Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ είχε πει ότι «στους καιρούς της φρίκης θα τραγουδάμε ακόμη: τα τραγούδια της φρίκης». Σε έναν τέτοιο καιρό, εν έτει 1985 και με την αρχή της πολιτικής της Περεστρόικα στη Σοβιετική Ένωση και την επερχόμενη πτώση της, γεννήθηκε το αντιπολεμικό έργο Come and see. Πέρα απ’ το ιστορικό του φορτίο, αυτό το έργο έχει να προσφέρει πολλά και στους σύγχρονους, δικούς μας καιρούς της φρίκης: αυτούς της δομικής κρίσης και της πανδημίας, που φέρνουν νέο κραχ, αυτούς της πολεμικής απειλής και της σκόπιμης ανόδου του εθνικισμού…
Η ταινία μάς μεταφέρει στο 1943 και στη Λευκορωσία (τότε κομμάτι της ΕΣΣΔ), που βρισκόταν υπό γερμανική κατοχή. Πρωταγωνιστής ο 15χρονος Φλιόρα, καταγόμενος από αγροτική οικογένεια. Βλέποντας τον τρόμο και την πείνα που σπέρνουν ο ναζιστικός ζυγός κι ο πόλεμος στον τόπο του, αδημονεί να πάρει μέρος στο αντιφασιστικό αντάρτικο και στον Κόκκινο Στρατό. Σύντομα αντιλαμβάνεται ότι το δίκαιο του αγώνα δεν αναιρεί τις καθημερινές πολεμικές κακουχίες: πείνα, κρύο, κακοκαιρίες, βόμβες, θάνατος. Η πολεμική φρίκη σύντομα μετατρέπει τον αγώνα για το τσάκισμα του φασισμού σε αγώνα για την επιβίωση, ακόμη σκληρότερο από πριν.
«Ο αντάρτης δε ρωτάει πανικόβλητος πόσοι είναι οι φασίστες.
Ο αντάρτης ρωτάει μόνο: πού είναι οι φασίστες.»
Στην κριτική του εν λόγω έργου είναι αναγκαίο να τονιστεί ότι, παρά τη σοβιετική παραγωγή και τον αντιπολεμικό του χαρακτήρα, δεν πρόκειται για μια τυπική σοβιετική σοσιαλιστικορεαλιστική παραγωγή δεκαετιών ’50-’60. Η πλοκή δε χτίζεται γύρω από το αντικειμενικό, το κοινωνικο-οικονομικό στοιχείο, αλλά από την, έντονα συναισθηματική, υποκειμενική οπτική του πρωταγωνιστή. Έτσι, η έμφαση δε δίνεται στο αντιφασιστικό στοιχείο της πλοκής και στη λαϊκή επαναστατική αναγκαιότητα (π.χ: Η Απεργία, του Άιζενσταιν), αλλά στο βίωμα, που συλλαμβάνει τον πόλεμο συνολικά ως κάτι φρικτό, ασχέτως του χαρακτήρα του, αόριστα κι α-ταξικά. Αυτός πρέπει να ήταν ο λόγος που η Κρατική Επιτροπή Κινηματογράφου της ΕΣΣΔ δεν επέτρεπε για 8 χρόνια να πραγματοποιηθούν τα γυρίσματα της ταινίας. Τελικά, η ταινία κυκλοφόρησε την περίοδο της Περεστρόικα: όταν η άμεση στροφή στις ανάγκες της αγοράς και στον καπιταλισμό και η ανοιχτή πλέον προδοσία του σοσιαλισμού χάρισαν στον πολιτικά φιλελεύθερο σκηνοθέτη, Έλεμ Κλίμοφ, τη θέση του γενικού γραμματέα της Ένωσης Σκηνοθετών της χώρας του υπό κατάρρευση “υπαρκτού” σοσιαλισμού.
