Ούτε το Doctor Who, μια σειρά που μετράει, με διαλλείματα, πάνω από 50 χρόνια ζωής, ούτε η αγάπη μας για αυτό (ενδεικτικά) χρειάζονται συστάσεις. Ωστόσο, ήταν τελικά η ίδια η σειρά που επανασύστησε τον εαυτό της, με πολύ πιο δραστικό τρόπο από ότι μας έχει συνηθίσει, σε ένα κοινό αγχωμένο, η κάθε μερίδα του οποίου για διαφορετικούς λόγους.
Στην 13χρονη πορεία του New Who, υπήρξαν 2 φιγούρες που κράτησαν τα ηνία. Η πρώτη ήταν ο άνθρωπος που πάλεψε για να ξανάερθει η σειρά στον αέρα, που την διαμόρφωσε σε μεγάλο βαθμό σε αυτό που είναι σήμερα και μας χάρισε μερικές από τις καλύτερες (αλλα και χειρότερες ταυτόχρονα) τηλεοπτικές στιγμές που έχουμε δει, ο Russel T Davies (Queer as Folk, Wizards vs. Aliens), συνεπικουρούμενος από την δυναμική Julie Gardner. Ο δεύτερος ήταν ο Steven Moffat (Sherlock,The Adventures of Tintin), ο συγγραφέας που μας έδωσε μερικά εξαιρετικά αυτοτελή επεισόδια αλλά και μερικές πολύ προβληματικές μεγάλες συνθέσεις. Ο κάθε ένας από τους δύο διατήρησε, λίγο πολύ, μια ομοιογένεια στο στυλ γραφής, σκηνοθεσίας και, τελικά, παραγωγής, σε βαθμό που, παρά τις διαφορές του, το New Who ήταν, από το μακρινό 2005 έως και το 2018 ένα ενιάια αναγνωρίσιμο σύνολο. Μια σειρά που αναγνώριζε και αξιοποιούσε την μακρά ιστορία της, τα μοτίβα αφήγησης και, τους εμβληματικούς villains από μια διαφορετική εποχή τηλεόρασης.
“But times change and so must I”
Ο νέος showrunner της σειράς, ο Chris Chibnall, νιώθωντας αυτή τη βαριά παρακαταθήκη, επιδίωξε να ακολουθήσει μια διαφορετική κατεύθυνση, χωρίς ωστόσο να σπάει την σχετικά πετυχημένη φόρμουλα του μήκους, της δομής και, τελικά των πραγμάτων που καθιστούν το New Who ομοιογενές. Αυτό δε σημαίνει πως δεν υπάρχουν ουσιώδεις διαφορές, οι οποίες θα αποκαλυφθούν και στην συνέχεια, σε μεγαλύτερη έκταση, είναι όμως επαρκείς για να δούμε την κατεύθυνση που θέλει να πάρει η νέα αυτή εποχή.
Η γραφή του Chibnall αποδείχθηκε περισσότερο παιχνιδιάρικη, περιπετειώδης και υπερεργνητική από αυτή των προκατόχων του. Έτσι, το πρώτο επεισόδειο, το Τhe Woman Who Fell to Earth, μοιάζει περισσότερο με ένα (πολύ) ακριβότερο The 11th Hour (από κεντρική ιδέα, πλοκή, δομή, ηθοποία, διαλόγους μέχρι και στα τέρατα), αλλά πλέον εστιασμένο σε ένα κοινό πιο πολύπλευρο, διασπασμένο και χαοτικό. Με μεγάλες δόσεις αυτοαναφορικότητας και μέτα σχολιασμού, η νέα Doctor προσπαθεί να πείσει πως, οι αλλαγές που έρχονται δεν προκύπτουν ex nihilo ούτε για λόγους κενού εντυπωσιασμού. Είναι θέμα εξέλιξης και το πως μια σειρά με ιστορία 50+ χρόνων μπορεί να σταθεί απέναντι στις νέες , εντυπωσιακές και ακριβές παραγωγές των streaming εταιρειών. Το production value, η διεύρυνση του κοινού και η στροφή σε πιο οικογενειακά φιλικές, λιγότερο περίπλοκες και εγκεφαλικές αφηγήσεις, μοιράζοντας το βάρος του companion σε 3 ανθρώπους, διαφορετικών φύλων ηλικιών και εθνοτικών περιστάσεων, φαίνεται να είναι μία πιθανή απάντηση σε αυτή την πρόσκληση.
