Η οικογένεια Γκάλβιν ήταν η ειδυλλιακή αμερικανική οικογένεια της baby boomer γενιάς. Ο πατέρας, Ντον, υπηρετούσε στην αμερικανική αεροπορία, η μητέρα, Μίμι, ήταν γόνος τεξανής αριστοκρατίας, και μαζί, αφού γνωρίστηκαν, ερωτεύτηκαν και παντρεύτηκαν, ξεκίνησαν να φέρνουν στον κόσμο παιδιά, 12 εν συνόλω. Με το τέλειο οικογενειακό σπίτι στο Κολοράντο Σπρινγκς, οι γονείς Γκάλβιν ανέτρεφαν τα παιδιά τους για να γίνουν πρότυπα Αμερικανών πολιτών. Μέχρι που, σιγά – σιγά, 6 από τα 10 αγόρια της οικογένειας αρχίζουν, το ένα μετά το άλλο, να εμφανίζουν ψυχωσικά συμπτώματα, να γίνονται βίαια και επιθετικά, και εν τέλει να διαγιγνώσκονται με σχιζοφρένεια. Αυτό όμως που ξεκίνησε ως ανείπωτη οικογενειακή τραγωδία κατέληξε να αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες συνεισφορές στον χώρο της επιστήμης για την κατανόηση της νόσου, ένα ουσιώδες και απαραίτητο βήμα προς την πρόληψη, την έγκαιρη διάγνωση και τη θεραπεία της.
Το βιβλίο Hidden Valley Road του συγγραφέα και δημοσιογράφου Robert Kolker, που κυκλοφόρησε στην Αμερική το 2020, κατέκτησε εύκολα την κορυφή στη λίστα των best-seller βιβλίων των New York Times και φιγουράρισε ανάμεσα στα αγαπημένα βιβλία της χρονιάς πολλών έγκριτων δημοσιογραφικών εντύπων, όπως και στην αντίστοιχη λίστα του Barack Obama. Το non-fiction βιβλίο, που κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ίκαρος σε μετάφραση Βαγγέλη Προβιά και με τον τίτλο Οι γυναίκες που επιβίωσαν, είναι μια λεπτομερής, διεισδυτική ματιά στην ιστορία της σχιζοφρένειας, μακροσκοπικά μέσα από την καταγραφή στατιστικών, επιστημονικών μελετών αλλά και των αψιμαχιών εν μέσω της ψυχιατρικής κοινότητας για τα αίτια και τη φύση της ασθένειας, και μικροσκοπικά μέσα από την προσωπική ιστορία της οικογένειας Γκάλβιν, της πρώτης οικογένειας με 6 καταγεγραμμένα κρούσματα ανάμεσα στα μέλη της. Διαφορετικές πτυχές της ζωής της οικογένειας αποκαλύπτονται σε κάθε κεφάλαιο, οι οπτικές γωνίες όλων των μελών της αναδεικνύονται, ενώ παρεμβάλλονται οικογενειακές φωτογραφίες τους και δημοσιογραφικά τεκμηριωμένα κεφάλαια πληροφοριών για την ιστορία της νόσου.
Η αφήγηση ξεκινά από τη Μίμι Γκάλβιν, τη μητέρα – φαμίλια, μια γυναίκα που αναπληρώνει το συναισθηματικό κενό που της αφήνει ο μονίμως απών – και άπιστος – σύζυγός της και οι ματαιωμένες προσδοκίες του μέλλοντός της, μέσα από ένα αδιάκοπο γεννοβόλημα: η Μίμι κυοφορεί το ένα παιδί μετά το άλλο, ως ύστατο εγχείρημα επιτυχίας και τελειότητας στη ζωή της. Η γαλούχηση της ίδιας και των παιδιών της με τα δόγματα της καθολικής θρησκείας, οι πατριωτικές αντιλήψεις του στρατιωτικού πατέρα τους και η εγγενής ροπή της Μίμι προς την τελειομανία και τον αυταρχισμό στην ανατροφή των παιδιών της, σε συνδυασμό με την αναπόφευκτη έλλειψη χώρου, χρόνου και συναισθηματικής τροφής εντός μιας τόσο πολυμελούς οικογένειας, θα επηρεάσει αδιαμφισβήτητα ψυχοσυναισθηματικά όλα τα παιδιά της, αλλά, σύμφωνα με την επικρατούσα ψυχαναλυτική άποψη της εποχής, ίσως αποτελεί και καθοριστικό παράγοντα για την εμφάνιση της νόσου σε 6 από αυτά.
Η Μίμι Γκάλβιν, όπως και χιλιάδες άλλες μητέρες παιδιών που νοσούν από ψυχικές ασθένειες, θα βρεθεί στο στόχαστρο της ψυχιατρικής επιστήμης και θεωρίας. Ήδη η φροϋδική σχολή κατηγορεί τις μητέρες, την υπερβάλλουσα προσκόλληση και την ψυχρότητά τους για τα ψυχιατρικά δεινά των παιδιών τους και η θεωρία της «σχιζοφρενογόνου μητέρας» που κέρδιζε έδαφος εκείνη την εποχή θα αποτελέσει ένα ακόμα λιθαράκι στο πατριαρχικό οικοδόμημα επίρριψης ευθυνών στις γυναίκες, από μια στελεχωμένη σχεδόν αποκλειστικά από άντρες επιστημονική κοινότητα που έχει μάθει να κατασκευάζει το αφήγημα της μητέρας – τέρατος, αφήγημα τόσο επίκαιρο μέχρι και στη σύγχρονη κοινωνία.
