Ένα θερμό αυγουστιάτικο απόγευμα, στη βραχώδη χερσόνησο της Καμτσάτκα, απώτερο βορειοανατολικό άκρο της Ρωσίας, δύο αδελφές που κάνουν βόλτα μόνες στην ακτή, η 11χρονη Αλιόνα και η 8χρονη Σοφία, απάγονται από έναν άγνωστο άντρα. Στη διάρκεια του επόμενου έτους, και καθώς οι αστυνομικές έρευνες αποβαίνουν άκαρπες και τα κορίτσια δεν βρίσκονται, παρατηρούμε τις συνέπειες της εξαφάνισης αυτής στην κοινότητά τους, αλλά και από άκρη σε άκρη της Καμτσάτκα, το σοκ, τον αποτροπιασμό και τον συλλογικό φόβο.
Στο πρώτο της μυθιστόρημα, διεθνές best-seller και υποψήφιο για το National Book Award το 2019, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Μεταίχμιο σε μετάφραση Ιωάννας Ηλιάδη, η Αμερικανίδα Julia Phillips ταξιδεύει στη μακρινή χερσόνησο της Καμτσάτκα, απομονωμένη και διαχωρισμένη από την υπόλοιπη Ρωσία, περικλειόμενη από τρεις πλευρές από ωκεανό και από την τέταρτη από βουνά και τη σιβηρική τούνδρα. Σε αυτό το ιδιόμορφο γεωγραφικά τοπίο τοποθετεί η συγγραφέας την ιστορία της και στον αφηγηματικό πυρήνα της θέτει μια εξαφάνιση, χωρίς όμως να εστιάζει αποκλειστικά σε αυτήν, όπως θα συνέβαινε σε μια τυπική ιστορία μυστηρίου. Αντιθέτως, και όπως έχουμε δει να κάνει δεξιοτεχνικά ο Jon McGregor στον «Ταμιευτήρα 13» του, ο αφηγηματικός φακός ανυψώνεται πάνω από όλη την έκταση της χερσονήσου και καλειδοσκοπικά παρατηρεί τις επιπτώσεις της εξαφάνισης αυτής στους κατοίκους της, οικογένειες, παιδιά και ενήλικες, άντρες, μα κυρίως, γυναίκες.
Η Phillips συνθέτει ένα πλέγμα σπονδυλωτών ιστοριών, συχνά πιο κοντά στη συλλογή διηγημάτων απ’ ότι στο μυθιστόρημα, με συνδετικό τους κρίκο την εξαφάνιση των δύο κοριτσιών, μια τραγωδία που ίπταται απειλητικά και ανησυχητικά πάνω από τον μικρόκοσμο της καθημερινότητας των κατοίκων της Καμτσάτκα. Το καλοκαίρι μόλις τελείωσε στη σιβηρική χερσόνησο και μαζί του αναχώρησαν δια παντός η αθωότητα, η ανεμελιά και η γαλήνη από κάθε σπιτικό. Οι ιστορίες που αφηγείται η Phillips λειτουργούν αριστοτεχνικά ως αλληγορία για την πανταχού παρουσία του Κακού: η ζωή συνεχίζεται, πεισματικά, αναπόφευκτα, αλλά ο ζόφος συνεχίζει να υπάρχει, το ανείπωτο κακό βρίσκεται πάντα στο περιθώριο, ακόμα και όταν αρνείσαι επίμονα να το αντικρίσεις.
Ταυτόχρονα, συνθέτει μια τοιχογραφία της σύγχρονης Ρωσίας, μιας χώρας που αποσυντίθεται από τις παθολογίες της, τη διαφθορά, την πολιτική και αστυνομική κωλυσιεργία, τον ενδημικό ρατσισμό, μιας κοινωνίας βαθιά ατομικιστικής και μικροαστικής, που όμως συνεχίζει να υποκρίνεται την ευαισθητοποίηση και τον αποτροπιασμό της παρά τη συστηματική της αναλγησία, μιας κοινωνίας μισογύνικης και πουριτανικής, όπου οι γυναίκες αντιμετωπίζονται ως κτήματα των αντρών, τρόπαια άξια προστασίας, και όπου κάθε θηλυκότητα κινδυνεύει διαρκώς. Η εξαφάνιση των κοριτσιών πυροδοτεί συλλογική αγωνία και φόβο, έναν φόβο όμως που μοιάζει να πλήττει και να αφορά αποκλειστικά γυναίκες.
