Παράδοση και ιστορία, έθιμα και δεισιδαιμονίες, άνθρωποι και θεοί αναμειγνύονται σε δεκαέξι διηγήματα του Ανδρέα Νικολακόπουλου στο νέο του βιβλίο «Αποδοχή Κληρονομίας» που κυκλοφόρησε πριν λίγους μήνες απ’ τις εκδόσεις Ίκαρος. Πρόκειται για τις ιστορίες ενός νέου συγγραφέα, ο οποίος αφηγείται άλλοτε βιώματα τραυματικά και στενάχωρα κι άλλοτε καταστάσεις σκοτεινές και τρομακτικές, αντλώντας τη θεματολογία τους απ’ τις συλλογικές μας ρίζες.
Οι πρωταγωνιστές των διηγημάτων του Νικολακόπουλου είναι καθημερινοί άνθρωποι της ελληνικής επαρχίας του 20ου αιώνα, εκείνοι οι «ανώνυμοι» για τους οποίους σπάνια μαθαίνουμε πώς έζησαν και πώς πέθαναν. Αγράμματοι συνήθως, αφοσιωμένοι στην καλλιέργεια της γης ή απασχολούμενοι με άλλα χειρωνακτικά επαγγέλματα χρήσιμα για τις επαρχιακές τους κοινωνίες, των οποίων συνήθως τα προσωπικά βιώματα χάνονται στη λήθη. Κυνηγοί, τεχνίτες, παπάδες, στρατιώτες στο μέτωπο, σε αυτούς στρέφεται η προσοχή του συγγραφέα. Στο τελευταίο διήγημα του βιβλίου (το οποίο διαβάζεται ως ο τερματικός σταθμός ενός ταξιδιού με δεκαέξι ξεχωριστούς σταθμούς) ο συγγραφέας μας εξηγεί το προσωπικό του κίνητρο να αναζητήσει τις αξιοσημείωτες στιγμές της ζωής των «ανώνυμων» της ελληνικής επαρχίας και να μην αφήσει να εξαφανιστούν στη σιωπή.
Πρόκειται για ιστορίες δραματικές, η καθεμία με το δικό της ξεχωριστό τρόπο. Καλλιεργώντας ένα σκληρό ρεαλισμό, οι ήρωές του μετατρέπονται σε τραγικές φιγούρες που δεν μπορούν να ξεφύγουν απ’ τη μοίρα, από μεταφυσικούς κινδύνους ή και από τις ανθρώπινες τερατωδίες. Στις σελίδες του βιβλίου γνωρίζουμε ήρωες καταραμένους που λυγίζουν μπροστά στην παντοδυναμία των σκληρών θεών, στρατιώτες που δεν υποτιμούν την αξία της ζωής (ακόμα και του εχθρού), μετανάστες εγκαταλελειμμένους σε ένα ξένο τόπο, ξεριζωμένους που κυνηγούν ένα καλύτερο μέλλον αλλά όπου κι αν πάνε τους ακολουθούν οι κακουχίες κι ο θάνατος. Το ατομικό τους βίωμα μετατρέπεται σε συλλογικό όταν μέσα από τις προσωπικές τους ιστορίες αναδύονται ανθρώπινες τραγωδίες με διαχρονικό χαρακτήρα, όπως είναι ο πόλεμος, η μετανάστευση, η εκμετάλλευση, η βία, το ανθρώπινο μίσος. Ισχυρά κοινωνικά φαινόμενα που παρασέρνουν τους απλούς ανθρώπους, οδηγώντας τους στη φτώχια, στην καταστροφή, στην τρέλα ή ακόμα και στο θάνατο. «Κτήνη με στολές καταντήσαμε όλοι» διαπιστώνει με δραματικό τόνο ένας φαντάρος του ελληνικού στρατού της Μικρασιατικής Εκστρατείας στο διήγημα «Μαϊστρος», ενώ στον «Τρωγλοδύτη», με φόντο τον Ισπανικό Εμφύλιο, ένας εθελοντής στρατιώτης με τις Διεθνείς Ταξιαρχίες, λύγισε σωματικά και πνευματικά μετά από ένα σκοτωμό και εξομολογούνταν ότι «Θεό εγώ δεν πίστευα πια, μα στον άνθρωπο μπροστά γονάτιζα». Επίσης στις σελίδες του βιβλίου αναδεικνύεται και η μετανάστευση, μέσα από ιστορίες Ελλήνων που ταξίδευαν στην Αμερική σε συνθήκες που αμέσως ανασύρουν στη