Όχι άλλα -quels!
Μέσα στον ορυμαγδό sequel, prequel, remake και reboots που κυριαρχούν, ασθενώντας, στον pop, εμπορικό κινηματογράφο, κάθε πρωτότυπο σενάριο που μας έρχεται στις οθόνες είναι σχετικά ανακουφιστικό, ακόμα και εάν δεν είναι στα standards που θα θέλαμε. Αυτή η συνθήκη περιγράφει απόλυτα το Boy Kills World του Moritz Mohr (Viva Berlin, Αkumi).
Η πλοκή, που αφορά έναν κωφάλαλο αντιήρωα που σκοτώνει με εντυπωσιακό τρόπο ό,τι και όποιον βρεθεί στο δρόμο του για να πάρει εκδίκηση για τον θάνατο της οικογένειας του. Αυτό από μόνο του δεν ακούγεται και ιδιαίτερα ενδιαφέρον εάν δεν υπήρχαν τρία βασικά στοιχεία.
Tα 3 όπλα του Boy εναντίον του κόσμου
Πρώτον, και ίσως βασικότερο, η εσωτερική του φωνή (και αυτή που ακούει το κοινό ως voice over) είναι του H. Jon Benjamin (Archer, Bob’s Burgers και γενικά μία από τις πιο αναγνωρίσιμες φωνές στο σύγχρονο voice acting). Η ηχητική παρουσία του Benjamin, η τρομερή σύμπνοια και χημεία που αναπτύσσει με το περιβάλλον της ταινίας, σε συνδυασμό με την καθαρά σωματική αλλά ιδιαίτερα χαρισματική και συναισθηματική ερμηνεία του ίδιου του Boy, Bill Skarsgård (It, Barbarian, John Wick), ο οποίος αποδίδει εξαιρετικό τόσο ως φονικό όπλο όσο και ως τραυματισμένος ψυχικά έφηβος, είναι σίγουρα εξαιρετική. Παράλληλα, από την επικοινωνία αυτή και το αμάλγαμα των δύο ερμηνειών πηγάζει και η συντριπτική πλειοψηφία του αστείρευτου, αν και όχι πάντα επιτυχημένου και ενίοτε κουραστικού χιούμορ της ταινίας, που της δίνει και τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της.
Το δεύτερο ουσιώδες στοιχείο είναι η καταιγιστική δράση, η οποία κυριολεκτικά δε σταματά ποτέ. Η επικοινωνία των χαρακτήρων είναι κυρίως σωματική, βίαιη και συχνά θανατηφόρα, όποια και αν είναι η συσχέτισή τους. Σε αυτό το κομμάτι υπήρχαν όντως τεράστιες προσδοκίες καθώς το cast περιλαμβάνει μερικά από τα πιο δυνατά ονόματα του action cinema αυτή τη στιγμή, όπως τον Andrew Koji (Bullet Train, Warrior) και, κυρίως, τον μετρ του είδους Yayan Ruhian (Raid, Star Wars: The Force Awakens, John Wick: Parabellum) aka τον άνθρωπο που κάθε σύγχρονο action movie πρέπει να έχει στο cast του μπας και αναβαθμιστεί. Και πράγματι, από θέμα martial art ξύλου, πιστολιδιού και μαχαιρωμάτος, δηλαδή το DNA της ταινίας, υπήρχε αφθονία.
