Γράφει ο Πέτρος Χριστούλιας*
Λίγο πριν γεννηθώ η μητέρα μου ανακάλυψε τον «Asterix» που εκείνη την περίοδο αποτελούσε έτσι κι αλλιώς ένα εμπορικό φαινόμενο. Μέσα σε μια μικρή περίοδο μάζεψε ότι είχε κυκλοφορήσει μέχρι τότε. Η μανία για τα κόμικ της πέρασε λίγο αργότερα αλλά στη βιβλιοθήκη του σπιτιού μου καθώς μεγάλωνα υπήρχε μια μικρή συλλογή που νομίζω ότι με σημάδεψε για τα καλά.
Αν πρέπει λοιπόν να ξεχωρίσω ένα αγαπημένο μου κόμικ για να σχολιάσω, θεωρώ ότι είμαι σχεδόν υποχρεωμένος να αποτίνω φόρο τιμής στη σειρά που βρίσκεται στη βάση της αισθητικής μου καλλιέργειας πάνω σε αυτό το μέσο έκφρασης. Καθώς μεγάλωνα η αντίληψή μου ωρίμαζε και φυσικά οι προτιμήσεις μου για τις αγαπημένες μου ιστορίες των ανυπότακτων Γαλατών μεταλλάσσονταν. Όταν πια έφτασα σε μια ηλικία που απέκτησα μια πιο συγκροτημένη άποψη κατέληξα σε αυτό που παραμένει μέχρι και σήμερα το αγαπημένο μου βιβλίο της σειράς.
Το «Αστερίξ και η χύτρα» είναι το 13ο βιβλίο της σειράς και πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Pilote ( τεύχη 469 -491). Οι δημιουργοί έχουν φτάσει πια σε μια ωριμότητα που τους απελευθερώνει μέσα στα πολύ σίγουρα πλαίσια που οι ίδιοι έχουν θέσει για το σύμπαν που έχουν δημιουργήσει. Όταν πρωτοδιάβασα την συγκεκριμένη ιστορία ήμουν σε μια ηλικία που δεν μπορούσα να εκτιμήσω την καλοφτιαγμένη πλοκή και τις πολλές αναφορές. Το κάπως σύνθετο σενάριο πιο πολύ με δυσκόλευε παρά μου έδινε ευχαρίστηση. Αυτό ανατράπηκε εντελώς καθώς μεγάλωνα και ίσως αυτός να είναι ο λόγος που το ξεχωρίζω από άλλα ισάξια βιβλία της ίδιας περιόδου της σειράς.
Σε αυτήν την ιστορία ο αρχηγός ενός γειτονικού γαλατικού χωριού που έχει υποκύψει, όπως και όλη η υπόλοιπη Γαλατία, στους Ρωμαίους έρχεται για να εμπιστευτεί στο χωριό του Αστερίξ μια χύτρα γεμάτη με λεφτά, που είχαν πάρει μυρωδιά από την σούπα που περιείχε πριν, μέχρι να περάσει ο Ρωμαίος φοροεισπράκτορας. Ο Γκοσινύ μας συστήνει αυτόν τον νέο χαρακτήρα με το ευφάνταστο όνομα Ηθικελαστίξ (Moralélastix) που προοικονομεί τον ύπουλο ρόλο που θα παίξει στη συνέχεια. Η χύτρα αδειάζει μυστηριωδώς το ίδιο βράδυ από το μυρωδάτο περιεχόμενό της και ο Αστερίξ που είχε οριστεί υπεύθυνος για την φύλαξή της, ως ο ικανότερος πολεμιστής του χωριού, εξορίζεται μέχρι να την γεμίσει πάλι με λεφτά. Φυσικά ο Οβελίξ δεν αφήνει μόνο του τον φίλο του στην πιο δύσκολη στιγμή και τον ακολουθεί όπως πάντα μαζί με τον Ιντεφίξ. Η ιστορία εξελίσσεται σε μερικά επεισόδια και καταλήγει πατώντας στην φόρμα μιας κλασσικής αστυνομικής πλοκής, με μια αποκάλυψη που οδηγεί σε μια τελική σύγκρουση.
