της Έμμας Νικολάου
451 βαθμοί της κλίμακας Φαρενάιτ: η κατάλληλη θερμοκρασία για να καεί το χαρτί, για να καούν οι ιδέες και οι γνώσεις που το βιβλίο προσφέρει. Τα βιβλία παραδίδονται στις φλόγες και η γνώση παραδίδεται στο χάος.
Ο Guy Montag είναι πυρονόμος. Δουλειά του είναι να βρίσκει και να καταστρέφει βιβλία, μαζί με τα σπίτια στα οποία κρύβονται. Γιατί κρύβονται; Μα, φυσικά, γιατί τα βιβλία είναι παράνομα. Περιέχουν αντιλήψεις ικανές να δημιουργήσουν σύννεφα αμφισβήτησης στο υπάρχον καθεστώς κι αυτό τιμωρείται. Οι πολίτες πρέπει να παρακολουθούν μόνο τηλεόραση και να εμπιστεύονται πιστά ό,τι ακούν από αυτή. Γι’ αυτό και η σύζυγος του Montag, η Mildred, αποξενωμένη απ’όλα, παρακολουθεί ανελλιπώς ό,τι μεταδίδεται από την τηλεόραση και πλέον ζει μέσα στην πραγματικότητα που παρουσιάζει το μέσο, χωρίς την παραμικρή αμφισβήτηση ή δεύτερες σκέψεις. Θεωρεί τους πρωταγωνιστές των προγραμμάτων της τηλεόρασης μέλη της οικογένειάς της και περνά την καθημερινότητά της μαζί τους, όπως πρέπει άλλωστε.
Βρισκόμαστε στη δυστοπική εποχή που περιγράφει ο Ray Bradbury, κατά την οποία οι γείτονες παρακολουθούν και οφείλουν να καταγγέλλουν οποιονδήποτε ύποπτο κατέχει κάποιο βιβλίο. Ο Montag απολαμβάνει τη δουλειά του, όπως ο ίδιος αναφέρει άλλωστε «ήταν απόλαυση να καις», η σύζυγός του είναι περήφανη γι’ αυτόν κι ο προϊστάμενός του, Beatty, είναι τελικά ικανοποιημένος.
Μέχρι που στο προσκήνιο έρχεται η Clarisse, μία νέα γυναίκα που θα ανάψει την πιο σημαντική σπίθα στη ζωή του Montag, αυτήν της αμφισβήτησης. Η Clarisse τού θυμίζει τα χρόνια που οι άνθρωποι δε ζούσαν με φόβο για τις ιδέες τους, αλλά τις εξέφραζαν με θάρρος και πάθος, ώστε να διαδοθούν. Στέκεται η αφορμή για να γνωρίσει τη μαγεία του κόσμου των βιβλίων, σε συνδυασμό με την επαφή του με τον καθηγητή Faber. Έτσι, ξεκινά να θέλει και ο ίδιος να ανακαλύψει τα βιβλία, βαλτωμένος από τη ρηχή τηλεόραση και τη ζωή που του επιβάλλεται να ακολουθήσει. Ο Montag βρίσκεται αντιμέτωπος – εκτός από τη γυναίκα του και τους συναδέλφους του- με τον ίδιο του τον εαυτό και τον τρόπο ζωής, στον οποίο τόσα χρόνια έχει μάθει να υπακούει, χωρίς να του περνά από το μυαλό να εναντιωθεί.
Μπορεί να πάει κόντρα στα όσα τόσο καιρό τού επιβάλλονται; Κι αν τον πιάσουν; Πώς θα μπορέσει να γλιτώσει από τη φωτιά που ο ίδιος τόσο καιρό ανάβει;
Το πιο γνωστό έργο του Ray Bradbury, αμερικανού συγγραφέα και σεναριογράφου επιστημονικής φαντασίας και μυστηρίου, με πολύ παραστατικό τρόπο, μας εντάσσει σε ένα σενάριο στο μέλλον, όπου οι άνθρωποι χάνουν κάθε διάθεση για αναζήτηση και αμφισβήτηση, απαξιούν τη λογοτεχνία και απέχουν από αυτή. Αυτό δε συμβαίνει μόνο επειδή τους επιβλήθηκε -όπως έχουμε δει σε άλλα γνωστά δυστοπικά έργα, βλ. Orwell και Huxley, αλλά γιατί κι οι ίδιοι έχουν χάσει το ενδιαφέρον τους για την προσωπική και συλλογική τους εξέλιξη. Κάθε είδους προσπάθεια καλλιέργειας και κριτικής σκέψης απορρίπτεται και σημασία πλέον έχει η υπακοή σε κανόνες που δεν αναγνωρίζονται καν ως υποταγή, αλλά ως διευκόλυνση σε έναν καταναλωτικό τρόπο ζωής χωρίς βαθύτερο νόημα. Οι πολίτες δεν ενημερώνονται, δεν προβληματίζονται, δεν απαιτούν, δε φέρνουν αντίρρηση κι οι αρχές είναι ευχαριστημένες. Κι αυτό είναι τρομακτικό.
