Ο Ζιλ Βενσάν (1958) αποτελεί ένα ακόμα μέλος της πολύγραφης γαλλικής noir σχολής με αρκετά βιβλία στο ενεργητικό του, αν και κυκλοφόρησε την πρώτη του δουλειά μόλις το 2011. Προερχόμενος από ένα σπίτι και περιβάλλον που συμμετείχε στην Γαλλική Αντίσταση κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και όντας ένας άνθρωπος που έχει ζήσει σε αρκετά μέρη της Γαλλίας, έχει φροντίσει τις επιρροές αυτές να τις εμφανίζει στα βιβλία του. Ένα πολύ ενδιαφέρον χαρακτηριστικό του είναι πως διοργανώνει εργαστήρια γραφής πέρα από σχολεία και για ιδιώτες, που είναι το σύνηθες, αλλά ταυτόχρονα σε νοσοκομεία και σε φυλακές.
Στα ελληνικά έχουν κυκλοφορήσει συνολικά τέσσερα βιβλία του, με τα τρία πρώτα να εκδίδονται από τις εκδόσεις Καστανιώτη έως το 2016, και το πιο πρόσφατο με τίτλο Αυτή η χώρα που τη δολοφονούν να κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Angelus Novus το καλοκαίρι του 2019 σε μετάφραση Γιάννη Καυκιά, με χρονολογία του πρωτότυπου το 2017 στη Γαλλία.
Η ιστορία λαμβάνει χώρα το φθινόπωρο του 2015 -και λίγο πριν τις επιθέσεις του Νοεμβρίου της ίδια χρόνιας στη Γαλλία-, ταυτόχρονα σε δύο διαφορετικά μέρη της χώρας, με δύο υποθέσεις που βαίνουν παράλληλα και δεν φαίνεται να έχουν κάποια σχέση μεταξύ τους. Η αρχή γίνεται στο νότο, και πιο συγκεκριμένα στη Μασσαλία, όπου βρίσκεται το πτώμα του Γαλλο-Σύρου Ταρέκ Μπασρανί, ο οποίος ήταν διευθυντής της προεκλογικής εκστρατείας μιας νεαρής πολιτικού του Γαλλικού Εθνικού Κόμματος ονόματι Μανόν Πεάν. Η συσχέτιση με το υπαρκτό Εθνικό Μέτωπο της Γαλλίας είναι εμφανής, ειδικά από τη στιγμή που η Μανόν Πεάν έχει μια θεία επίσης στο συγκεκριμένο κόμμα στον γαλλικό βορρά. Την υπόθεση αναλαμβάνει η αλγερινής καταγωγής αστυνόμος Αϊσά Σαντιά με την ομάδα της προσπαθώντας να διαλευκάνει την μαφιόζικη δολοφονία ενός τόσο σημαντικού προσώπου.
Την ίδια περίοδο στον βορρά και το Πα-ντε-Καλαί, βρίσκονται μέσα στο δάσος τα πτώματα δύο νεαρών κοριτσιών από την Ερυθραία, τα οποία είχαν εμφανώς κακοποιηθεί και βιαστεί. Την υπόθεση αυτή θα αναλάβει η υπαστυνόμος Καρόλ Βερμέρ, η οποία έχει πολύ κακές σχέσης με το υπόλοιπο αστυνομικό σώμα στο οποίο υπηρετεί και κουβαλάει χρόνια ψυχολογικά τραύματα ακροβατώντας με την κατάθλιψη.
Όπως συμβαίνει κατά κόρον στη γαλλική αστυνομική σχολή, κατά τη διάρκεια του βιβλίου, παρελαύνουν όλα τα σύγχρονα ζητήματα της κοινωνίας. Ο ρατσισμός κατά των μεταναστών και των προσφύγων, η άνοδος των ακροδεξιών στοιχείων αλλά και μαφίες και ναρκωτικά κάνουν την εμφάνισή τους. Ταυτόχρονα έχοντας ως πτώμα ένα πολύ σημαντικό πρόσωπο ενός πολιτικού κόμματος, ο Ζιλ Βενσάν επιχειρεί να δείξει τις διασυνδέσεις και τις χρηματοδοτήσεις προς ένα κόμμα από άλλες χώρες, όπως το καθεστώς του Άσαντ στη Συρία αλλά και το Κρεμλίνο. Άλλωστε, αν και μεταβάλει τα ονόματα ο συγγραφέας, φροντίζει από την αρχή του βιβλίου να ενημερώσει τον αναγνώστη πως οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπο υπαρκτό, ή που υπήρξε, είναι απολύτως εσκεμμένη. Τα υπόλοιπα είναι απλά μυθοπλασία.
Ένα ακόμα ενδιαφέρον κομμάτι του βιβλίου, είναι ο τρόπος που ο Ζιλ Βενσάν επιχειρεί να αναφερθεί στην κατάθλιψη, τα τραύματα του παρελθόντος και την περιθωριοποίηση στον εργασιακό και κοινωνικό χώρο, χρησιμοποιώντας την υπαστυνόμο Καρόλ Βερμέρ για να τα αναδείξει.
Η γραφή σε γενικές γραμμές είναι μεστή, χωρίς παραπανήσιες περιγραφές, κρατώντας ως επί το πλείστον το τέμπο σε χαμηλούς ρυθμούς. Οι σκηνές δράσεις είναι λίγες και στοχευμένες και τη μερίδα του λέοντος έχουν οι ίδιοι οι χαρακτήρες, ίσως όχι τόσο έντονα βέβαια όσο σε άλλα αντίστοιχα noir μυθιστορήματα. Είναι γεγονός επίσης πως σε σημεία φάνηκε να γίνεται κοιλιά στην ροή της ιστορίας, στην προσπάθεια του Ζιλ Βενσάν να δημιουργήσει την κατάλληλη ατμόσφαιρα. Κάτι το οποίο όμως δεν μειώνει εν τέλει το σύνολο του βιβλίου.
Εν κατακλείδι, με το Αυτή τη χώρα που τη δολοφονούν προστίθεται ένα ακόμα αξιοπρόσεκτο noir μυθιστόρημα στην ελληνική γλώσσα με όλα τα χαρακτηριστικά που θα περίμενε κανείς από ένα μέλος της γαλλικής σχολής όπως ο Ζιλ Βενσάν και σίγουρα αξίζει την προσοχή των φίλων του είδους.