Σε μια αρχαία, μυθική Βαγδάτη, ένας έμπορος ανακαλύπτει μια πύλη μέσω της οποίας ταξιδεύεις στο παρελθόν και το μέλλον. Σε έναν κόσμο όπου οι άνθρωποι χρησιμοποιούν τεχνητούς πνεύμονες, τους οποίους επαναγεμίζουν με αέρα και αντικαθιστούν προκειμένου να ζήσουν, ένας επιστήμονας ανατέμνει τον ίδιο του τον εγκέφαλο και εξερευνά τον γνωστικό και μνημονικό μηχανισμό του. Ένας πατέρας προσπαθεί να επιδιορθώσει τη σχέση με την κόρη του όταν, μέσω μιας συσκευής ψηφιακής μνήμης, συνειδητοποιήσει τη διαφορά ανάμεσα στο πώς είχε διαμειφθεί ένας καυγάς ανάμεσά τους και πώς η μνήμη του τον είχε ανασυνθέσει. Οι ζωές μιας ψυχοθεραπεύτριας και μιας πρώην ναρκομανούς που συμμετέχει στην ομάδα υποστήριξής της διαπλέκονται, σε έναν κόσμο όπου οι άνθρωποι μπορούν να παρακολουθήσουν πώς εξελίσσονται εναλλακτικές εκδοχές της ζωής τους και να συνομιλήσουν με τους «παραεαυτούς» τους.
Αυτοί και πολλοί άλλοι αλληγορικοί κόσμοι και ευφάνταστες, sci-fi αφηγηματικές κατασκευές συναπαρτίζουν το σύμπαν του Αμερικανού ταϊβανέζικης καταγωγής Ted Chiang, ίσως της σημαντικότερης σύγχρονης συγγραφικής φωνής στο είδος της επιστημονικής φαντασίας. Βραβευμένος με όλα τα σημαντικά βραβεία του είδους (Hugo, Nebula, Bram Stoker) για πληθώρα από τα διηγήματά του, ο Chiang συστήθηκε για πρώτη φορά στο αναγνωστικό κοινό με τη συλλογή διηγημάτων Ιστορίες Της Ζωής Σου Και Αλλες ιστορίες, απέκτησε όμως διεθνή αναγνωρισιμότητα όταν η ομώνυμη ιστορία της συλλογής μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο διά χειρός Denis Villeneuve, με την εγκεφαλικά συναισθηματική ελεγεία για την απώλεια που ήταν το Arrival. Η δεύτερη, πολυαναμενόμενη συλλογή διηγημάτων του, Εκπνοή, κυκλοφόρησε πρόσφατα στην Ελλάδα από τις εκδόσεις Ίκαρος, σε μετάφραση Μαργαρίτας Ζαχαριάδου.
Σε αυτήν, ο Chiang καταπιάνεται με τις ίδιες κατά κύριο λόγο θεματικές, που τον απασχόλησαν και στην πρώτη συλλογή του: χρόνος, παρελθόν, μέλλον και η μεταξύ τους αλληλεπίδραση, ελεύθερη βούληση και ντετερμινισμός, τεχνητή νοημοσύνη και βιοηθική, μνήμη και πλαστικότητά της, είναι μερικές μόνο από τις έννοιες και τα εριζόμενα ζητήματα στα οποία εντρυφεί ο Chiang. Στην πρώτη ιστορία της συλλογής, φόρο τιμής στις 1001 Νύχτες, ο Chiang εγκιβωτίζει αφηγήσεις μέσα στον κορμό της αρχικής ιστορίας, με έντονο το παραμυθικό στοιχείο, σε μια σπουδή πάνω στα λάθη του παρελθόντος, τις τύψεις και τη μεταμέλεια για αυτά, και κατά πόσον η συμφιλίωση μαζί τους αποτελεί κατ’ ουσίαν τον μόνο τρόπο να μεταβληθεί το παρελθόν.
