War, war never changes
Η video game σειρά Fallοut, το sci-fi/post-apocalyptic έπος της Bethesda (την εποχή που αυτό το όνομα δεν ήταν συνυφασμένο με bugs, στυγνή εκμετάλλευση παιχτών και δημιουργών κλπτ) αποτέλεσε, μαζί με το Elder Scroll Series τους δύο πυλώνες που τα RPG κατάφεραν και έμπασαν σε ένα μαζικό ακροατήριο έναν διαφορετικό τρόπο για να βλέπεις τα δύο μεγάλα, συγγενικά η αλήθεια είναι, είδη της φαντασίας, το fantasy και το sci-fi.
Eιδικά το Fallοut, μας έδωσε όχι μόνο την ευκαιρία να περιπλανηθούμε σε μια πολύ ζωντανή Αποκάλυψη με διαφορετικά προσωπεία, αλλά και να τη γνωρίσουμε βαθιά, να τη διαμορφώσουμε με δύσκολες αποφάσεις και, τελικά, να υποστούμε τις συνέπειες τους, τόσο μηχανικά μέσα στο παιχνίδι όσο και συναισθηματικά, που έχει και τη μεγαλύτερη σημασία.
Ταυτόχρονα το Fall Out έχει μια πολύ δύσκολη ισορροπία να επιτελέσει: από τη μία να αρθρώσει και ταυτόχρονα να υλοποιήσει μια καθαρά καταγγελτική ρητορική απέναντι στον απάνθρωπο χαρακτήρα της αμερικανικής νεοφιλελεύθερης εταιρικής κουλτούρας, του χυδαίου και αγοραίου καπιταλισμού (λες και υπάρχει και άλλος, αλλά λέμε τώρα) ο οποίος θέτει μετόχους, αόρατους δείκτες και ποσοστά κέρδους πάνω από ανθρώπινες ζώς. Από την άλλη να αισθητικοποίησει τα καταστροφικά αποτελέσμα αυτής της συλλογιστικής ώστε να γίνουν ελκυστικά για περάσει κάποιος 40,50,80 ώρες σε μια πυρηνική έρημο. Το δεύτερο έχει πάντα βέβαια τον κίνδυνο να γείρει την πλάστιγγα, και, όπως συμβαίνει συνήθως στον ύστερο καπιταλισμό, όπου τα πάντα είναι εμπόρευμα, ακόμα και οι κραυγές ενός καναρινιού πριν το πυρηνικό ολοκαύτωμα, να γίνουν και αυτές εμπόρευμα. Επομένως η μεταφορά της στη μικρή οθόνη ήταν μια τεράστια και η αλήθεια είναι, πολύ δύσκολη δουλειά.
TV though?
Ωστόσο οι δημιουργοί της σειράς, Jonathan Nolan (Westworld) Geneva Robertson-Dworet (Captain Marvel) και Graham Wagner (Portlandia, Silicon Valley) βάζουν ο καθένας το δικό τους expertise, και καταφέρνουν να συνθέσουν μια σειρά που όχι μόνο δε χάνει σε τίποτα από την οξεία κριτική της, αλλά και καταφέρνει να δομήσει, με χιούμορ αλλά και δύσκολες ηθικές αποφάσεις, μια ιστορία και Wasteland με τη δική του προσωπικότητα, τη δική του ιστορία και πορεία και, τελικά, έναν ακόμα, καλοφτιαγμένο χαρακτήρα.
Μεγάλο στοιχείο της επιτυχίας της σειράς αποτελεί η τριχοτόμηση του POV. Με τους 3 βασικούς χαρακτήρες έχουμε τη δυνατότητα να δούμε 3 διαφορετικές πτυχές και ταυτόχρονα 3 περιόδους της Wasteland. Η Lucy (Ella Purnell – Arcane) ξεκινά λίγο σαν tabula rasa και Insert χαρακτήρας για το κοινό, στην πορεία όμως έχει μια εξαιρετική εξέλιξη, η οποία αφορά τη δυσκολία ύπαρξης ενός καλού χαρακτήρα σε έναν εχθρικό και, τελικά, κακό περιβάλλον. Ο Maximus (Aaron Moten – Emancipation) αποτελεί έναν χαρακτήρα προιόν της Wasteland, ενός τόπου ρημαγμένου από τον πόλεμο και την εξαθλίωση και, τελικά, έναν χαρακτήρα που ξεκινά ώς πλήρως υποταγμένος σε ένα οριακά φασιστικό καθεστώς και σταδιακά δομεί μία ξεχωριστή προσωπικότητα. Τέλος, το υπέροχο ghoul του Walton Goggins (Ηatefull Eight, D’Jango) είναι ο πιο ολοκληρωμένος χαρακτήρας – και ένας εξαιρετικός αντιήρωας- και έτσι λειτουργεί κυρίως ως δίοδος για το παρελθόν, μια εξιστόρηση όλης της πορείας του κόσμου προς τον πυρηνικό όλεθρο και το ποιος είναι πραγματικά υπεύθυνος για αυτό.