Η συγγραφέας αναλύει εξονυχιστικά και την ξενοφοβία, την αντανακλαστική επίρριψη ευθυνών στους ξένους, στο αλλότριο στοιχείο, για κάθε τραγωδία, κάθε εγκληματικό γεγονός που συγκλονίζει μια κοινότητα. Αναφέρεται μεν στον συστημικό ρατσισμό των Ρώσων απέναντι στους αυτόχθονες λαούς της σιβηρικής χερσονήσου και στους μετανάστες που εισήλθαν στη χώρα μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης και το άνοιγμα των συνόρων, όμως η κοινωνιολογική παρατήρησή της είναι οικουμενική, και ανησυχητικά κοντά στα ελληνικά δεδομένα.
Στο βιβλίο αυτό, το παλιό έρχεται σε αντιπαράθεση με το νέο, το σοβιετικό παρελθόν με την κυβέρνηση του Πούτιν, η παράδοση και οι οικογενειακοί θεσμοί με τις νέες, μονογονεϊκές μορφές οικογενειών και τη γυναικεία χειραφέτηση, οι Ρώσοι με τους αυτόχθονες λαούς, που νιώθουν ανεπιθύμητοι στον ίδιο τους τον τόπο, εκλαμβάνονται μονίμως ως απειλή και εισπράττουν μόνο περιθωριοποίηση, διακρίσεις, επιφυλακτικότητα και φόβο. Το παγκοσμιοποιημένο παρόν συγκρίνεται με το σοβιετικό παρελθόν, ρομαντικοποιημένο και ηρωοποιημένο, με το φάντασμα του παρελθόντος αυτού να πλανάται από άκρη σε άκρη της χώρας, από τα παλιά σοβιετικά κτίρια μέχρι το άγαλμα του Λένιν που δεσπόζει στο κέντρο της πόλης. Ο εθνικισμός, ο πατριωτισμός και ο απομονωτισμός συγκρούονται με την προϊούσα παγκοσμιοποίηση και δυτικοποίηση που επήλθε μετά την πτώση του καθεστώτος και το άνοιγμα των συνόρων, με την οπτική της συγγραφέα πολυπρισματική και όχι εμφανώς στρατευμένη, αν και ρέπει προς τον αντισοβιετισμό.
Η Phillips γράφει για όλες τις παθογένειες της σύγχρονης Ρωσίας, για την άνοδο της ακροδεξιάς ρητορικής και της ομοφοβίας, για τα εγκλήματα μίσους εναντίον μειονοτήτων, με αφορμή ένα πραγματικό περιστατικό αποτρόπαιης δολοφονίας ενός νεαρού ομοφυλόφιλου άντρα στην Καμτσάτκα, τον οποίο έκαψαν ζωντανό, για μια Ρωσία μισαλλόδοξη, συντηρητική και φοβική απέναντι στο διαφορετικό, μια χώρα όπου μέχρι και πριν λίγες δεκαετίες η ομοφυλοφιλία ήταν αδίκημα, όπου ο αδύναμος διαχρονικά καταδιώκεται και η ευημερία του είναι επισφαλής. Γράφει για μικρές, κλειστοφοβικές κοινωνίες, σεξιστικές και πουριτανικές, όπου οι γυναίκες έιναι δακτυλοδεικτούμενες για τις σεξουαλικές και προσωπικές τους επιλογές, όπου αν έχουν πολλαπλούς συντρόφους ή αν είναι ανύπαντρες μητέρες εξοστρακίζονται και περιθωριοποιούνται κοινωνικά, όπου οι θηλυκότητες ασφυκτιούν μέσα στον αποπνικτικό κλοιό της πατριαρχίας και λαχταρούν να το σκάσουν πέρα από τα σύνορα της χερσονήσου, να αναπνεύσουν ελεύθερα, αλλά και για το δέσιμο με την κοινότητα, τις ρίζες, τα έθιμα και τις παραδόσεις της, όλα όσα συντελούν την έννοια της πατρίδας και τις κρατούν δέσμιες σε αυτήν.