Στην ομώνυμη Εκπνοή του, ο Chiang αναμετράται με το αναπόφευκτο της θνητότητας, τη ματαιότητα της ύπαρξης και τον τρόμο της απώλειας της σκέψης και της συνειδητότητας, κατασκευάζοντας στην εντέλεια έναν μικρόκοσμο σε νομοτελειακή πορεία προς την εντροπία, με αφηγηματική ενάργεια και λεπτομέρεια στην περιγραφή του. Στο αριστουργηματικό και, κατά τη γνώμη της γράφουσας, αρτιότερο διήγημα της συλλογής, παρά τη μικρή του έκταση, Τι Αναμένεται Από Εμάς, ο συγγραφέας στοχάζεται πάνω στην έννοια του «μοτίβου του βλαβερού ερεθίσματος», της ιδέας πως μπορείς να πεθάνεις και μόνο ακούγοντας ή βλέποντας κάτι, όπως εξηγεί και ο ίδιος στις σημειώσεις του στο τέλος του βιβλίου, χρησιμοποιώντας ως συνθήκη την ύπαρξη μιας μικρής συσκευής που ονομάζεται Προγνώστης και η οποία αποδεικνύει, πλέον ανεπιφύλακτα και αναμφισβήτητα, την παντελή απουσία ελεύθερης βούλησης. Ο ντετερμινισμός και η μοιρολατρία κυριαρχούν, η ανθρωπότητα αντικρίζει κατάματα το μάταιο, βυθίζεται στο χάος και υποπίπτει στην κατατονία.
Στη μόνη νουβέλα της συλλογής, Ο Βιολογικός Κύκλος Των Λογισμικών Όντων, που αποτελεί όμως και την ίσως πιο αδύναμη στιγμή της, άνθρωποι, σε συμβολικά, αγγελόμορφα άβαταρ, ανατρέφουν και φροντίζουν τα ψηφιακά κατοικίδιά τους, όντα τεχνητής νοημοσύνης, και προσπαθούν να πλοηγηθούν σε μια πραγματικότητα συρρίκνωσης του φυσικού κόσμου και προϊούσας ψηφιοποίησης κάθε μορφής επικοινωνίας και αλληλεπίδρασης. Στην ιστορία αυτή, τον Chiang απασχολούν καίρια ερωτήματα που καταλαμβάνουν σχεδόν το σύνολο του έργου του, αλλά και της sci-fi λογοτεχνικής παραγωγής συλλήβδην: μέχρι ποιό σημείο οι άνθρωποι, ως προπάτορες και δημιουργοί, μπορούν να αποφασίζουν για τα δημιουργήματά τους και πότε εκείνα ξεκινούν να λαμβάνουν τις δικές τους αποφάσεις; Η αυταξία τους είναι ίδια με την ανθρώπινη, και ποιά από τις δύο θα έπρεπε να θυσιαστεί, εάν αυτό απαιτούνταν; Μπορούν εκείνα να αντιμετωπιστούν ως σεξουαλικά όντα ελεύθερα στη σωματική τους αυτοδιάθεση ή ως πιθανό εργατικό δυναμικό, ή κάτι τέτοιο θα αποτελούσε εκμετάλλευση και εργαλειοποίησή τους;
Με σαφείς επιρροές από Philip K. Dick, Ursula LeGuin, αλλά και από Herman Melville, και με, άμεσες ή έμμεσες αναφορές σε πλείστα φιλοσοφικά ρεύματα, από τον Αριστοτέλη και τον Kant μέχρι τον Camus και τον Kierkegaard, ο Chiang εμποτίζει τα διηγήματά του με πλήθος φιλοσοφικών ερωτημάτων και ηθικών διλημμάτων, όμως αποδεικνύεται πως πιο επιτυχημένη είναι η ανάδειξή τους στη μικρότερη φόρμα παρά στη μεγαλύτερη. Από την πρόζα του Chiang απουσιάζει, κατά κύριο λόγο, η λογοτεχνικότητα, παρά το ιδιοφυές των ιδεών του, και αυτή η έλλειψη καθίσταται περισσότερο φανερή στα διηγήματα όπου έχει αναπτύξει αφηγηματικά τις ιδέες του, όπως το παραπάνω.
