Το «…καλά εσύ σκοτώθηκες νωρίς» είναι ένα απ’ τα πιο πολυδιαβασμένα λογοτεχνικά έργα της μεταδικτατορικής εποχής. Ο χειμαρρώδης λόγος του Μίσσιου και η αμεσότητα της προφορικότητας του λόγου του μέσα από έργα όπως το «…καλά εσύ σκοτώθηκες νωρίς» ή το «Χαμογέλα ρε, τι σου ζητάνε» μας γνωρίζει την σκληρή ιστορική πραγματικότητα της μεταπολεμικής Ελλάδας, μέσα απ’ τη ματιά ενός κομμουνιστή, αγωνιστή της Αντίστασης και του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδος, ο οποίος πέρασε πολλές δεκαετίες της ζωής του στις φυλακές, τις εξορίες και τα ψυχιατρεία που έχτισαν οι νικητές του Εμφυλίου.
Μέσα απ’ τα βιώματα του Χρόνη Μίσσιου αναβιώνει ολόκληρη η ιστορία της μεταπολεμικής Ελλάδας. Στην ιστορία του Σαλονικιού ζωντανεύει ξανά το πάθος του αγώνα για μια καλύτερη ζωή των αγωνιστών της Αντίστασης και του Εμφυλίου, που μέσα απ’ τις γραμμές του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ και μετά του ΔΣΕ, πολέμησαν τους κατακτητές και τους ντόπιους συνεργάτες τους και έφτασαν να κάνουν το δικό τους άλμα προς τον ουρανό. Η ήττα του Εμφυλίου θα βρει τους περισσότερους στις φυλακές και τις εξορίες να αντιμετωπίζουν καθημερινά τον θάνατο των εκτελεστικών αποσπασμάτων και την ασύλληπτη βιαιότητα των βασανιστηρίων και των άθλιων συνθηκών διαβίωσης. Ο Σαλονικιός, ως βαρυποινίτης, περνάει δεκαετίες τις φυλακές, τις εξορίες και τα ψυχιατρεία του μετεμφυλιακού κράτους, αλλά και της μετέπειτα δικτατορίας των Συνταγματαρχών. Όπως λέει ο ίδιος «όταν για να είσαι κομμουνιστής έπρεπε να έχεις το κεφάλι σου στο ντρουβά, δεν κουράστηκα, και αυτό κράτησε χρόνια και χρόνια».
Η μεταφορά σε comic του «…καλά εσύ σκοτώθηκες νωρίς», που εκδόθηκε πρώτη φορά στη Γαλλία και έπειτα μεταφράστηκε και κυκλοφόρησε στα ελληνικά απ’ τις εκδόσεις Polaris, σίγουρα αποτελεί ένα πολύ δύσκολο εγχείρημα, λόγω του τρόπου γραφής του Μίσσιου, ο οποίος υπάρχει ο κίνδυνος να χαθεί μέσα απ’ την απλή αποτύπωση σε comic των ιστοριών του. Όμως το σενάριο του Sylvain Ricard και της Μυρτούς Ράις μεταφέρει με ιδιαίτερο σεβασμό το έργο στην comic μορφή του. Παρά το γεγονός, ότι – αναγκαστικά – οι σεναριογράφοι του comic θα έπρεπε να επιλέξουν ποιες ιστορίες θα αφηγηθούν στη δική τους – πλέον – ιστορία και ποιες θα αφήσουν έξω (όπως συμβαίνει εξάλλου σε κάθε μεταφορά καλλιτεχνικού έργου σε άλλο είδος), αυτή η επιλογή έγινε με ιδιαίτερη προσοχή και με σεβασμό στο πρωτότυπο έργο, απ’ το οποίο μάλιστα προέρχεται αυτούσια και κάθε φράση του comic, όπως σημειώνει η Μυρτώ Ράις στην εισαγωγή της.