Η Phillips γράφει φαινομενικά μια απλή ιστορία μυστηρίου, με τα στοιχεία για την επίλυσή του στρατηγικά τοποθετημένα κατά μήκος της πλοκής, όμως τη διανθίζει και την επεκτείνει, συνθέτοντας ένα πολυποίκιλτο μωσαϊκό της ρωσικής ζωής και της γυναικείας εμπειρίας εν γένει. Οι ηρωίδες της, πάντα γυναίκες, αναμετρώνται με την απώλεια, το πένθος, τη μοναξιά, αντικρίζουν κατάματα τον θάνατο, την τραγωδία και τη ματαιότητα της ύπαρξης, αλλά πάντοτε βγαίνουν ζωντανές, όχι πάντα αλώβητες αλλά σίγουρα ισχυρότερες από πριν, σε ένα βιβλίο – ύμνο στη γυναικεία δύναμη και αντοχή.
Φυσικά δεν είναι όλες οι ιστορίες το ίδιο επιτυχημένα εκτελεσμένες: κάποιες δεν είναι τόσο δυνατές αφηγηματικά, ενώ σε κάποιες άλλες η συγγραφέας έχει καταφύγει σε εύκολα τεχνάσματα και μη αληθοφανείς συμπτώσεις προκειμένου να σοκάρει ή να συγκινήσει.Παρ’ όλα αυτά, ο σχεδιασμός και η αρτιότητα του τελικού αποτελέσματος είναι αξιομνημόμευτα, για πρώτη συγγραφική προσπάθεια. Το κυριότερο πρόβλημα με το βιβλίο αυτό, όμως, φαίνεται να είναι ο εξωτικισμός και η πολιτισμική εκμετάλλευση ενός τόπου και ενός λαού απόλυτα ξένου και μακρινού προς τη συγγραφέα, μιας κουλτούρας που όσο και αν την ερεύνησε, όσο παραστατικά και αν την απεικόνισε, σύντομα εγείρεται το ερώτημα κατά πόσον η απεικόνισή της αποτίει τον απαραίτητο σεβασμό στους λαούς αυτούς, κατά πόσον οι πολιτισμικές διαφορές με την αμερικανική κουλτούρα αποδίδονται επαρκώς, και, πρωτευόντως, γιατί αυτή η πολιτισμική απομάκρυνση από τον οικείο τόπο ήταν απαραίτητη, ακόμα και για την εξερεύνηση οικουμενικών θεματικών, όπως η ξενοφοβία και ο μισογυνισμός.
Εντούτοις, και αν οι πολιτικές διαφωνίες σιγασθούν, αυτό που πετυχαίνει η Phillips στο ντεμπούτο της είναι να τοπογραφήσει τον πόνο της απώλειας, τις διαψευσμένες ελπίδες και προσδοκίες, σχέσεις που τελειώνουν και σχέσεις που ξεκινούν, μικρά θραύσματα από την ανθρώπινη ζωή, με την παγερή, απόκοσμη ομορφιά της σιβηρικής χερσονήσου στο υπόβαθρο. Μέσα από τις ιστορίες των γυναικών της, καταλήγει στο θεμελιώδες συμπέρασμα της γυναικείας αλληλεγγύης και ενδυνάμωσης: όσο έχουμε η μία την άλλη, δεν θα είμαστε ποτέ μόνες.