Λονδίνο, 1980: η Ελίζ Μορσό είναι μια 20χρονη κοπέλα εντυπωσιακής ομορφιάς, αντικείμενο θαυμασμού όπου και αν πηγαίνει, που απολαμβάνει να την κοιτούν και να την εξυμνούν, γι’ αυτό και ποζάρει συχνά ως μοντέλο σε σχολές τέχνης, παρ’ όλα αυτά συνεχίζει να αισθάνεται αόρατη, σαν να μην έχει βρει τη θέση της στον κόσμο. Ένα κρύο νοεμβριάτικο απόγευμα, συνειδητοποιεί πως μια γυναίκα την παρατηρεί και την ακολουθεί, και έτσι γνωρίζει την 32χρονη Κόνστανς Χόλντεν, επιτυχημένη συγγραφέα μυθιστορημάτων, ώριμη και σαγηνευτική. Οι δυο τους θα ερωτευτούν κεραυνοβόλα και θα συνάψουν μια ερωτική σχέση αλληλεξάρτησης, παθιασμένη όσο και εμμονική. Σύντομα η Ελίζ θα ακολουθήσει την Κόννι στην Αμερική, στο Χόλιγουντ, για τα γυρίσματα της ταινίας βασισμένης στο πολυεπιτυχημένο βιβλίο της – όσο όμως η Κόννι μαγεύεται και αφομοιώνεται από τον κόσμο του θεάματος, του πλούτου και της δόξας, τόσο η Ελίζ νιώθει έξω από τα νερά της, μόνη και παραμελημένη.
Περισσότερο από τρεις δεκαετίες αργότερα, η Ρόουζ Σάιμονς, κόρη της Ελίζ που όμως δεν γνώρισε ποτέ τη μητέρα της, καθώς εκείνη εξαφανίστηκε όσο η Ρόουζ ήταν ακόμα μωρό, αναζητά απεγνωσμένα τα ίχνη της. Όταν μαθαίνει από τον πατέρα της πως το τελευταίο άτομο που είδε την Ελίζ ήταν η ξεχασμένη πλέον, απομονωμένη συγγραφέας Κόνστανς Χόλντεν, η Ρόουζ θα υιοθετήσει μια ψεύτικη ταυτότητα προκειμένου να εισβάλει στο σπίτι και στη ζωή της Κόννι, και να της αποσπάσει μια εξομολόγηση για το τι συνέβη στη μητέρα της. Όμως, κατά τον χρόνο συμβίωσής της με την Κόννι, η Ρόουζ θα βρει πολλά παραπάνω από αυτό και θα ανακαλύψει βαθιά κρυμμένες αλήθειες για τον εαυτό της, τις οποίες αρνούνταν να αντικρίσει.
Το νέο μυθιστόρημα της best-sellerσυγγραφέα του «Κουκλόσπιτου» και της «Μούσας», JessieBurton, «Η εξομολόγηση», που κυκλοφόρησε πρόσφατα στην Ελλάδα από τις εκδόσεις Πατάκη σε μετάφραση Μυρτούς Καλοφωλιά, είναι μια συναρπαστική κατάδυση στη γυναικεία ψυχοσύνθεση και ταυτότητα. Με γραφή σπιντάτη και ρυθμό καταιγιστικό, που μαγνητίζει τον αναγνώστη και καθιστά αδύνατο να αφήσει το βιβλίο από τα χέρια του, η Burton γράφει για τις γυναίκες, για τους κοινωνικούς και έμφυλους ρόλους στους οποίους εγκλωβίζονται, για τους συμβιβασμούς, τις προσδοκίες και τις διαψεύσεις που είναι σύμφυτες με τη γυναικεία ύπαρξη, αλλά και για τις βαθύτερες, σκοτεινότερες ανθρώπινες επιθυμίες.