Η βιωματική, υποκειμενική αφηγηματική οπτική της επιτρέπει να φτάσει σε σημεία που δε θα μπορούσε αλλιώς: δίνεται ξεχωριστός τόνος στις ερμηνείες (που κάποιες είναι κι από παιδιά), ενώ η μουσική –ή μάλλον, οι πολεμικοί θόρυβοι, όπως βόμβες κ.λπ., κι ο τρόπος που αυτοί εκλαμβάνονται από το υποκείμενο– δίνουν οριακά την αίσθηση ντελιρίου. Το αποκορύφωμα, καλλιτεχνικά και πολιτικά, είναι οπωσδήποτε το τέλος: έχοντας δει ολόκληρη την οικογένειά του σφαγιασμένη, την κοπέλα του βιασμένη και παραλίγο νεκρή κι ένα ολόκληρο χωριό κατεστραμμένο από τους ναζί κατακτητές, οργισμένος ο πρωταγωνιστής πυροβολεί μανιωδώς ένα πορτρέτο του Χίτλερ και μέσω ενός εκπληκτικού μοντάζ, με κάθε σφαίρα προβάλλεται κι ένα πλάνο του φασίστα τυράννου να κηρύττει φυλετικό μίσος (αλλά και ταξική συμφιλίωση) και πλάνα Εβραίων και κομμουνιστών από τα φασιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Μετά από αυτό, ο νεαρός αφήνει πίσω τους φόβους του και τρέχει προς ένα αντάρτικο τάγμα: το επαναστατικό καθήκον της συντριβής του φασισμού τον καλεί! Αυτό είναι και το μοναδικό σημείο που η ταινία φαίνεται να παρουσιάζει πιο συγκεκριμένα και πολιτικά τα πράγματα κι όχι βιωματικά κι αόριστα. Πάντως η ταινία δε μπορεί συνολικά να θεωρηθεί στρατευμένη τέχνη (ο ίδιος δημιουργός τη δεκαετία του ’60 είχε σκηνοθετήσει αντισοβιετικές και κατά πάσα πιθανότητα φιλοδυτικές ταινίες).
Σήμερα θεωρείται ευρέως κι από κάθε –σχεδόν– πολιτικό φάσμα αριστούργημα και μία από τις σπουδαιότερες ταινίες όλων των εποχών. Όλα τα παραπάνω, η μίξη του βιωματικού υπερρεαλισμού με τον φιλοσοφικό υπαρξισμό και ψυχολογικά, ποιητικά, πολιτικά και μετα-αποκαλυπτικά μοτίβα έδωσαν στην ταινία το βραβείο της Διεθνούς Ομοσπονδίας Κριτών Ταινιών τη χρονιά που κυκλοφόρησε. Τα περιοδικά Empire και Sight & Sound την κατατάσσουν στις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών.
Καταληκτικά, τι έχει να προσφέρει σήμερα η ταινία; Όπως έχει γράψει ένας φίλος: «Η τέχνη είναι αιτία κι αφορμή για εκατομμύρια ανθρώπους να αγκαλιάσουν τα σύνθετα κοινωνικά φαινόμενα και να αντιληφθούν τη δική τους [ταξική] θέση μέσα σε αυτά». Σήμερα λοιπόν, και σύμφωνα με την παραπάνω πρόταση, που το αδηφάγο καπιταλιστικό κέρδος οδηγεί τις ολιγαρχίες κάθε μεριάς του Αιγαίου σε αδυσώπητο ανταγωνισμό, που αναζωπυρώνει τον εθνικισμό και φέρνει τον πόλεμο πιο κοντά, η απεικόνιση της πολεμικής φρίκης από μεριάς του έργου ας μας κάνει να προβληματιστούμε για τους λόγους και για ποια συμφέροντα θα γίνει ένας ενδεχόμενος πόλεμος κι αν ωφελεί εμάς τους ίδιους ή κάποιους άλλους, που είναι μάλλον οι πραγματικοί εχθροί και, όπως έλεγε κάποτε ένας επαναστάτης, «βρίσκονται στην ίδια μας τη χώρα»! Αυτή είναι μάλλον η μεγαλύτερη συνεισφορά του Come and see στη σύγχρονη ιστορική συγκυρία.