Η Τζένιουαρι Άντριους, επιτυχημένη συγγραφέας ρομαντικής λογοτεχνίας, βρίσκεται ξαφνικά άφραγκη, χωρισμένη, στο σπίτι του πατέρα της στη λίμνη Μίσιγκαν, για τη διπλή ζωή του οποίου έμαθε λίγο μετά τον θάνατό του, και, το κυριότερο, με συγγραφικό μπλοκάρισμα. Το τελευταίο που της χρειαζόταν ήταν ο αντιπαθής γείτονας του διπλανού σπιτιού, που δεν είναι άλλος από τον Ογκάστους Έβερετ, τον αντίπαλό της στο κολέγιο και πλέον πολύκροτο και βραβευμένο συγγραφέα «σοβαρής» λογοτεχνίας. Η Τζένιουαρι και ο Γκας χλευάζουν ο ένας το λογοτεχνικό είδος που γράφει ο άλλος, γι’ αυτό αποφασίζουν να βάλουν ένα στοίχημα: έχουν μέχρι το τέλος του καλοκαιριού για να γράψουν, εκείνη ένα μυθιστόρημα literary fiction και εκείνος ένα μυθιστόρημα είδους, ρομαντικής λογοτεχνίας. Όσο το καλοκαίρι περνά και εκείνοι θα ανακαλύπτουν όλο και καλύτερα ο ένας τον άλλον, αλλά και τους ίδιους τους εαυτούς τους, οι δυο τους θα έρθουν πιο κοντά και οι ζωές τους θα αλλάξουν για πάντα.
Η Emily Henry είναι μια από τις πιο πολυδιαβασμένες και επιτυχημένες γυναίκες συγγραφείς ρομαντικής λογοτεχνίας, BookTok sensation με φανατικούς θαυμαστές ανά τον κόσμο που θα διάβαζαν ακόμα και τη λίστα με τα ψώνια της. Μετά τα δύο τελευταία μυθιστορήματά της, Άνθρωποι που συναντάμε στις διακοπές και Άνθρωποι που αγαπούν τα βιβλία, οι εκδόσεις Διόπτρα προχωρούν στην έκδοση του πρώτου χρονολογικά βιβλίου που της χάρισε διεθνή φήμη, Άνθρωποι που διαβάζουν στην παραλία, σε μετάφραση Μιχάλη Δελέγκου.
Η Τζένιουαρι Άντριους είχε δομήσει όλη της τη ζωή πάνω στο αφήγημα της αγάπης που νικά τα πάντα, του έρωτα με το ευτυχισμένο τέλος: η μητέρα της νίκησε δύο φορές τον καρκίνο με τη βοήθεια της αγάπης και της φροντίδας του πατέρα της, ενώ η ίδια ζούσε μια ειδυλλιακή, βγαλμένη από σελίδες ρομαντικού μυθιστορήματος, ζωή στη Νέα Υόρκη, μαζί με τον επί σειρά ετών σύντροφό της, Ζακ. Μέχρι τη μέρα που συνειδητοποίησε πως ολόκληρη η ζωή της δεν ήταν τίποτα άλλο από αυτό, ένα αφήγημα δικής της κατασκευής το οποίο τώρα ανατρεπόταν εκ των θεμελίων του – ο πατέρας της πέθανε αναπάντεχα και στην ίδια του την κηδεία έμαθε πως εκείνος διατηρούσε διπλή ζωή μαζί με μια άλλη γυναίκα, ο φίλος της τη χώρισε, και ξαφνικά βρίσκεται χωρίς σπίτι, χωρίς λεφτά και με ένα γιγάντιο συγγραφικό μπλοκάρισμα. Όμως, η πίεση για να παραδώσει το επόμενο μυθιστόρημά της είναι τεράστια και η Τζένιουαρι αποφασίζει να αποσυρθεί στο σπίτι του πατέρα της στη λίμνη Μίσιγκαν, το σπίτι που μοιραζόταν με Εκείνη Τη Γυναίκα, για να το πουλήσει αλλά και για να καταφέρει να γράψει το βιβλίο της.
Αυτό που δεν περίμενε είναι πως ο γείτονάς της, ο Στριμμένος της διπλανής πόρτας, θα είναι ο Ογκάστους Έβερετ, η νέμεση αλλά και κρυφό crush της από το κολέγιο, που κατέληξε βραβευμένος, best-seller συγγραφέας. Η Τζένιουαρι και ο Γκας υποτιμούν ο ένας το είδος λογοτεχνίας που γράφει ο άλλος – εκείνος πιστεύει πως η Τζένιουαρι γράφει φινάλε μη ρεαλιστικά, παραμυθένια και εκτός πραγματικότητας, εκείνη πως αυτός γράφει κλισέ, επιτηδευμένα βιβλία για βασανισμένους λευκούς άνδρες. Όμως, βρίσκονται και οι δύο σε συγγραφικό μπλοκάρισμα, αλλά και σε επιτακτική ανάγκη για χρήματα, οπότε αποφασίζουν να βάλουν ένα αμφιλεγόμενο στοίχημα: εκείνη θα γράψει ένα βιβλίο ρεαλιστικό, απαισιόδοξο και μηδενιστικό, και εκείνος ένα αισθηματικό μυθιστόρημα με ευτυχισμένο τέλος.
Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, θα βοηθούν ο ένας τον άλλον εισάγοντάς τον στο είδος της έρευνας που κάνουν για τη συγγραφή των μυθιστορημάτων τους: εκείνη τον πηγαίνει σε λούνα παρκ για να δημιουργήσουν την ιδεατή ρομαντική στιγμή και σε ντράιβ-ιν με ταινίες της Meg Ryan, εκείνος την πηγαίνει να πάρουν συνεντεύξεις από τα επιζώντα μέλη μιας αίρεσης και στα απομεινάρια των καμένων εγκαταστάσεών της. Ο Γκας τη συστήνει στη δική του, πεσιμιστική θεώρηση της ζωής και στις ιστορίες που του αρέσει να αφηγείται, για τις αδύναμες στιγμές των ανθρώπων, για το σημείο καμπής όπου οι ζωές τους λαμβάνουν καθοδική πορεία, για την ανθρώπινη οδύνη και απελπισία – και η Τζένιουαρι του μαθαίνει την τρυφερότητα και την αισιοδοξία, τον έρωτα και το γέλιο, την εγγενή πίστη πως η ζωή αξίζει να τη ζεις και πως, στο τέλος, όλα θα πάνε καλά.
Σύντομα, και όσο επεξεργάζεται το τραύμα της, η Τζένιουαρι θα συνειδητοποιήσει τους λόγους για τους οποίους έγραφε έως τώρα – για να δημιουργήσει ένα ασφαλές μέρος μακριά από την ασχήμια του κόσμου, ένα καταφύγιο που να θυμίζει την εξιδανικευμένη, στο μυαλό της, αγάπη των γονιών της – και τους λόγους για τους οποίους θέλει να συνεχίσει να γράφει – για να κατανοήσει τη βαθύτερη αλήθεια των ανθρώπων γύρω της, τα κίνητρα πίσω από τις πράξεις τους – και κάπως έτσι θα καταλάβει πως οι σκέψεις, τα συναισθήματα και τα τραύματά της δεν διαφέρουν και τόσο από αυτά του φαινομενικά ψυχρού, απρόσιτου Γκας. Η ερωτική ιστορία τους θα χτιστεί σταδιακά, βραδύκαυστα αλλά βαθιά ρομαντικά, με την ένταση και το πάθος να αυξάνονται κατακόρυφα μέχρι στην πορεία να μετουσιωθούν σε εκατέρωθεν φροντίδα, εμπιστοσύνη και επικοινωνία, και εν τέλει αγάπη.
Η Emily Henry, παρότι γράφει μυθιστορήματα ρομαντικής λογοτεχνίας, ποτέ δεν γράφει απλά, τυποποιημένα στη φόρμουλά τους rom–coms, αντιθέτως πάντοτε ανατρέπει και υπονομεύει τις συμβάσεις του είδους. Ναι, όλα της τα βιβλία διαθέτουν τα tropes και τα απαραίτητα συστατικά στοιχεία του genre, ήρωες που αντιπαθούν φαινομενικά ο ένας τον άλλον, ευφυείς, πνευματώδεις λογομαχίες και αστεϊσμούς, ακαταμάχητη έλξη που υποβόσκει, λιγωτικές, ρομαντικές στιγμές και σκηνές καυτού, παθιασμένου σεξ – όμως, τα βιβλία της είναι πολλά παραπάνω από το άθροισμα των στοιχείων τους και οι Άνθρωποι που διαβάζουν στην παραλία πολλά περισσότερα από ένα συνηθισμένο beach read. Είναι μια μεθοδικά δουλεμένη μελέτη χαρακτήρων, οι οποίοι φαινομενικά μόνο εντάσσονται στα αρχέτυπα του είδους και του trope (εδώ το sunshine meets grumpy), όμως στην πραγματικότητα εμπεριέχουν ενδελεχή ανάπτυξη, εσωτερικές μεταβάσεις, συγκρούσεις και μετασχηματισμούς, ανάλυση παρελθοντικών τραυμάτων, κινήτρων και υποβάθρων – και αυτό ακριβώς είναι που διαχωρίζει τη Henry από τη μάζα των συγγραφέων του είδους και την τοποθετεί στην κορυφή του.