Ακροβατώντας από το παρελθόν στο παρόν και από τριτοπρόσωπη σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, η συγγραφέας διηγείται τις ιστορίες της Ελίζ και της Ρόουζ, μητέρας και κόρης, ιστορίες που διαπλέκονται μεταξύ τους, ζωές που ακολουθούν επάλληλες πορείες: στις ερωτικές σχέσεις τους, την ασφυξία και τον (αυτο)περιορισμό που αισθάνονται μέσα σε αυτές, αλλά και μέσα στον κόσμο εν γένει, δυο γυναίκες που δεν έχουν βρει ακόμα τον εαυτό τους, τον τρόπο να υπάρχουν, τις πραγματικές τους ανάγκες και επιθυμίες. Στο επίκεντρο της πλοκής βρίσκεται ένα άλυτο μυστήριο, μια διττή εξαφάνιση, αυτή της Ελίζ από τη ζωή της οικογένειάς της και αυτή της Κόννι ως συγγραφέα, στο απόγειο της επιτυχίας της. Η Ρόουζ αρχίζει να ερευνά το τι συνέβη ανάμεσα σε αυτές τις δύο ερωμένες, αρχικά από την ανάγκη να συγκολλήσει τα θραύσματα του παρελθόντος της και να βρει τα ίχνη της μητέρας της, αλλά στη συνέχεια από μια παράδοξη, σπάνια αίσθηση εγγύτητας με την Κόννι, που τη φέρνει όλο και σε βαθύτερη κατανόηση του ίδιου της του εαυτού. Εξυφαίνει έναν ιστό ψεμάτων και μυστικών, μια πλαστή ταυτότητα μιας γυναίκας ατρόμητης, θαρραλέας, που δεν διστάζει να μεταχειριστεί κάθε μέσο προκειμένου να πετύχει τον σκοπό της και να εντοπίσει τους δεσμούς με το παρελθόν και την προσωπική της ιστορία, αλλά και ταυτόχρονα να επανεφεύρει τον εαυτό της.
Μέσα από την αναζήτηση της Ρόουζ, σκιαγραφείται το χρονικό μιας σχέσης παθιασμένης και φλογερής, αντισυμβατικής και ριζοσπαστικής για την εποχή της, αλλά και τοξικής, εξουσιαστικής και εξοντωτικής, το είδος της σχέσης που μεταβάλλει και μετασχηματίζει, που ανανεώνει και αναγεννά, αλλά και που χειραγωγεί, πληγώνει και κακοποιεί. Η Burton συνθέτει το πορτρέτοτης Ελίζ, μιας γυναίκας νέας και όμορφης, αλλά ανασφαλούς και ετερόφωτης, μονίμως στην τροχιά της Κόννι, η οποία αποτελεί πόλο έλξης για τους πάντες γύρω της, πληθωρική και δυναμική, αλλά και δεσποτική. Οι δύο γυναίκες θα εγκαταλείψουν το οικείο σε αυτές Λονδίνο για τον λαμπερό μα απατηλό κόσμο του Λος Άντζελες και του Χόλιγουντ, της βιομηχανίας του κινηματογράφου, των αδίστακτων παραγωγών, των απελπισμένων στάρλετ και των απαιτητικών ντιβών και διασημοτήτων, των κοσμικών δεξιώσεων, της προσποιητής ευγένειας και της υποκρισίας, του ματεριαλισμού και της αδιάκοπης καπιταλιστικής προσταγής για κατανάλωση. Υπό το εκτυφλωτικό φως των προβολέων και του ήλιου της Καλιφόρνια, η Ελίζ ασφυκτιά, αισθάνεται καθημερινά όλο και πιο ανεπαρκής, όλο και πιο παραμελημένη από τη σύντροφό της, σαν διάττοντας αστέρας γύρω από τη δορυφορική της λάμψη. 34 χρόνια αργότερα, η κόρη της θα αισθάνεται το ίδιο, εγκλωβισμένη σε μια σχέση που δεν την κάνει πια ευτυχισμένη, αφοσιωμένη πλήρως στα όνειρα του συντρόφου της και όχι στα δικά της. Δύο γενιές, δύο γυναίκες, που προσπαθούν να περισυλλέξουν και να επανενώσουν τα κομμάτια τους, να εκφραστούν και να υπάρχουν στον κόσμο πέρα από τους συντρόφους τους, πατώντας στα πόδια τους, δυναμικές και ανεξάρτητες.
