Το ταξίδι στα άστρα και στο φεγγάρι ήταν πάντα στο μυαλό των ανθρώπων. Ήδη από τη μυθολογία, η Σελήνη πάντα ασκούσε μια γοητεία στους διαμένοντες στη Γη, ενώ η πρώτη απόπειρα για ένα κείμενο «επιστημονικής» φαντασίας, από τον Λουκιανό, αναφέρεται ακριβώς σε ένα τέτοιο ταξίδι.
Χιλίαδες χρόνια αργότερα, αλλά 60 χρόνια νωρίτερα από τη στιγμή που ο άνθρωπος πάτησε όντως στο φεγγάρι, ο βρετανός Hebert. George. Wells, ένας από τους πρωτοπόρους της επιστημονικής φαντασίας, εξέδωσε (αρχικά περιοδικά και μετά ως βιβλίο) το Οι Πρώτοι Άνθρωποι Στο Φεγγάρι (στα ελληνικά από τις εκδόσεις Αίολος και σε μετάφραση του Πάνου Τομαρά). Το βιβλίο, παρόλο που πιάνει ένα θέμα όσο αρχαίο όσο ο άνθρωπος, το κάνει με τον τρόπο της εποχής του και ταυτόχρονα όμως διατηρεί τη φρεσκάδα και τη σημασία του μέχρι σήμερα.
Την ίδια στιγμή, επειδή ο Wells είναι κατά βάση ένας πολιτικός συγγραφέας που χρησιμοποιεί τη φαντασία του και έναν επιστημονικοφανή λόγο για να προειδοποιήσει για άμεσα πολιτικά ζητήματα της εποχή του. Τα ίδια προβλήματα βέβαια διατηρούντα ακόμα, καθώς το σύστημα που τα γέννησε, ο καπιταλισμός, μπορεί να άλλαξε, και μάλιστα ριζικά, αλλά δεν ξεθεμελιώθηκε.
Ο Wells καταπιάνεται με τις περιπέτειες δύο εντελώς αντιθετικών χαρακτήρων, ενός αφηρημένου επιστήμονα και ενός απατεώνα entrepreneur, οι οποίοι, μέσω μιας αντιβαρυτητικής συσκευής, καταλήγουν στο φεγγάρι. Εκεί, εκτός από ατμόσφαιρα και βλάστηση, βρίσκουν έναν ακμάζοντα πολιτισμό, ο οποίος όμως τρομοκρατείται από την ιμπεριαλιστική διάθεση των πλούσιων κρατών της Γης. Το τι γίνεται όμως πραγματικά στο τέλος δεν το ξέρει κανείς…
Σε αντίθεση λοιπόν με τον Vernes, ο οποίος είχε καταπιαστεί με το ίδιο θέμα αρκετά χρόνια νωρίτερα, η δράση στον Wells μοιράζεται στα δύο.
Το πρώτο μισό είναι η κατασκευή της συσκευής και η αντιμετώπιση της έρευνας από τους επιστήμονες και τους επιχειρηματίες αντίστοιχα.
Για τους πρώτους οι θεωρίες και οι συσκευές είναι μόνο θεωρητικά προβλήματα. Ακόμα και αν κατασκευαστούν η μόνη τους χρήση είναι, εκτός από τη δημοσίευση σε κάποιο περιοδικό, η μελέτη των νέων προβλημάτων που ανοίγουν. Ο δρ. Κέιβορ είναι ένας επιστήμονας χωρίς ίχνος κοινωνικής συνείδησης, η αδιαφορία του οποίου για την ανθρώπινη ζωή θέτει συνεχώς σε κίνδυνο όχι μόνο τον ίδιο αλλά ίσως και όλους τους κατοίκους στη Γη. Είναι ένα άτομο που παράγει γνώση χωρίς να ενδιαφέρεται για την καλυτέρευση της ζωής των γύρω του.
Από την άλλη ο συνεργάτης του, κύριος Μπένφροντ είναι μια υποδειγματική καρικατούρα σύγχρονου επενδυτή. Πλήρως αδιάφορος για τους κινδύνους στους οποίους θέτει τους γύρω του, βλέπει πολύ γρήγορα ευκαιρία για αμύθητα πλούτη στις εφευρέσεις του αδιάφορου Κέιβορ και προσπαθεί να τις καλλιεργήσει με κάθε κόστος. Όταν τα πράγματα γίνουν δύσκολα, η πρώτη του αντίδραση είναι η βία και η δεύτερη η φυγή. Τρομακτικά φαντασμένος, εντυπωσιακά ημιμαθής, ο κύριος Μπένφορντ είναι ένας υπέροχα μοντέρνος καπιταλιστής.