μνήμη το δράμα των σύγχρονων προσφύγων. Με τέτοιες εικόνες ερχόμαστε αντιμέτωποι στην ιστορία του «Προγονικού», η οποία βασίζεται στην πραγματική ιστορία της δημιουργίας της Νέας Σμύρνης της Αμερικής (μίας περιοχής κοντά στη Φλόριντα) στην οποία κατέπλευσαν χιλιάδες Έλληνες για να αναζητήσουν ένα καλύτερο μέλλον και τελικά κατέληξαν σε ένα καθεστώς σκλαβιάς, αλλά και στα «Πικρά Χαμπέρια» σε μία ιστορία μετανάστευσης στην Αμερική που σημαδεύτηκε από ένα ταξίδι με κακουχίες και θάνατο για τους φτωχούς μετανάστες:
«Στο «Φραντζέσκα» επάνω είδαν κόσμο να πεθαίνει από αρρώστιες, κρύο και πείνα, μα πάντα επιβάτες της τρίτης θέσης»
Το στοιχείο του τρόμου ξεδιπλώνεται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον στο βιβλίο κι αυτό επειδή πηγάζει εγγενώς απ’ τις παραδόσεις της ελληνικής επαρχίας, απ’ τις δοξασίες, τους μύθους και τις δεισιδαιμονίες που επικρατούν και διαδίδονται ανά τους αιώνες. Το μεταφυσικό στοιχείο εμφανίζεται τακτικά, όμως δύσκολα μπορούμε να διακρίνουμε απ’ την αφήγηση αν είναι πράγματι αυτό η αιτία των κακών που βρίσκουν τους πρωταγωνιστές ή αν είναι απλώς η ερμηνεία που τους αποδίδει τελικά ο κοινωνικός τους περίγυρος. Κατάρες εμφανίζονται ικανές να ξεκληρίσουν ολόκληρες οικογένειες, ενώ ακόμα και φυσικά φαινόμενα, όπως το άγριο κύμα της θάλασσας, ερμηνεύονται ως θεϊκή εκδίκηση από όσους τους έχουν κοστίσει το θάνατο αγαπημένων προσώπων. Με μία γνήσια λαϊκότητα ο συγγραφέας αναδεικνύει τους φόβους των ανθρώπων που δημιουργούν και συντηρούν τις δεισιδαιμονίες και την πίστη στα μεταφυσικά φαινόμενα, ανασύροντας στη μνήμη μας μία αντίστοιχης θεματολογία και ανάλογης ποιότητας συλλογή διηγημάτων, τις «Παγανιστικές Δοξασίες της Θεσσαλικής Επαρχίας» του Χρυσόστομου Τσαπραϊλη. Επιπλέον ο συγγραφέας εστιάζει συχνά στον τρόπο που οι απλοί άνθρωποι αναμειγνύουν ετερόδοξες αντιλήψεις του παρόντος και του παρελθόντος, σε αντίθεση (ή και σε ρήξη) με την αυστηρότητα των δογμάτων των θρησκειών που έχουν επικρατήσει στην εποχή μας. Μία τέτοια χαρακτηριστική περίπτωση είναι ο παπάς στο διήγημα «Ελάφια αγριεμένα» που παρά τις παγανιστικές του νεανικές ανησυχίες ασπάστηκε τον χριστιανισμό, εμπλουτίζοντας όμως την πίστη του και τον τρόπο ζωής του με δεισιδαιμονίες άλλων θρησκευτικών αντιλήψεων:
«Αν τεντωνόμουν στο τραπέζι την ώρα που δειπνούσαμε, με έβαζε να κάνω μετάνοιες, γιατί έλεγε έτσι έρχεται ο Διάβολος και μας μαγαρίζει το φαγητό. Αν ξεχνιόμουν και σταυροκοπιόμουν με το αριστερό, πάλι μετάνοιες και παρακλήσεις. Όταν έβαζα κρασί στο ποτήρι μέχρι τη μέση, μου ‘λεγε πως έρχεται ο Σατανάς και πλένει τα ποδάρια του, κι έτσι έπρεπε να το γεμίζω, λέει, για να πέσει μέσα να πνιγεί ο τρισκατάρατος»