Το τρίτο ουσιαστικό κομμάτι της ταινίας ήταν η απόπειρα ευθυγράμμισής της με μια πιο επίκαιρη ματιά στο τι σημαίνει action movie τον 21ο αιώνα. Έχουμε διανύσει πια (πάρα) πολύ δρόμο από την εποχή του ultra macho 80s action hero, με τα one-liners και το αφύσικα φουσκωμένο physique που άφηνε απρόσβλητο τον εσωτερικό τους κόσμο. Απέχουμε και από την περίοδο των 90s, του chaos cinema και των αδυσώπητων εκρήξεων. Λίγο η πιο προσιτή εικόνα των superheros, που κυριάρχησαν στον 10s κινηματογράφο αλλά και η επανάδυση του είδους μέσα από τα μάτια διαφορετικών κουλτουρών, κυρίως της νοτιοανατολικής Ασίας, έχουν προικίσει το action cinema με μια πληθώρα εργαλείων που το βοηθούν να επαναπροσδιορίσει καλύτερα τον εαυτό του. Το Boy Kills World φαίνεται να στέκεται κάπου στη μέση αυτών των παραδόσεων, αλληθωρίζοντας στην προσπάθειά του να κοιτάξει και τις δύο. Ο Moritz Mohr είναι αλήθεια ότι προσεγγίζει περισσότερο τη δεύτερη, με μια πιο ανθρώπινη, ακόμα και ευάλωτη απεικόνισή του κεντρικού χαρακτήρα, ο οποίος παρ ΄όλη τη βία και τον θάνατο που σκορπίζει, παραμένει καθηλωμένος σε μια παιδική κατάσταση, μην μπορώντας ούτε να ξεπεράσει τα δικά του τραύματα ούτε να διαχειριστεί τις συνθήκες που αντιμετωπίζει.
Δυστυχώς όμως...
Δυστυχώς όμως, πέρα από την άφθονη στυλιζαρισμένη βία, το Boy Kills World δεν καταφέρνει να πιάσει το επίπεδο των αναφορών και την εμπνεύσεων του. Μπορεί πίσω από τη βία να κρύβονται σπέρματα κριτικής σε μια κοινωνία εθισμένη στη βία και το θέαμά της, αλλά και για τον ρόλο των ΜΜΕ σε αυτή την έξαρση της βίας στην καθημερινότητά μας, με έναν έντονο αυτοσαρκαστικό τόνο, όμως τόσο ο Mohr όσο και οι σεναριογράφοι της ταινίας Tyler Burton Smith και Arend Remmers αποτυχγάχνουν πλήρως στο να μας κάνει να αισθανθούμε κάτι, ακόμα και με τις ανατροπές που οριακά εκβιάζουν στο σενάριο. Επιπρόσθετα, η αδιάλλειπτη παρουσία και σχολιασμός των πάντων από τον Benjamin θυσιάζει στον βωμό του meta-σχολιασμού και της στείρας ειρωνείας οποιαδήποτε προσπάθεια να δείξουν οι δημιουργοί εμπιστοσύνη στο κοινό τους, αφού ουσιαστικά τους ταίζουν, μαζί με την ταινία, και την ανάλυσή της. Καμία συμμετοχή ή συναίσθημα του θεατή δε χρειάζεται, ρίχνοντας την ταινία έτσι στο επίπεδο των πραγμάτων που κοροϊδεύει.
Ταυτόχρονα με αυτά, αξίζει να αναφερθεί πως, σε πολλά σημεία, ο Mohr δεν μπορεί να διαχειριστεί ούτε τον ρυθμό της ταινίας, μπουκώνοντας με βία τεράστια και τμήματά της, αλλά ούτε και το στυλιζάρισμά και τη φωτογράφισή της. Τα τρεμάμενα καρέ, οι συχνές και ακατανότητες αλλαγές μεταξύ slow-motion και επιτάχυνσης της χορογραφίας, αλλά και, η οριακή ψηφιοποίηση των μηχανικών κινήσεων, σε μια στείρα απόπειρα να ενταχθούν και τα video games στην «κριτική» της βίας στη συλλογιστική της ταινίας, τελικά όχι απλά κουράζουν αλλά και καταφέρνουν να απομακρύνουν την ταινία από τον πυρήνα της ύπαρξής της. Όπως πολύ ειρωνικά σχολιάζει και ο (κατά τα άλλα απόλυτα αξιοπρεπής) Brett Gelman (Stranger Things, Fleabag) η ταινία δε μας επιτρέπει καν να «Feel a fucking feeling».
Επιλογικά, δυστυχώς το Boy Kills World μπορεί να φαίνεται μία γευστική action packed ταινία, βγαίνοντας όμως από την αίθουσα (ή πιο ρεαλιστικά στην εποχή μας, πατώντας το Χ στο pc) δεν αφήνει πίσω της τίποτα παρά μια ζαλάδα πασπαλισμένη με μερικά έξυπνα αστεία. Και είναι πολύ κρίμα αυτό.