Μια γυναίκα, η Μ., συγγραφέας, σύζυγος και μητέρα, περιπλανιέται μόνη στους δρόμους του Παρισιού. Είναι αποφασισμένη να αναδιαρθρώσει τη ζωή της, να διεκδικήσει την αυτονομία και την ελευθερία της από έναν δυστυχισμένο γάμο. Σχεδόν σαν υπνωτισμένη, οδηγείται σε μια γκαλερί όπου εκτίθεται μια ρετροσπεκτίβα των έργων του Λ., διάσημου και επιτυχημένου ζωγράφου. Εκεί, βιώνει ένα είδος επιφοίτησης κοιτάζοντας το έργο του και δη έναν συγκεκριμένο πίνακα, μια αυτοπροσωπογραφία του που αναδίδει την, κατά την ίδια, απόλυτη «αρσενική ελευθερία», το είδος της ελευθερίας που και η ίδια απεγνωσμένα αναζητά.
Χρόνια μετά, η Μ. έχει πράγματι κατορθώσει να αλλάξει τη ζωή της, είναι πλέον παντρεμένη με τον Τόνι και μαζί του ζει μια ζωή απομονωμένη, σχεδόν σαν ερημίτη, στην αγροικία τους σε έναν βάλτο «στην άκρη του κόσμου». Εκεί έχουν χτίσει ένα δεύτερο σπίτι δίπλα στη δική τους κατοικία, μια ξύλινη μονοκατοικία με διαμπερείς τζαμαρίες από το έδαφος μέχρι το ταβάνι, όπου φιλοξενούν τους επισκέπτες τους, ανθρώπους από τον χώρο της τέχνης και διανοούμενους. Σε αυτό το δεύτερο σπίτι θα προσκαλέσει η Μ. τον Λ., ενθουσιασμένη όταν εκείνος αποδεχθεί την πρότασή της – όμως, μόλις εκείνος καταφτάσει μαζί με την πολύ νεότερη, εντυπωσιακά όμορφη, πάμπλουτη κληρονόμο σύντροφό του, την Μπρετ, η Μ. και ο Τόνι θα βρεθούν προ εκπλήξεως και οι ισορροπίες, ανάμεσα στους τέσσερίς τους αλλά και στην κόρη της Μ., Τζαστίν, και τον σύντροφό της, Κουρτ, τους οποίους επίσης φιλοξενούν, θα ανατραπούν.
Στο τελευταίο της μυθιστόρημα, μετά την επιτυχημένη, τόσο εμπορικά όσο και καλλιτεχνικά Τριλογία της (Περίγραμμα, Μετάβαση, Κύδος), που κυκλοφορεί και αυτό στα ελληνικά από τις εκδόσεις Gutenberg σε μετάφραση Δώρας Δαρβίρη, η Βρετανίδα Rachel Cusk βασίζεται στο memoir της Mabel Dodge Luhan και την εξιστόρηση των αναμνήσεών της από το διάστημα που φιλοξένησε τον D.H. Lawrence στο σπίτι της στο Νιου Μέξικο, για να αφηγηθεί μια παραλλαγή της ίδιας ιστορίας, με έναν ζωγράφο να υποκαθιστά τον διάσημο συγγραφέα και την αφηγήτρια ως ανεστραμμένο είδωλο της ίδιας.
Στο Δεύτερο σπίτι, συναντάμε μια Cusk περισσότερο εγκεφαλική, ενδοσκοπική και φιλοσοφική, απ’ ό,τι την είχαμε συνηθίσει στην, πιο βατή αφηγηματικά, Τριλογία της: εδώ, οικοδομεί την υπαρξιακή οδύσσεια μιας γυναίκας (του εαυτού της) προς την αυτογνωσία και την ελευθερία, και ταυτόχρονα συνθέτει ένα μικρό βατερλώ χαρακτήρων, όπου οι ήρωες διαρκώς συγκρούονται, με πεδίο μάχης το φύλο, την ηλικία, την τάξη τους, τις προδιαμορφωμένες αντιλήψεις του ενός για τον άλλον.
