Στο μοναστήρι των Θεατινών στην κωμόπολη Πέσκια της Ιταλίας, τον 17ο αιώνα, καταφτάνει η μικρή Benedetta, την οποία ο πατέρας της παζαρεύει για εκατό σκούδα στην Ηγουμένη της μονής, Αδελφή Felicita (Charlotte Rampling), προκειμένου να γίνει δεκτή εκεί ως καλόγρια. Περίπου 18 χρόνια αργότερα, η Benedetta (Virginie Effira) είναι πλέον γυναίκα, που κατατρύχεται από οράματα με τον ίδιο τον Ιησού, ο οποίος της απευθύνεται ως –κυριολεκτικά- νύφη του. Όμως, όταν ζητήσει άσυλο από το μοναστήρι η Bartolomea (Δάφνη Πατακιά), μια νεαρή, πανέμορφη γυναίκα – θύμα πολλαπλών βιασμών από τον πατέρα και τους αδελφούς της, ο σαρκικός πειρασμός θα καταλάβει το μυαλό και το κορμί της Benedetta, η οποία θα αρχίσει να βλέπει την αισθησιακή, τολμηρή Bartolomea με το μονίμως πονηρό βλέμμα, ως το αντικέιμενο του πόθου της. Ταυτόχρονα, τα οράματα της Benedetta εντείνονται σε συχνότητα, στο σώμα της αρχίζουν να εμφανίζονται στίγματα και η μονή θα την ανακηρύξει νέα Ηγουμένη, όσο το μαύρο σύννεφο της πανώλης επικρέμεται πάνω από ολόκληρη την Ιταλία.
Ο Paul Verhoeven είναι παραδοσιακά ένας βλάσφημος, σατιρικός, προβοκάτορας σκηνοθέτης στην κινηματογραφική του απεικόνιση της σεξουαλικότητας, του πόθου και του αισθησιασμού σε αντίστιξη με τις κοινωνικές επιταγές, την αιδώ και τον πουριτανισμό. Από το Βασικό Ένστικτο και το Showgirls μέχρι το πρόσφατο διαμαντάκι – ενδοσκοπική κατάδυση στις σκοτεινότερες των φαντασιώσεων, που ήταν το Εκείνη με την Isabelle Huppert, ο Verhoeven δεν λογαριάζει από ταμπού και κοινωνικές συμβάσεις, το διασκεδάζει και αρνείται να πάρει τον εαυτό του στα σοβαρά, με την παρωδία και τον αυτοσαρκασμό να κυριαρχούν υφολογικά στις ταινίες του.
Και αυτό ακριβώς κάνει και στην τελευταία προσθήκη στη φιλμογραφία του, την Benedetta, που έκανε πρεμιέρα στο φετινό Φεστιβάλ Βενετίας αποσπώντας αμφιλεγόμενες κριτικές, και όπου αφηγείται την αληθινή ιστορία της καλόγριας Benedetta Carlini, που κατηγορήθηκε για ομοφυλοφιλικές σεξουαλικές σχέσεις εντός της μονής, όπως την παρουσίασε η Judith Brown στο non-fiction βιβλίο της.
Ο Verhoeven, με αφηγηματική βάση του την ιστορία πάθους μεταξύ των δύο καλογριών, στηλιτεύει από τα θεμέλιά του ολόκληρο τον θεσμό της καθολικής εκκλησίας, όπου τις οικονομικές δοσοληψίες και τις συναλλαγματικές κάτω από το τραπέζι διαδέχονται οι σεξουαλικές περιπτύξεις καλογριών πίσω από τους τέσσερις τοίχους του δωματίου τους. Όπως πάντα ηδονοβλεπτικός στη ματιά του προς το γυναικείο σώμα και τη σεξουαλική επιθυμία, δεν διστάζει να προκαλέσει και να σοκάρει, τόσο στο αμιγώς οπτικό όσο και στο συμβολικό επίπεδο, με τη σεκάνς όπου η Bartolomea διεισδύει στην Benedetta με ένα ξύλινο ομοίωμα πέους σκαλισμένο στη βάση ενός αγάλματος της Παναγίας να καθίσταται ήδη cultclassic. Στους πρωταγωνιστικούς ρόλους, η Effira και η (δική μας) Πατακιά είναι αισθαντικές, παρορμητικές, ζωώδεις, ιδανικές και οι δύο για τους ρόλους τους, με την Charlotte Rampling όμως να δεσπόζει στον ρόλο της Ηγουμένης, πάντα επιβλητική και κυριαρχική στην παρουσία της.
Με φωτογραφία σκοτεινή, κυρίως σε εσωτερικούς χώρους υπό το φως των κεριών, έντονα αναγεννησιακή, και με τη σκηνή στο καμπαναριό να αποτελεί ξεκάθαρο φόρο τιμής στον Μαύρο Νάρκισσο, ο Verhoeven αφηγείται μια ιστορία κοινωνικού αριβισμού, σε ένα σύμπαν βαθιά αμοραλιστικό, οικονομικά εμπορεύσιμο, υπό τον μανδύα της πίστης και της θρησκευτικής ευλάβειας. Μέχρι και την τελευταία σκηνή, στην ιστορία του κυριαρχεί η αμφισημία, και ο Verhoeven συντηρεί (και απολαμβάνει) το δυσερμήνευτο των προθέσεών του: η Benedetta είναι μια ιστορία για τον γυναικείο πόθο, τη σωματική αυτοδιάθεση και τη σεξουαλική απελευθέρωση, όπως αυτά μεταφράζονται και ενσαρκώνονται υπό τη μορφή της σωματικής/θρησκευτικής έκστασης, ένα κυριολεκτικό και συμβολικό θαύμα της ικανοποίησης της άσβεστης ερωτικής επιθυμίας, ή είναι μια μακιαβελική σπουδή στο ψέμα, την ανθρωποφαγία και την υποκρισία, εντός των κόλπων του πιο διεφθαρμένου θεσμού στην ιστορία της ανθρωπότητας;
Ο Verhoevenδεν απαντά ποτέ ξεκάθαρα, και αφήνει τους ήρωές του (και μαζί με αυτούς το κοινό) να πλοηγηθούν σε ένα γαϊτανάκι προδοσίας, πισώπλατων μαχαιρωμάτων, σεξ, πάθους και σαδιστικής βίας, ένα κράμα στο οποίο ο ίδιος έχει θητεύσει με απόλυτη επιτυχία στη φιλμογραφία του. Δυστυχώς, όμως, η Benedetta δεν κατορθώνει να υπερβεί τη συνήθη, εφαρμοσμένη συνταγή του σινεμά του δημιουργού της, χάνει συχνά τον προσανατολισμό της και δεν καταφέρνει να προσφέρει κάτι ουσιωδώς πρωτοποριακό, κάτι ας πούμε που δεν έχουμε ήδη δει, 50 χρόνια πριν, στο Devils του Ken Russell.
Εντούτοις, παραμένει μια, αναμενόμενα, διασκεδαστική, απολαυστική, campy(αυτο)παρωδία, μια ανόσια σάτιρα πάσης φύσεως συντηρητισμού και πουριτανισμού, όχι η δυνατότερη στιγμή στη φιλμογραφία του σκηνοθέτη της, όμως σίγουρα μία από τις ένοχες – ή όχι και τόσο – απολαύσεις της φετινής κινηματογραφικής σεζόν.