Kόσμος πιστός, κατεστραμμένος κόσμος
Οι τρεις αυτές αλληλένδετες και αλληλοσυμπληρώμενες ιστορίες και οπτικές δομούν τελικά μία τέταρτη, η οποία είναι η ίδια η Wasteland. Μια έκταση γεμάτη θάνατο και σκληρή επιβίωση, χωρίς οποιαδήποτε ηθική αλλά γεμάτη ακραία ατομικίστικές λογικές, όπου όλα είναι εμπόρευμα, ειδικά οι άνθρωποι. Ταυτόχρονα, μέσα σε αυτό το σκληρό περιβάλλον υπάρχει πληθώρα σεναρίων και ιστοριών που όχι μόνο περιμένουν να ειπωθούν αλλά και επηρεάζουν τους ίδιους τους χαρακτήρες. Η ερημιά και γενικότερα ο κόσμος του παιχνιδιού έχουν μεταφερθεί με εξαιρετική προσοχή σε κάθε κομμάτι, από τα τέρατα και τους κινδύνους έως το λεπτό, σκωπτικό και συχνά μαύρο χιούμορ των παιχνιδιών. Επιπρόσθετα, μέχρι και τα κλασικα όπλα και αντικείμενα που οι fans του videogame περιμένουμε να δούμε μεταφέρθηκαν στη μικρή οθόνη με αξιοπρόσεκτη και σίγουρα αξιοθαύμαστη επιμονή στην πιστότητα, κάτι που γενικά είναι σπάνιο.
Μήπως 3 ήρωες ήταν τελικά πολύ;
Ωστόσο, το μέγεθος του κόσμου και η θέληση των δημιουργών της σειράς να τον αναδείξουν επηρέασε κάπως αρνητικά τον ρυθμό της κεντρικής ιστορίας. Παράλληλα, η ταυτόχρονη ύπαρξη 3, ξεχωριστών πρωταγωνιστών, ανέδειξε αναπόφευκτα και τις αδυναμίες κάποιων από αυτούς να κρατήσουν πάνω τους το ενδιαφέρον του θεατή. Τρίτος και με μεγάλη απόσταση από τη δεύτερη θέση ήταν ο Aaron Moten ο οποίος δεν καταφέρνει, παρά τη γειτνίαση του χαρακτήρα του με εμβληματικά στοιχεία του franchise, να κερδίσει την προσοχή μας. Αντίθετα, η ιστορία του βελτιώνεται αισθητά όταν λειτουργεί ως β΄χαρακτήρας στην κατά πολύ ανώτερή του ερμηνευτικά Ella Purnel η οποία και καταφέρνει και κυριαρχεί σε όλες τις σκηνές της τόσο με τα εκφραστικότατα μάτια της όσο και την ικανότητά της να θέτει τον εαυτό της ως απόλυτη ενσάρκωσης καλοσύνης η οποία δεν είναι απλά ένα πεζό gimmick, αλλά δομικό κομμάτι ενός εξελισσόμενου χαρακτήρα.
Βέβαια, ερμηνευτικά τη σειρά κλέβει ο υποτιμημένος Walton Goggins σε έναν διπλό ουσιαστικά ρόλο, ο οποίος ξεδιπλώνεται αργά, οργανικά και σε πλήρη συνάρτηση μεταξύ παρόντος και παρελθόντος. Αυτά τα χρονικά μπρος πίσω, σαν ένα εγκιβωτισμένο prequel της ιστορίας ενώ αυτή διαδραματίζεται, είναι κεντρικός άξονας στην εξέλιξη τόσο της πλοκής όσο και της ιστορίας των χαρακτήρων, χαρακτηριστικό άλλωστε και του δημιουργού Jonathan Nolan, ο οποίος επιμελήθηκε και μεγάλο οπτικό κομμάτι της σειράς, το οποίο, φωτογραφικά είναι τουλάχιστον ιδιαίτερο.
Άρα;
Επιλογικά, το Fallout, σε μια πολύ φτωχή τηλεοπτικά χρονιά, φαίνεται να είναι, πολύ ειρωνικά, μια όαση μέσα στην έρημο.