Ο κεντρικός άξονας της ιστορίας θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι το θέμα του χρήματος και της απόκτησής του. Οι Γαλάτες του γνωστού μας χωριού δεν είναι εξοικειωμένοι με τα χρήματα αφού η οικονομία τους είναι ανταλλακτική και έτσι όταν ο Αστερίξ χρειάζεται για πρώτη φορά να βγάλει λεφτά βρίσκεται εντελώς έξω από τα νερά του. Ο Γκοσινύ, βάζοντας τον ήρωά του να προσπαθεί να βρει λύση σε αυτό το πρόβλημα αποδομεί διάφορες οικονομικές δραστηριότητες. Πρώτα-πρώτα οι ήρωες απορρίπτουν χωρίς δεύτερη σκέψη την ιδέα να αφηγηθούν τις περιπέτειες τους επί πληρωμή, αφού κανένας δεν θα ήθελε να τις ακούσει. Την περίοδο που φτιάχτηκε η συγκεκριμένη ιστορία οι δημιουργοί είχαν γίνει πολύ πλούσιοι ήδη δίνοντας στο αυτοαναφορικό σχόλιο χροιά καθαρά ειρωνική. Στη συνέχεια οι ήρωες συνειδητοποιούν το χάος της ελεύθερης αγοράς προσπαθώντας να στήσουν επιχείρηση εμπορίας αγριογούρουνων ενώ λίγο αργότερα έρχονται αντιμέτωποι με την σκληρή πραγματικότητα της εξαρτημένης εργασίας όπου τα υπερβολικά προσόντα στην αρένα των μονομάχων αποδεικνύονται εμπόδιο για την άνοδο τους. Το κυνήγι των ευκαιριών φυσικά τους οδηγεί σε κάποιο μεγαλύτερο κέντρο. Στην περιοχή τους εκείνη την εποχή αυτό μάλλον ήταν η Κονδάτη (σημερινή Rennes). Εκεί, πέρα από τις βασικές δραστηριότητες, μπορεί κανείς να ανακαλύψει και άλλες όπως η Τέχνη. Η αγαπημένη μου σκηνή είναι η αυτή με το αρχαίο θέατρο. Μέσα σε 5 σελίδες οι δημιουργοί κατασκευάζουν έναν αναχρονισμό, σχόλιο πάνω στο μοντέρνο θέατρο και στην τέχνη της πρωτοπορίας γενικότερα, προβάλλοντας επίσης και την υποκρισία της εκάστοτε εξουσίας. Δεν πιστεύω ότι είναι τυχαίο που η ιστορία πρωτοδημοσιεύτηκε λίγους μήνες μετά τα γεγονότα του Μάη του 68. Η σκηνή είναι μάθημα αφηγηματικού ρυθμού και ίσως για αυτό ο Ουντερζό την «υπογράφει» σχεδιάζοντας στο κοινό τις καρικατούρες του Γκοσινύ και του εαυτού του. Οι ήρωες μετά από μια μικρή εμπλοκή με τον τζόγο και την αναπόφευκτη ματαίωση των προσδοκιών τους καταφεύγουν στο έγκλημα. Μεθοδικά σχεδιάζουν την ληστεία της κεντρικής τράπεζας όπου όταν τελικά μπουκάρουν άγαρμπα βρίσκονται μπροστά στην φούσκα του τραπεζικού συστήματος.
Η λύση έρχεται από τον από μηχανής θεό με την μορφή του Ρωμαίου φοροεισπράκτορα που συναντούν με την συνοδεία του μέσα στο δάσος. Τελικά η τιμωρία του ύπουλου Ηθικελαστίξ έρχεται μετά την τελική σύγκρουση όπου σε μια από τις σπάνιες φορές βλέπουμε τον Αστερίξ να χρησιμοποιεί το σπαθί του. Τα λεφτά του χάνονται και για μία και μοναδική φορά οι πειρατές επωφελούνται, δραματικά δικαιωμένοι για το άδικο ξύλο που έφαγαν στην αρχή της ιστορίας.
Ακολουθώντας τη μυρωδιά των χρημάτων παρακολουθούμε να ξεδιπλώνεται μπροστά μας μια ιστορία που σκοπό έχει κατά την γνώμη μου, πέρα από την καθαρή διασκέδαση που προσφέρει, να αναδείξει πόσο παράλογες και γελοίες μπορεί να γίνουν οι οικονομικές συναλλαγές των ανθρώπων. Μέσα από το εργαλείο του αναχρονισμού στο οποίο στηρίζεται το χιούμορ του «Αστερίξ» γίνεται προφανές ότι πάντα θα υπάρχουν πλεονέκτες, κλέφτες, ληστές τραπεζών αλλά και ληστρικές τράπεζες, τζογαδόροι, ανταγωνιστές, άφραγκοι καλλιτέχνες, λογιστές… Τελικά όπως θα ευχόταν και ο Οβελίξ, καλύτερα η χύτρα να περιείχε μια ωραία ζεστή κρεμμυδόσουπα.
*Ο Πέτρος Χριστούλιας είναι δημιουργός κόμικς, εικονογράφος και ζωγράφος. Ακόμα έχει ασχοληθεί με τo κινούμενo σχέδιo. Σπούδασε ζωγραφική στη Θεσσαλονίκη και ζει στην Αθήνα. Έργα του, μεταξύ άλλων, είναι η τριλογία Γυρνώ σαν Νυχτερίδα και τα Χαρακώματα (τα οποία δημιούργησε μαζί με τον Τάσο Ζαφειριάδη)