Στο βγαλμένο απευθείας από το δυστοπικό σύμπαν του Black Mirror, Η αλήθεια των δεδομένων, η αλήθεια του συναισθήματος, ο Chiang στοχάζεται πάνω στους παντός είδους γνωστικούς μηχανισμούς, την πρόσληψη της πληροφορίας μέσω της ανάγνωσης και της γραφής και την αντικατάστασή τους από τεχνολογικά μέσα, τη μνήμη και την πιστότητα των αναμνήσεων στην αντικειμενική αλήθεια: τι θα συνέβαινε εάν σταματούσαμε να στηριζόμαστε στις προσωπικές μας αναμνήσεις για να επαναφέρουμε το παρελθόν, αλλά είχαμε άμεση πρόσβαση σε αυτό μέσα από ψηφιακές καταγραφές; Η λήθη είναι απευκταία ή σωτήρια για τις διαπροσωπικές σχέσεις – αλλά και για την αυτοεικόνα; Στο διήγημα αυτό, ο Chiang βλέπει την ανάμνηση όχι ως αντικειμενική αλήθεια αλλά ως προσωπικό, επινοημένο αφήγημα, ως ανακατασκευή του παρελθόντος προκειμένου να συνταιριάξει και να ενσωματώσει την επιθυμητή αυτοεικόνα, ένα αφήγημα συνειδητά εξωραϊσμένο, οικοδομημένο πάνω σε εκούσιο ή ακούσιο ψεύδος.
Στη συνέχεια, στον Ομφαλό, τον απασχολεί η έννοια της πίστης και χρησιμοποιεί την ιδιοφυή λογοτεχνική ιδέα ενός πολιτισμού όπου η θρησκευτική πίστη εδράζεται σε απτές επιστημονικές αποδέιξεις, μόνο για να την ανατρέψει πλήρως όταν η επιστημονική κοινότητα έρχεται αντιμέτωπη με νέα στοιχεία που αποδεικνύουν πέραν πάσης αμφιβολίας ότι η δημιουργία της ανθρωπότητας δεν αποτελούσε θεϊκό σκοπό, παρά μόνον παράπλευρη συνέπεια ή τυχαιότητα. Τι συμβαίνει όταν τα συστήματα πίστης πάνω στα οποία η ανθρωπότητα δόμησε την ύπαρξή της καταρρίπτονται, όταν ο Θεός εμφανίζεται απών και αδιάφορος προς εκείνη, διερωτάται ο Chiang, για να καταλήξει στο, αναμφίβολα οπτιμιστικό, συμπέρασμα ότι η νοηματοδότηση της ύπαρξης δεν απορρέει από εξωγενείς, θείες πηγές, αλλά εντός του ίδιου του εαυτού και των συνειδητών επιλογών του.
Χαρακτηριστικό του έργου του Chiang είναι η επιλογή αφηγηματικών κατασκευών όχι δυστοπικών, με την αυστηρή έννοια του όρου, αλλά εναλλακτικών πραγματικοτήτων, ελαφρώς μετατοπισμένων από τη δική μας εξ αιτίας μιας συνθήκης επιστημονικής φαντασίας, μέσα από τις οποίες θέτει πολύπλοκα και πολυεπίπεδα ηθικά και φιλοσοφικά ερωτήματα, εξετάζει τις βαθύτερες, αδιόρατες πτυχώσεις της ανθρώπινης ύπαρξης και αναπτύσσει τη συλλογιστική του, δίχως όμως να καταφεύγει σε ξεκάθαρες απαντήσεις και διδακτισμό, αλλά αντιθέτως, θέτοντας τα ζητήματα επί τάπητος, με τρόπο εύληπτο και κατανοητό, για να κριθούν από τον αναγνώστη του. Σε μερικά από τα διηγήματα της συλλογής το κατορθώνει αυτό με απόλυτη επιτυχία, σε μερικά άλλα όχι, και η συλλογή, αν και άρτια, δεν φτάνει ποτέ το μεγαλείο της πρώτης του.
Εντούτοις, ο Chiang παραμένει ο σημαντικότερος σύγχρονος εκπρόσωπος της sci-fi λογοτεχνίας, κυρίως για τον εξής λόγο: δεν τον ενδιαφέρει το shock value, δεν αναλώνεται σε κατά το δυνατόν ζοφερότερες δυστοπικές απεικονίσεις, αλλά αντ’ αυτού επιλέγει να αντικρίσει και να μεταχειριστεί τις ιστορίες του με τρυφερότητα, ευαισθησία, και μια εγγενή πίστη στην ανθρώπινη ύπαρξη. Και ακριβώς αυτή η αισιοδοξία είναι που (θα) μας κάνει να ανατρέχουμε στο έργο του, ξανά και ξανά: «Αναλογίσου το θαύμα που είναι η ύπαρξη και νιώσε χαρά που έχεις τη δυνατότητα να το αναλογιστείς. Αισθάνομαι πως δικαιούμαι να σου το πω αυτό γιατί, καθώς χαράσσω τώρα αυτές τις λέξεις, το ίδιο ακριβώς κάνω κι εγώ».