Γενικώς, παρ’ όλο που ο Νικολακόπουλος εστιάζει στην παράδοση των ελληνικών τόπων του 20ου αιώνα, με κάθε ευκαιρία προσπαθεί να εξηγήσει ότι αυτή έχει διαμορφωθεί μέσα από την μακραίωνη συνύπαρξη των ελληνικών πληθυσμών με άλλες εθνότητες, φυλές και θρησκείες. Τοποθετώντας το διήγημα του «Λευκός Θάνατος» στη Νικομήδεια (το σημερινό Ιζμίτ, μία περιοχή αποικισμένη από Έλληνες ήδη απ’ τα αρχαία χρόνια), μιλάει για την ειρηνική συνύπαρξη μεταξύ χριστιανικών και μουσουλμανικών κοινοτήτων, η οποία διακόπηκε βίαια με την τούρκικη επίθεση στην περιοχή, από «τους άντρες που μέχρι χθες έπιναν καφέ και σαλέπι μαζί». Με αυτή τη συνύπαρξη χριστιανών και μουσουλμάνων και την ανταλλαγή ηθών και εθίμων έχει απασχοληθεί η ιστορική έρευνα, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την παραστατική αφήγηση του Mark Mazower στο έργο του Τα Βαλκάνια (εκδόσεις Πατάκη). Ο Νικολακόπουλος υιοθετεί αυτή τη ματιά του αντικειμενικού παρατηρητή στις ιστορίες του, σε αντίθεση με τον εθνικισμό που επιβάλλεται απ’ τις κυρίαρχες αφηγήσεις στην ελληνική δημόσια ιστορία, όπως την μαθαίνουμε από πολύ μικρή ηλικία στο σχολείο. Με αυτή την αποστασιοποιημένη ματιά ο συγγραφέας επιλέγει να αναδείξει τη φρίκη του πολέμου, ακόμα και αν οι τραγωδίες δημιουργούνται απ’ τον ελληνικό στρατό, όπως συνέβη στη Μικρασιατική Εκστρατεία:
«Κάποια Δευτέρα πρωί, αρχές Μαγιού, αφήσαμε το χωριό μας και δεκαπέντε μέρες μετά πατήσαμε στη Σμύρνη. Τον καιρό που ακολούθησε είδαν πολλά τα μάτια μου. Χωριά να καίγονται, βρέφη να σφαγιάζονται πριν καν πουν λέξη, γυναίκες να ατομάζονται και άντρες να εκτελούνται μέσα στα δάκρυά τους, χωρίς κανένα έλεος»
Η γλώσσα του Νικολακόπουλου ξεχωρίζει για την αυθεντικότητα και την ποιητικότητά της, αλλά και για τα ηθογραφικά στοιχεία που εμπεριέχει. Σε διάφορα σημεία ο συγγραφέας χρησιμοποιεί τη ντοπιολαλιά και τους ιδιωματισμούς που θα χρησιμοποιούσαν οι πρωταγωνιστές του στην πραγματική τους ζωή, ενισχύοντας το ρεαλισμό αλλά και την ιστορικότητα των αφηγήσεων.
Τα διηγήματα της «Αποδοχής Κληρονομίας» είναι όλα τους ολιγοσέλιδα, όμως ήδη απ’ τις πρώτες γραμμές τους χτίζουν μία ατμόσφαιρα που μαγνητίζει τον αναγνώστη, που τον βυθίζει στην εκάστοτε αφήγηση και πολλές φορές τον κάνει να νιώθει ένα αίσθημα ασφυξίας απ’ την αγωνία και τον τρόμο. Το κάθε διήγημα της συλλογής είναι και ένα μοναδικό σπάραγμα μίας ζωής ενός ανώνυμου ανθρώπου της υπαίθρου που βίωσε μία τραγωδία (ή έγινε μάρτυράς της) και βρίσκει το κουράγιο να μας την διηγηθεί. Έτσι ο συγγραφέας δίνει φωνή σε μυθοπλαστικούς χαρακτήρες της ελληνικής υπαίθρου του 20ου αιώνα, οι ζωές των οποίων χαρακτηρίζονται από έναν σκληρό ρεαλισμό, υπό το βάρος του οποίου μετατρέπονται σε διαχρονικούς τραγικούς ήρωες. Είναι σαφές ότι ο νεαρός συγγραφέας Ανδρέας Νικολακόπουλος με την «Αποδοχή Κληρονομίας» μας προσέφερε ένα απ’ τα πιο αξιόλογα βιβλία που κυκλοφόρησαν στα ελληνικά το 2020 και επιπλέον μία ισχυρή προσδοκία για το μέλλον του στη σύγχρονη ελληνική πεζογραφία.