Η Burton αποδεικνύει πως διαθέτει πηγαίο ταλέντο στη γραφή και δημιουργεί ένα page-turnerμυθιστόρημα, γρήγορου ρυθμού και ρέουσας πρόζας, με γλαφυρές περιγραφές και λεπτοδουλεμένη, εναργή αναπαράσταση εποχής. Σκιαγραφεί ηρωίδες τρισδιάστατες, με σάρκα και οστά, ανθρώπινες και ρεαλιστικές, και τις ψυχογραφεί δεξιοτεχνικά, γυναικείους χαρακτήρες ισχυρούς μέσα στην ευαλωτότητά τους.
Γράφει για τη μητρότητα, τον ρόλο και τη θέση της μητέρας και τους σύμφυτους με αυτήν περιορισμούς, αλλά και για τις μυθικές διαστάσεις που λαμβάνει στο μυαλό και τη ζωή του παιδιού της. Γράφει για την κοινωνική επιταγή και προσδοκία από τις γυναίκες να χωρέσουν στο καλούπι της αφοσιωμένης μητέρας και συζύγου που η πατριαρχία έχει δημιουργήσει για αυτές, και για το τι γίνεται με εκείνες τις γυναίκες που δεν είναι ακόμα έτοιμες ή καν διατεθειμένες να υποδυθούν αυτόν τον ρόλο.
«Η εξομολόγηση» είναι επίσης ένα βιβλίο για την αγάπη, τον έρωτα και το πάθος, και τι συμβαίνει όταν αυτά τελειώνουν, για τους δεσμούς που μας κρατούν ενωμένους με τα πρόσωπα που αγαπήσαμε και το κατά πόσον αυτό που διστάζουμε να αφήσουμε πίσω είναι τα ίδια τα πρόσωπα ή οι εκδοχές του εαυτού μας όσο ήμασταν μαζί τους. Στο βιβλίο αυτό, ερωτικά τρίγωνα δημιουργούνται διαρκώς, οι υφιστάμενες δυναμικές των σχέσεων μεταβάλλονται, οι θέσεις ισχύος αλλάζουν, σε ένα γαϊτανάκι ερωτικής επιιθυμίας, πόθου, κτητικότητας και εγωισμού, υφασμένο από τα ταπεινότερα και όμως πιο αυθεντικά ανθρώπινα ένστικτα.
Η Burton γράφει για την αφήγηση, τη λυτρωτική και θεραπευτική δύναμή της, για τα όρια ανάμεσα στη μυθοπλασία και την εξομολόγηση, για τη συγγραφή ως έξοδο κινδύνου και διαφυγή από το παρελθόν και τα βαρύνοντα μυστικά του, από τις τύψεις και τις ενοχές, ως κατάθεση ψυχής και απέλπιδα παράκληση για άφεση αμαρτιών.
Μα, πάνω απ’ όλα, γράφει ένα μυθιστόρημα φεμινιστικό, παρά το mainstream, εμπορικό είδος στο οποίο εντάσσεται, για την κοινωνική θέση της γυναίκας διαχρονικά, τις διακρίσεις και τους περιορισμούς που αντιμετωπίζει, τους έμφυλους ρόλους που η πατριαρχία την προστάζει να επιτελέσει, αλλά και για την αυτονομία, τη χειραφέτηση, για τις γυναίκες εκείνες που αποφάσισαν πως δεν αρκούνται σε όσα η κοινωνία τους επιφυλάσσει και χάραξαν τη δική τους πορεία στον κόσμο, αγέρωχες και ανεξάρτητες, μέσα στην ανθρωπινότητά τους.
Και το αποτέλεσμα είναι τόσο επιτυχημένα εκτελεσμένο, τόσο ζωντανό, διασκεδαστικό, πλούσιο και απολαυστικό, που διαβάζεται απνευστί και αποδεικνύει πως η συγγραφέας του είναι μία από τις εξέχουσες, πιο αξιοπρόσεκτες σύγχρονες γυναικείες φωνές.