Η Henry γράφει για ανθρώπους ατελείς, διαλυμένους, με προσωπικά, οικογενειακά και συναισθηματικά μπαγκάζια που κουβαλούν επί χρόνια, ανθρώπους που θεωρούν πως δεν τους αξίζει να αγαπούν και να αγαπιούνται, που έχουν χάσει την ελπίδα και την αισιοδοξία τους, ή δεν την είχαν ποτέ, και τους φέρνει κοντά, ενώνει τα τραύματα και τις ιστορίες τους, και με έναν μαγικό μα ταυτόχρονα ρεαλιστικό τρόπο, όλα στο τέλος πηγαίνουν καλά. Γράφει για προδοσίες και οικογενειακά μυστικά, για λάθη του παρελθόντος και το αντίτιμό τους στο παρόν, αλλά και για την καλλιτεχνική δημιουργία και την πολυπλοκότητά της, το συγγραφικό μπλοκάρισμα, τα αίτια και τη λύση του. Η Τζένιουαρι βάσιζε πάντοτε την πλοκή, τους χαρακτήρες και τα φινάλε των μυθιστορημάτων της στην ακλόνητη πεποίθησή της πως η ρομαντική αγάπη είναι το παν στη ζωή και πως κάθε γυναίκα δικαιούται το ευτυχισμένο τέλος της, με μια ρομαντική πρόταση γάμου κάτω από τη βροχή και υπό τους ήχους μουσικής. Τώρα όμως που όλη η κοσμοθεωρία της ανετράπη, που ό,τι πίστευε για αληθινό όλη της τη ζωή απεδείχθη ένα ψέμα, δεν ξέρει καν πώς μπορεί να συνεχίσει να γράφει, και γι’ αυτό βρίσκεται αντιμέτωπη με το συγγραφικό μπλοκάρισμα – μέχρι να ξαναέρθει σε επαφή με τους λόγους για τους οποίους γράφει, τα κίνητρα και τους στόχους της, που ανανεώνονται ες αεί.
Με τρόπο εύληπτο και διασκεδαστικό, η Henry καταπιάνεται και με ένα καίριο όσο και διαχρονικό έμφυλο ζήτημα, μια προβληματική που άπτεται τόσο του λογοτεχνικού χώρου όσο και κάθε επαγγελματικού περιβάλλοντος: τις έμφυλες διακρίσεις, την προκατάληψη και τα στερεότυπα με τα οποία αντιμετωπίζονται οι γυναίκες συγγραφείς, και επαγγελματίες εν γένει, αλλά και τον διαχωρισμό της λογοτεχνίας σε γυναικεία, ήτοι πεζή, μη αρκούντως σοβαρή και ρηχή, ένα εύπεπτο ανάγνωσμα παραλίας, και σε ανδρική, a priori ποιοτική και λογοτεχνικής αξίας, το μόνο είδος λογοτεχνίας που αξίζει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη. Διαχρονικά η λογοτεχνία περιστρεφόταν αποκλειστικά γύρω από τον τρόπο ζωής, τα ενδιαφέροντα και τα προβλήματά του άνδρα, κάθε μυθιστόρημα γραμμένο από άνδρα συγγραφέα θεωρούνταν εκ προοιμίου υψηλή λογοτεχνία ακόμα και αν υιοθετούσε το στερεοτυπικό male gaze – και η Henry έρχεται να ανατρέψει αυτήν τη συνθήκη, γράφει απενοχοποιημένα (για τη) γυναικεία λογοτεχνία και εξυμνεί το είδος ως genre αυθύπαρκτης λογοτεχνικής αξίας.
Οι Άνθρωποι που διαβάζουν στην παραλία είναι ένα ζεστό, τρυφερό, ρομαντικό όσο και γλυκόπικρο μυθιστόρημα, με ισόποσες δόσεις χιούμορ και συγκίνησης, μια ιστορία αγάπης feelgood και αισιόδοξη, που υπενθυμίζει: το ευτυχισμένο τέλος δεν είναι οι τελευταίες σελίδες του βιβλίου, το φινάλε, ένα σημείο στη γραμμική πορεία του χρόνου που ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα και αποτελεί εγγύηση της αίσιας κατάληξης, αλλά πιο πολύ μια αλυσίδα όμορφων στιγμών, μια αλληλουχία από όλες εκείνες τις φορές που το παρόν και η ευτυχία που αυτό φέρει αρκεί για να σε πείσει πως δεν έχει σημασία το μέλλον και η τελική έκβαση, πως αυτό που ζεις τη δεδομένη στιγμή είναι, απλά, αρκετό.