληνική αργκό στην ίδια σελίδα, ακόμα και στο ίδιο καρέ, αποτελεί ένα χιουμοριστικό διάλειμμα που αποσυμπιέζει τον έντονο συναισθηματικό τόνο του κατά τα άλλα δραματικού μύθου της Ιωάννας.
Χιουμοριστικά λειτουργούν, τέλος, οι παραλληλισμοί με τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα όταν η Ιωάννα αναγκάζεται να ανεχτεί τους αυλοκόλακες και τελικά να ενδώσει κι αυτή στα ρουσφέτια και τον αυταρχισμό της εξουσίας. Όταν πρωτοδημοσιεύτηκε η Πάπισσα Ιωάννα, ο Ροΐδης είχε να αντιμετωπίσει την δυσαρέσκεια της Ορθόδοξης Εκκλησίας και του κράτους, που έκριναν και κρίνουν κάθε μορφή τέχνης με κριτήρια δογματικά, κοντόφθαλμα και εθνικοπατριωτικά. Αυτές οι επιθέσεις δεν πτόησαν τον Ροΐδη που δεν σταμάτησε ποτέ να τα βάζει με τις νεοελληνικές μικρότητες της εποχής του και να επιτίθεται στο συντηρητισμό σε κάθε έκφανση του , είτε αυτός ήταν πολιτικός, κοινωνικός είτε λογοτεχνικός.
Σήμερα, ο συντηρητισμός σχετίζεται άμεσα με την τάση ατομικισμού που χαρακτηρίζει τον πολίτη των σύγχρονων καπιταλιστικών κοινωνιών, ο οποίος εγκλωβίζεται σε ένα αυτιστικό σύμπαν ,καθορισμένο αποκλειστικά και μόνο από το συμφέρον του. H ιστορία της Πάπισσας εξερευνά μια ακραία μορφή αυτού του ατομικισμού, σε σημείο κιόλας που η ηρωίδα επιλέγει να απαρνηθεί εντελώς το φύλο και τη φύση της προκειμένου να κατακτήσει την εξουσία. Μέσα από την κατάληξη του έργου, όμως, υποδεικνύεται ότι κάθε τέτοια κατάσταση είναι παθολογική και δεν μπορεί παρά να οδηγήσει στον όλεθρο.
Όσοι είστε οπτικοί τύποι, ορίστε και το video από την εισήγηση!
[youtube https://www.youtube.com/watch?v=hYNw7M_LYF4]