Η αφηγήτριά της, απευθυνόμενη πάντα στον Τζέφερς, τον απρόσωπο ακροατή της, μια γυναίκα που όλη της τη ζωή αισθανόταν αντικείμενο επικρίσεων, πάντοτε υπό ενδελεχή εξέταση της εξωτερικής εμφάνισης, της κοινωνικής θέσης και της προσωπικότητάς της, βρίσκεται τώρα εκ νέου στη θέση από την οποία μόχθησε να ξεφύγει: απογοητεύει τους αστούς, δανδήδες καλεσμένους της με τη λιτή, δίχως πολυτέλεια ζωή που έχει επιλέξει, η ίδια και ο σύζυγός της γίνονται αντικείμενο χλεύης για το ντύσιμο και την εκκεντρικότητά τους, για τις γκρίζες τρίχε που αρνείται να βάψει στα μαλλιά της, κάθε πτυχή της ύπαρξης και του τρόπου ζωής της ξεψαχνίζεται, διερευνάται εξονυχιστικά και αποδομείται.
Η νεαρή, όμορφη σύντροφος, Μπρετ, αναταράσσει συθέμελα τη δυναμική της οικογένειας: εκείνη και η Μ. εκπροσωπούν δύο αντίθετους πόλους θηλυκότητας και ενσάρκωσής της, και όταν η Τζαστίν αρχίσει να προσχωρεί στη νοοτροπία σωματικής αυτοδιάθεσης της Μπρετ, αυτό θα εξοργίσει τη Μ. Ταυτόχρονα, βιώνει διαρκώς την απόρριψη του Λ., πνευματική, καλλιτεχνική, σεξουαλική – εκείνος εκπροσωπεί το είδος υλικής/συναισθηματικής ελευθερίας που η Μ. πάντοτε ονειρευόταν, εκείνη το είδος του οικογενειακού συμβιβασμού και κομφορμισμού που ο Λ. χλευάζει. Οι δυο τους επιδίδονται σε λεκτικούς διαξιφισμούς σε κάθε τους συνάντηση, ανατέμνουν τις παιδικές ηλικίες τους, την απότομη ενηλικίωση και τα συναισθήματά τους, φιλοσοφούν και αλληλοψυχαναλύονται, όσο η Cusk τους χρησιμοποιεί ως αφηγηματικά οχήματα για να εκθέσει τις δικές της σκέψεις και προβληματισμούς, φιλοσοφικούς, πολιτικούς, ηθικούς, ψυχαναλυτικούς.
Σταδιακά, και όσο η διαμονή τους εκεί παρατείνεται μαρτυρικά, οι εντάσεις θα αυξηθούν και το δεύτερο σπίτι, συμβολικό καταφύγιο και απάγκιο της Μ., η εναλλακτική εκδοχή του εαυτού της, εκείνη που επιτρέπει στην τέχνη και την ελευθερία να διεισδύσουν στην ασφαλή ζωή της, αλλά και μέσο απόδρασης από αυτήν, θα μαγαριστεί και βανδαλιστεί, κυριολεκτικά και μεταφορικά, από τους μοχθηρούς παρείσακτους – σαν βιβλικό Φίδι θα εισβάλουν στη μεθοδικά διαμορφωμένη, και αποκλεισμένη, Εδέμ της, θα την επιμολύνουν και θα προκαλέσουν τη ρήξη, αλλά και την αναδημιουργία της.
Το Δεύτερο σπίτι είναι ένα λογοτεχνικό αμάλγαμα δράματος χαρακτήρων, ενδελεχούς ψυχογραφήματος, φιλοσοφικού δοκιμίου, σαρδόνιας κωμωδίας και κοινωνικής σάτιρας, ένα υβρίδιο ειδών, δεμένο με την ψυχρή, αποστασιοποιημένη, αιχμηρή πρόζα – σήμα κατατεθέν της συγγραφέα του. Συχνά, όμως, εδώ η Cusk πέφτει θύμα του ίδιου του λογοτεχνικού πειραματισμού της, γίνεται υπερβολικά εγκεφαλική και αυτοαναφορική, και αδυνατεί να βρει τον στόχο και την αφηγηματική απεύθυνσή της. Γράφει, με τη χαρακτηριστική της εμβρίθεια και διορατικότητα, για τη γυναικεία εμπειρία, την ελευθερία και τα αυτόκλητα επιβαλλόμενα δεσμά, τη μητρότητα και τη γονική αγάπη, την τέχνη, την ομορφιά και τον θάνατο, ενίοτε με λογοτεχνική μαεστρία, ενίοτε όμως με έλλειψη συνοχής και στρυφνότητα στη διατύπωση. Πάντοτε ενδιαφέρουσα στυλιστικά, όμως εν συνόλω αδύναμη, ιδίως σε σχέση με την, αριστουργηματική, Τριλογία της.