Ο Montag παρουσιάζεται ως ένας άνθρωπος που υπακούει και ζει ανενόχλητος την καθημερινότητά του, δεν του περνά από το μυαλό ότι κάτι μπορεί να στερείται και δεν ανησυχεί για να ανακαλύψει τα όνειρα και τους στόχους του, απλούστατα γιατί δεν έχει. Ξυπνάει, πηγαίνει στη δουλειά του, βάζει φωτιές, επιστρέφει στο σπίτι του, κοιμάται και πάλι από την αρχή. Ένας πραγματικός φόβος για τον σύγχρονο άνθρωπο που αναρωτιέται πόσο πραγματικά απέχει από το φανταστικό χαρακτήρα του Bradbury, ή αν τελικά απλά θέλει να πιστεύει ότι απέχει. «Μήπως τελικά ξυπνάω, πηγαίνω στη δουλειά μου, καταστρέφω ό,τι μπορεί να με εξυψώσει, επιστρέφω στο σπίτι μου, κοιμάμαι και πάλι από την αρχή; Διαφέρω από αυτό που παριστάνω ότι με τρομάζει;»
Η σύζυγός του, τραγική φιγούρα, νιώθει ότι «θα αργήσει στο ραντεβού» με τους ήρωες των προγραμμάτων που παρακολουθεί στην τηλεόραση, τους «συγγενείς» της, όπως η ίδια τους αποκαλεί και η συμπεριφορά της εξαρτάται αποκλειστικά από τα χάπια που θα πάρει. Ο χαρακτήρας που θεωρείται ως υπερβολή αποχαύνωσης, παρουσιάζεται σαν καρικατούρα, όμως υπηρετεί άριστα το ρόλο της αδράνειας και της αποδοχής των καταστάσεων ακόμα και στις μέρες μας, σχεδόν 70 χρόνια μετά την κυκλοφορία του «Φαρενάιτ 451».
Το βιβλίο κυκλοφόρησε στην Αμερική του 1953 και πλέον θεωρείται ηχηρό παράδειγμα απαξίωσης και προβληματισμού για το μέλλον και τον κομφορμισμό του σύγχρονου ανθρώπου, καταλήγοντας προφητικό με την εξέλιξη της τεχνολογίας και την άνοδο της κατανάλωσης, που τόσο έντονα συντελεί στην έλλειψη ενδιαφέροντος για οτιδήποτε ιδεολογικό και πνευματικό. Το έργο του Bradbury αποτελεί μία υπενθύμιση για τη σημασία των ιδεών και της ανάγκης διαφύλαξής τους με κάθε κόστος. Μετατρέπεται σε ένα καμπανάκι για το τι χρειάζεται εν τέλει κανείς για να αποφασίσει να σταθεί τροχοπέδη στη σύμβαση και να φέρει την αλλαγή. Αρκεί να νιώθει ανεπάρκεια από τη ζωή που πρέπει να ακολουθήσει, όπως ο Montag ή πρέπει να έχει κορεστεί από αυτή και να βρίσκει μάταια κάθε προσπάθεια, όπως ο πυραγός Beatty, το τρανό παράδειγμα του αδιάφορου πλέον ανθρώπου;
Η πένα του Ray Bradbury, με λιτό και στοχευμένο τρόπο υπηρετεί το είδος της επιστημονικής φαντασίας, το οποίο ο συγγραφέας θεμελιώνει και διευρύνει τον 20ο αιώνα, με έργα που φέρνουν τον άνθρωπο αντιμέτωπο με την εικονική πραγματικότητα και τις συνέπειές της, παρουσιάζοντας προβλήματα που μπορεί να μην είχε σκεφτεί ότι θα τον απασχολούσαν ή -εν προκειμένω- απειλούσαν.