Η Emi (Katia Pascariu), μια καθηγήτρια σε σχολείο, βλέπει τη ζωή της να διαλύεται όταν ένα sex tape που γύρισε με τον σύζυγό της διαρρέει στο διαδίκτυο. Το βίντεο φτάνει μέχρι τους μαθητές της και οι γονείς τους απαιτούν να συγκληθεί έκτακτη συνάντηση, για να αποφασιστεί αν η Emi θα συνεχίσει ή όχι να διδάσκει στο σχολείο.
Πόσο συχνά φτάνει στις (ελληνικές) κινηματογραφικές αίθουσες μια ταινία, της οποίας η εναρκτήρια σεκάνς είναι, κυριολεκτικά, πορνό; Κι όμως, ακριβώς έτσι ξεκινά η ανόσια μαύρη κωμωδία του Ρουμάνου σκηνοθέτη και σεναριογράφου Radu Jude, η οποία βραβεύθηκε με τη Χρυσή Άρκτο στο φετινό Φεστιβάλ Βερολίνου. Οι συνέπειες του sex tape αυτού στη ζωή της πρωταγωνίστριάς του θα επέλθουν στη συνέχεια, όταν, στο πρώτο από τα τρία μέρη του φιλμ, ο κινηματογραφικός φακός την ακολουθεί όσο περπατά στους πολύβουους δρόμους του Βουκουρεστίου, μιλά στο τηλέφωνο με τον σύζυγό της και τη διευθύντρια του σχολείου, προσπαθεί να πλοηγηθεί, κυριολεκτικά και μεταφορικά, στο χάος και την παράνοια που αποτελούν πλέον τη ζωή της μετά από τη διάρρευση του βίντεο.
Συνάμα με την προσωπική οδύσσεια της Emi, και εξ αφορμής της, ο Jude καταγράφει τη συλλογική οδύσσεια της σύγχρονης Ρουμανίας εν μέσω Covid-19. Με κινηματογράφηση ακριβή, νατουραλιστική, και ταυτόχρονα αποστασιοποιημένη, καλειδοσκοπική, η κάμερα του Jude ακολουθεί την ηρωίδα του όσο περπατά στο κέντρο του Βουκουρεστίου, όμως συχνά την εγκαταλείπει, στέκεται σε αντικείμενα και τοποθεσίες, σκισμένα, σεξιστικά πόστερ, ακαλαίσθητα κτίρια, παιδικές κούκλες – στερεότυπα των έμφυλων ρόλων, όλα ματεριαλιστικά σύμβολα μιας κοινωνίας δυτικοποιημένης, απαρχαιωμένης, συντηρητικής, σε ιδεολογική αποσύνθεση. Μαζί με το προσωπικό δράμα της Emi, παρακολουθούμε πολλές άλλες μικρές, καθημερινές συγκρούσεις και διαπληκτισμούς, ανθρώπους να προσβάλλουν και να επιτίθενται, λεκτικά και σωματικά, ο ένας στον άλλον: οξύθυμοι, εριστικοί οδηγοί, αρνητές του Covid-19 να λογομαχούν και να αναμασούν θεωρίες συνωμοσίας, συζητήσεις για σκάνδαλα πολιτικής διαφθοράς, αψιμαχίες και εξυβρίσεις, ένα ετερόκλητο μωσαϊκό ανθρώπων, στον αντικατοπτρισμό του οποίου διαγράφονται όλες οι παθογένειες της ρουμανικής – και βαλκανικής εν γένει – κοινωνίας.