Η σκηνοθεσία του Τhe Woman Who Fell to Earth είναι ενδεικτική αυτής της νέας στάσης. Γυρισμένο από τονJamie Childs (His Dark Materials, Stan Lee’s Lucky Man ) το επειδόσιο απέπνεε μια τρομερή αυτοπεποίθηση. Γρήγορα πλάνα, πολλά εξωτερικά γυρίσματα αλλά και μια πολύ καλή χρήση cgi, (κάτι δυστυχώς παράξενο για το New Who, ειδικά των πρώτων χρόνων) ήταν τα γνωρίσματα του. Αυτά έδωσαν στην πρώτη αυτή επαφή με την νέα Doctor έναν πολύ περιπετειώδη, εξωστρεφή χαρακτήρα.
Ταυτόχρονα, μία άλλη από τις αλλαγές αυτές, ίσως και η σημαντικότερη, ήταν και η νέα Doctor, η οποία έσπασε το διαδίκτυο ήδη από την ανακοίνωση του casting της. Ναι, μετά από 12 άνδρες ηθοποιούς, ο ρόλους του εξωγήινου Time Lord/ Lady που έχει πάρει σαν όνομα/υπόσχεση το Doctor θα δινόταν σε μια γυναίκα, την εξαιρετική Jodie Whittaker ( Attack The Block, Venus). H επιλογή αυτή ήταν ικανή να σπάσει το Διαδίκτυο και να αποκαλύψει τον μισογυνισμό που έκρυβε μια μερίδα του κοινού της σειράς, η οποία σε μια sci0fi time- travel σειρά, το μόνο παράξενο που έβρισκε ήταν ότι ένα πλάσμα 2500 ετών με δύο καρδιές, το οποίο αλλάζει την εμφάνιση του ανά λίγα χρόνια μπορούσε το υποδυθεί γυναίκα. Όσα αντεπιχειρήματα ακούστηκαν περί αυτού άγγιζαν το βαθμό της γελοιότητας και δεν χρήζουν απάντησης. Αν όντως για κάποιους είναι τόσο θέμα, ας δουν κάτι άλλο, γιατί το χαλάνε και για τους υπόλοιπους.
Η ίδια η Jodie Whittaker δικαίωσε την επιλογή της ήδη από το πρώτο της επεισόδιο. Κατανοώντας το βάρος του ρόλου, την σημασία αλλά και την ιδιότητα του ως προτύπου, όχι μόνο στέκεται στο επίπεδο των περιστάσεων, αλλα είναι το καλύτερο κομμάτι του επεισόδίου. Έχοντας εμπιστοσύνη στην εμπειρία της, κινείται ελεύθερα στα παπούτσια (κυριολεκτικά) του Capaldi και παραδίσει μαθήματα άνεσης, αυτοαναφορικού χιούμορ και καλοσύνης. Αξιοποιεί δηλαδή τέλεια τις τελευταίες συμβουλές του προκατόχου της. Η Whittaker βρίσκει τη ευκαιρία επίσης να μιλήσει για την επιλογή στην εξέλιξη, το που θέλουμε να πάμε δημιουργικά. Αναφερόμενη πολύ περισσότερο στο κοινό παρά στον αξιοξέχαστο αντίπαλο της, δίνει τον τόνο αυτών που θα ακολουθήσουν.
Επιλογικά, το The Woman Who Fell to Earth ήταν περισσότερο ένα φιλικό μάτς, μια εύκολη νίκη για την Whittaker, η οποία μάλιστα απέδειξε πως δεν την είχε καν ανάγκη. Ωστόσο τα μεγάλα ζητήματα και οι τεράστιες δημιουργικές δυνατότητες μιας νέας εποχής παραμένουν ανοικτά και πέφτουν στους ώμους των συγγραφέων αυτής της σεζόν…