Το Γκραν Παρί (πρωτότυπος τίτλος Code 93) αποτελεί το ντεμπούτο του Olivier Norek στο χώρο του αστυνομικού μυθιστορήματος, που αν και πρωτοκυκλοφόρησε το 2013, στην Ελλάδα το γνωρίσαμε το 2020 από τις εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα και τη μετάφραση της Χαριτωμένης Βόντα. Πρόκειται για την πρώτη από μια σειρά αστυνομικών υποθέσεων του επιθεωρητή Βίκτορ Κοστ, ενός τύπου που φαίνεται να γνωρίζει καλά τη ζωή στα παρισινά σαλόνια, μα και στους σκοτεινούς δρόμους και τα στέκια του υποκόσμου. Αφορμή στέκεται ο εντοπισμός ενός ευνουχισμένου πτώματος, ένα κινητό τηλέφωνο που κουδουνίζει στο σώμα ενός νεαρού τοξικομανή, που πέθανε από ανεξήγητα αίτια και ένας σωρός από ανώνυμα γράμματα που συνθέτουν το περιεχόμενο ενός φακέλου με το όνομα Κώδικας 93 , από όπου ξεκινά να ξετυλίγεται το κουβάρι που θα οδηγήσει στο δολοφόνο.
Κύριο στοιχείο της ταυτότητας μα και της ιδιαιτερότητας του εν λόγω μυθιστορήματος είναι το γεγονός ότι ο συγγραφέας του συνδυάζει και τα δύο συνθετικά του όρου αστυνομικό μυθιστόρημα , λειτουργώντας μέσα από τη διπλή του ιδιότητα, αφενός σαν λογοτέχνης και αφετέρου σαν μάχιμος αξιωματικός της γαλλικής αστυνομίας. Παράλληλα, έχοντας εμπειρία σαν σεναριογράφος καταφέρνει να δημιουργήσει μπροστά στον αναγνώστη τα μικρά καρέ που συνθέτουν το δράμα που ξετυλίγεται στις σελίδες του βιβλίου του. Ως εκ τούτου, πρόκειται για ένα δημιούργημα βασισμένο τόσο στην εμπειρία και το βίωμα, όσο και στην τεχνική, κάτι που συνθέτει τις τέλειες αναλογίες ρεαλισμού, αγωνίας, ανατροπής, συναισθήματος και λεπτομερούς καταγραφής της αστυνομικής έρευνας και της κίνησης της ποινικής δίωξης.
Για να το πετύχει αυτό, ο Norek επιλέγει το σκοτεινό Παρίσι, γνωστό για τη διπλή του όψη, ήτοι εκείνη των καμπαρέ, του υποκόσμου και της φτώχειας και από την άλλη μεριά των παρισινών σαλονιών, της αίγλης, του πλούτου και της επίδειξης δύναμης. Ως εκ τούτου, ο Norek κατασκευάζει μέσα στο μεγάλο Παρίσι (Γκραν Παρί) δύο μικρότερα, αντίθετα αλλά αλληλοεξαρτώμενα μεταξύ τους με δεσμούς πολιτικούς και τη διαφθορά της αστυνομίας, χωρίς να αφήνει απέξω και τη διαπλοκή των διαπροσωπικών σχέσεων και τον λεγόμενο ανθρώπινο παράγοντα χ, ως συστατικό στοιχείο της ανατροπής και της πρόκλησης συναισθήματος και ταραχής στον αναγνώστη. Πράγματι, ο κάθε χαρακτήρας του απηχεί και έναν εκπρόσωπο της τάξης του, αντιπροσωπεύοντας τα όσα αυτή μπορεί να πρεσβεύει σε μια κοινωνία. Παράλληλα, το μυστήριο και λύση του χτίζονται και στηρίζονται σε δύο επί μέρους πλοκές που τρέχουν παράλληλα , κάτι που σε συνδυασμό με τα ανωτέρω καθιστά φανερή την οπτική του Norek και την τάση του να κατασκευάζει μικρόκοσμους που συνδέονται μεταξύ τους, σαν παράλληλα σύμπαντα που συγκρούονται προκαλώντας το χάος και την αταξία.
Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο συγγραφέας για το πρώτο του συγγραφικό έργο αφετηριάζει από όσα φαίνεται να γνωρίζει καλά: την ίδια τη δουλειά του και το επαγγελματικό του βίωμα (ο Κοστ μοιάζει σχεδόν αυτοβιογραφικός), μα και το Παρίσι που φαίνεται άλλοτε να αγαπά και άλλοτε να σιχαίνεται. Λασπώδες, σκοτεινό, αποπνικτικό είναι η ίδια πόλη των Αθλίων του Ουγγώ, των αντιθέσεων και της αδικίας. Επιπλέον, ο Norek καταφέρνει να σκιαγραφήσει με επιτυχία τον υπόκοσμο και την διαπλοκή των σχέσεων του με την εξουσία και την ανώτερη κοινωνική τάξη, αλλά και τον τρόπο που αυτός συγκρούεται με αυτή, βγάζοντας πεισματικά τη γλώσσα του στην υποκριτική θαλπωρή της. Με άλλα λόγια, αυτό σημαίνει ότι πρόκειται για ένα βιβλίο γεμάτο ανατροπή, η οποία εδράζεται στην ίδια την αντιφατική φύση της κοινωνίας, γι’ αυτό και εκπνέει κάτι το γνήσιο και το αληθινό!