Στο δεύτερο μέρος της υβριδικής, πειραματικής αυτής ταινίας, ο Jude ξεφεύγει ακόμα περισσότερο από την παραδοσιακή φόρμα της κινηματογραφικής αφήγησης και παρεμβάλλει στην ιστορία του ένα κεφάλαιο σατιρικής ανασκόπησης της ρουμανικής και παγκόσμιας Ιστορίας, υπό τη μορφή κινηματογραφικού λεξικού. Δίνοντας τους δικούς του ορισμούς σε μια σειρά από έννοιες που άπτονται κάθε τομέα της δημόσιας και ιδιωτικής ζωής, σχολιάζει τα πάντα, από τον καπιταλισμό και τον υπερκαταναλωτισμό, τον σεξισμό, τον ρατσισμό και την ομοφοβία, τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τον ιμπεριαλισμό, μέχρι και συγκεκριμένα το πολιτικό παρελθόν της Ρουμανίας, με ρητορική όμως που συχνά καταλήγει αντικομμουνιστική και πολιτικά εγγύς στη θεωρία των δύο άκρων.
Στο τρίτο και δυνατότερο αφηγηματικά μέρος της ταινίας, παρακολουθούμε την επίμαχη συνάντηση της Emi με τη συνέλευση των γονέων του σχολείου και τη διευθύντρια, έναν εξοργισμένο, αδηφάγο όχλο που δεν διστάζει να επαναπροβάλει το βίντεό της, να την εξυβρίσει με τους χυδαιότερους σεξιστικούς χαρακτηρισμούς και εν γένει να την κατακρεουργήσει λεκτικά. Σε έναν χώρο όπου τηρούνται οι φυσικές αποστάσεις λόγω Covid, όχι όμως οι αναγκαίες κοινωνικές συνθήκες ευγένειας και σεβασμού, ο Jude τοιχογραφεί και ταυτόχρονα στηλιτεύει ολόκληρη τη ρουμανική κοινωνία, μια κοινωνία που θυμίζει ανησυχητικά την ελληνική: σεξουαλικός πουριτανισμός και θρησκευτικός συντηρητισμός, εθνικισμός, ξενοφοβία, σεξισμός και ομοφοβία, υποκρισία και ατομικισμός, κοινωνικός κανιβαλισμός και ανθρωποφαγία. Αυτο το συνονθύλευμα χαρακτήρων του αντιπροσωπεύει ό,τι πάει στραβά με το σύγχρονο κοινωνικοπολιτικό οικοδόμημα, όμως ο Jude επιλέγει να μην το πάρει διόλου στα σοβαρά αλλά αντ’ αυτού να το διασκεδάσει, σε μια ανηλεή σάτιρα των κακώς κειμένων της χώρας του. Τα δε τρία εναλλακτικά φινάλε που δίνει στην ιστορία του, και ιδίως το πυρετώδες, σουρεαλιστικό πανδαιμόνιο φεμινιστικής εκδίκησης που αποτελεί το τρίτο φινάλε – βγαλμένο κατευθείαν από ταινία του Luis Buñuel , συνηγορούν στην ανάγνωση και ερμηνεία ολόκληρου του φιλμ ως μια αλληγορική φαρσοκωμωδία, μια σουρεαλιστική σάτιρα ηθών.
Το Bad Luck Banging or Loony Porn σίγουρα δεν είναι ένα φιλμ για όλους – στο μεγαλύτερο μέρος του κοινού σίγουρα θα ξενίσει η κατακερματισμένη, meta αφήγηση, η αποστασιοποιημένη κινηματογράφηση, το θεοπάλαβο τέλος, και οπωσδήποτε το hardcore porn με το οποίο ξεκινά η ταινία. Όμως, ο Radu Jude αδιαφορεί και, ταγμένος στη θέση του ότι «η ζωή πρέπει να βιώνεται και ως τραγωδία και ως κωμωδία», δημιουργεί μια ξεκαρδιστική, αιχμηρή σάτιρα για το σεξ, την πολιτική, την ηθικοπλασία και τους τρόπους που αυτά διαπλέκονται, και ταυτόχρονα ένα δηκτικό σχόλιο για την meta- Covid εποχή, με σαρδόνιο χιούμορ και αιρετική αφήγηση, ένα παλαβό πορνό που σίγουρα δεν θα ξεχάσουμε για καιρό.