Το ασπρόμαυρο σχέδιο του Daniel Casavane είναι ιδιαίτερα καρτουνίστικο ελαφρύνοντας κάπως την βιαιότητα των όσων διηγείται ο Μίσσιος. Ο Casavane δεν σχεδιάζει με ρεαλισμό τους πρωταγωνιστές του έργου του, αλλά, όπως έχει παρατηρήσει εύστοχα ο Δημοσθένης Παπαμάρκος, προσπαθεί να αποδώσει μέσα απ’ τη μορφή τους τον ψυχικό τους κόσμο, έτσι όπως τον φαντάζεται ο αφηγητής. Έτσι είναι χαρακτηριστική η αποτύπωση των προέδρων των στρατοδικείων και των βασανιστών του Σαλονικιού και των συντρόφων του, με μορφές απωθητικές, σκληρές, τερατώδεις. Αντίθετα για τους υπόλοιπους (ακόμα και για δεσμοφύλακες που τους φέρθηκαν πιο ανθρώπινα) το σχέδιο του Casavane είναι πιο αγνό, πιο αθώο και πιο ανθρώπινο.
Στο «…καλά εσύ σκοτώθηκες νωρίς», όπως και στα επόμενα έργα του, ο Μίσσιος πέρα απ’ τη διήγηση των αγώνων και των βασάνων που πέρασε απ’ το μετεμφυλιακό κράτος, ασκεί σκληρή κριτική και στο ΚΚΕ, για τον τρόπο λειτουργίας του και τις πολιτικές αποφάσεις του σε κρίσιμες στιγμές. Είτε συμφωνεί, είτε διαφωνεί κανείς με την κριτική του Μίσσιου, είναι δεδομένο ότι αυτή είναι συγκεκριμένη και βασισμένη σε εμπειρικά δεδομένα της ζωής ενός αλύγιστου αγωνιστή και γι’ αυτό η άποψή του θα πρέπει να αντιμετωπίζεται με σεβασμό. Οι δημιουργοί του graphic novel μπόρεσαν να διαλεχθούν εύστοχα και με αυτή την πλευρά της αφήγησης του Μίσσιου. Δίνοντας βέβαια λιγότερο χώρο στην κριτική στο ΚΚΕ, από όσο έδωσε ο ίδιος ο Μίσσιος στο πρωτότυπο έργο, κατάφεραν να εστιάσουν στις ουσιώδεις πλευρές της κριτικής του συγγραφέα, παρουσιάζοντας μια ολοκληρωμένη διήγηση στο ευρωπαϊκό κοινό, χωρίς απ’ την άλλη να αλλοιώσουν την ηρωική ιστορία των αγωνιστών της Αντίστασης και του Εμφυλίου, παρουσιάζοντας τον αγώνα τους ως μάταιο ή λανθασμένο. Το «…καλά εσύ σκοτώθηκες νωρίς» είναι σίγουρα ένα έργο με πίκρα για την ήττα και την έκβαση της ιστορίας, αλλά ξεχειλίζει από το αλύγιστο πάθος του συγγραφέα του για αγώνα και ζωή, σε αντίθεση με μεταγενέστερα απολογητικά κείμενα – πραγματικές δηλώσεις μετανοίας – με γνωστότερο το «Ευτυχώς ηττηθήκαμε».
Τέλος, έχει αξία να επισημανθεί η εύστοχη πρωτοβουλία των δημιουργών του comic να παραθέσουν στο τέλος του graphic novel και ένα εκτεταμένο βιογραφικό του Χρόνη Μίσσιου και ένα Χρονολόγιο των σημαντικότερων γεγονότων στην Ελλάδα απ’ τα τέλη του Μεσοπολέμου μέχρι την πτώση της Δικτατορίας. Το «…καλά εσύ σκοτώθηκες νωρίς» δεν συνομιλεί απλώς με την ελληνική ιστορία απ’ τη δεκαετία του ’40 και μετά, αλλά πολύ περισσότερο είναι πλέον κομμάτι της. Γι’ αυτό ο αναγνώστης – είτε εδώ, είτε στο εξωτερικό – θα πρέπει να έχει όσο το δυνατόν καλύτερη ιστορική γνώση της εποχής, προκειμένου να καταλάβει τους ανθρώπους της εποχής και τις ιστορίες τους. Και μέσα απ’ τις σελίδες αυτού του graphic novel όλοι παίρνουμε ένα σκληρό μάθημα για το πραγματικό πρόσωπο των νικητών του εμφυλίου.