Το δεύτερο μισό είναι το ταξίδι και η αντιμετώπιση του νέου περιβάλλοντος. Στη θέα ενός άγνωστου κόσμου, γεμάτου με νέες ιδέες, πρακτικές, ήθη και έθιμα, οι αντιδράσεις των δύο ηρώων συνεχίζουν να είναι αντιθετικές. Ο πρώτος εξιδανικεύει, υιοθετεί άκριτα και προσπαθεί να βρει τρόπους επικοινωνίας. Ο δεύτερος σκοτώνει και τρέχει, κρίνοντας, όχι άδικα, τις πρακτικές των αυτοχθόνων από τι έκαναν οι δικοί του άνθρωποι στους κόσμους που επισκέφτηκαν. Στις γεμάτες βραχύβια λουλούδια και βαρυτικά θαύματα ακτές του φεγγαριού, ο αφελής επιστήμονας βλέπει έναν κόσμο που είναι καλύτερος από την ανθρωπότητα. Ο επικίνδυνος καπιταλιστής έναν κόσμο που είναι αν όχι χειρότερος, τουλάχιστον ίδιος με τον εαυτό του.
Κατανοώντας, χωρίς ο ίδιος να είναι σοσιαλιστής, μια πολύ σοσιαλιστική αρχή, πως κάθε σύστημα γεννά τους νεκροθάφτες του, o Wells απεικονίζει τις κατώτερες τάξεις ως τερατόμορφες, δείχνοντας όχι κάποιο ταξικό μίσος (άλλωστε και ο Wells δεν ήταν ο ίδιος μεγαλοαστός) αλλά τον φόβο των αστών προς τους εργαζομένους. Έναν φόβο που όπως έδειξαν οι εξεγέρσεις των αρχών του περασμένου αιώνα, δικαιολογημένο. Βέβαια η κοινωνία που βρίσκουν οι δύο άνθρωποι δεν είναι τίποτα από τα δύο.
Όπως και στη Μηχανή του Χρόνου η κοινωνία που επέζησε ήταν οι σκληροί Morlocks, έτσι και εδώ η υποφεγγάριοι Σεληνίτες παρουσιάζονται ως μια βαθιά αυτοματοποιημένη και αυτιστική κοινωνία. Μια αυστηρή θεσμική ιεραρχία, όπου το κάθένα τελεί μία και μόνο μηχανική λειτουργία. Αυτός ήταν και ένας πολύ άμεσος φόβος του ίδιου του Wells για το μέλλον των ανθρώπων.
Στο Οι Πρώτοι Άνθρωποι Στο Φεγγάρι το θέμα που τον απασχολεί δεν είναι (μόνο) η ταξική πάλη, αλλά και ο ιμπεριαλισμός. Αυτή τη φορά όμως ο στόχος γνωρίζει τι έπεται της μιας επιστήμης αδιάφορης για το κοινωνικό σύνολο και της καπιταλιστικής ατέρμονης πείνας για κέρδος. Και προετοιμάζεται.
Ο λόγος του Wells, στρωτός, συγκεκριμένος, απόλυτα λογικός και επιστημονικοφανής καταφέρνει να παρασύρει τον αναγνώστη ακόμα σε πράγματα που ο δεύτερος ξέρει ότι δεν είναι αλήθεια. Οι θάλασσες του φεγγαριού δυστυχώς είναι άδειες, αλλά μας κάνει, για λίγο, να πιστέψουμε πως φιλοξενούν σκοτεινά και επικίνδυνα πλάσματα. Ξέρουμε πως δεν υπάρχει ατμόσφαιρα, όμως μας κάνει να επιθυμούμε διακαώς να περιπλανηθούμε ανάμεσα στα λουλούδια που ζουν μόλις μια μέρα. Σε αυτό συμβάλει σε μεγάλο βαθμό και η μετάφραση του έμπειρου Πάνου Τομαρά, ο οποίος μας επιτρέπει ένα εκσυγχρονισμένο αλλά διακριτικό παράθυρο στο μυαλό του βρετανού συγγραφέα.
Επιλογικά, το Οι Πρώτοι Άνθρωποι στο Φεγγάρι είναι ένα πολύ πιο σκοτεινό, πολιτικό κείμενο, το οποίο όμως διατηρεί, 120 χρονιά, την καθαρόαιμη γοητεία της επιστημονικής φαντασίας. Κλασικό και ευανάγνωστο, μας δείχνει μια διαφορετική εποχή της λογοτεχνίας που όμως αντηχεί με σημερινές ανησυχίες.