Η οικογένεια Γκάλβιν, με τη συνεισφορά του γενετικού υλικού της στην ιατρική επιστήμη, θα συμβάλει θεμελιωδώς στην κατανόηση των γενετικών μηχανισμών, των γονιδιακών αλληλουχιών και των νευρολογικών δυσλειτουργιών που συντελούν στην εμφάνιση κρουσμάτων σχιζοφρένειας και θα απαντήσει μια για πάντα στο, έως τότε ανεπίλυτο, ερώτημα: φύση ή ανατροφή, αποτέλεσμα οργανικών, νευρολογικών και κληρονομικών παραγόντων ή αμιγώς ψυχολογικών, έμφυτη ή επίκτητη; Η απάντηση, της γενετικής προδιάθεσης και κληρονομικότητας που ενεργοποιείται από μια σειρά περιβαλλοντικών και εξωγενών παραγόντων, πλέον φαντάζει αυτονόητη, όμως επί σειρά δεκαετιών δυστυχώς δεν ήταν.
Οι Γκάλβιν ήταν η Αγία Αμερικανική Οικογένεια, αρχέτυπο ευμάρειας, κοινωνικού κομφορμισμού και οικογενειακής ευτυχίας στη μεσαία τάξη, μέχρι που σταδιακά, μέσα από το μόνο κατ’ επίφαση προσωπείο ευζωίας, αναδύονται ρωγμές, ψήγματα βιαιότητας, αναίτιας επιθετικότητας και απουσίας ενσυναίσθησης ανάμεσα στα αγόρια της οικογένειας, παρ’ όλα αυτά οι γονείς κλείνουν πεισματικά τα μάτια, αρνούνται να αποκαθηλώσουν την αγιογραφία της οικογένειάς τους.
Ο μεγαλύτερος γιός τους, ο Ντόναλντ, ήταν το τέλειο παιδί που κάθε οικογένεια θα ήθελε να έχει, πρωταθλητής σε μια σειρά από αθλήματα, που φιγουράρει μονίμως στις σελίδες της τοπικής εφημερίδας. Όμως, ο ίδιος γνωρίζει βαθιά μέσα του πως κάτι δεν πάει καθόλου καλά μαζί του, πως η μάσκα τελειότητας κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του πατέρα του είναι επίπλαστη και υποκριτική, και πως κάτι κοχλάζει μέσα του, κάτι που τον καθιστά ριζικά διαφορετικό από τους υπόλοιπους συνομηλίκους του, όμως δεν ξέρει τι – και αυτό τον τρομοκρατεί. Όταν τα πρώτα συμπτώματα της ασθένειάς του αρχίζουν να κάνουν την εμφάνισή τους, οι πρώτες αλλόκοτες, αντικοινωνικές συμπεριφορές, οι αυτοκαταστροφικές τάσεις και οι παρανοϊκοί ιδεασμοί, ο Ντον και η Μίμι Γκάλβιν αρνούνται να κοιτάξουν την πραγματικότητα καταπρόσωπο – ο γιός τους είναι καλά, είναι φυσιολογικός, περνά απλώς μια δύσκολη περίοδο, γι’ αυτό και δεν του παρέχουν την ψυχιατρική βοήθεια που τόσο χρειάζεται.
Την ίδια στάση θα κρατήσουν και με τους υπόλοιπους γιούς τους, που βυθίζονται σταδιακά στα δίχτυα της ψυχικής ασθένειας: τον Πίτερ, το μικρότερο αγόρι, με την επί σειρά ετών εσφαλμένη διάγνωση, τον Μάθιου, που πίστευε πως είναι ο Πολ ΜακΚάρτνεϊ, τον Τζο, το πιο ήρεμο και με τη μεγαλύτερη αυτεπίγνωση από τα νοσούντα αγόρια, τον βίαιο και επιθετικό Τζιμ, που κακοποιούσε σεξουαλικά τα αδέλφια του, και τον Μπράιαν, που εν μία νυκτί σε μια έκρηξη βίας θα κάνει το ανείπωτο και θα διαπράξει το έγκλημα που θα στιγματίσει την οικογένειά τους μια για πάντα.
Σε μια οικογενειακή σάγκα που θυμίζει αρχαία ελληνική τραγωδία, ο Kolker καταγράφει με σχολαστική ακρίβεια την άνοδο και την πτώση της αρχετυπικής αμερικανικής μεσοαστικής οικογένειας, την ψευδεπίγραφη οικογενειακή ευτυχία τους και συμμόρφωση στις κοινωνικές συμβάσεις και επιταγές μέχρι την κατάδυσή τους στην άβυσσο της σχιζοφρένειας. Γράφει για το στίγμα της ψυχικής ασθένειας, στίγμα που συνεχίζει να υφίσταται έως και σήμερα, στίγμα εξαιτίας του οποίου οι γονείς Γκάλβιν κουκουλώνουν τα προβλήματα των γιών τους κάτω από το χαλί και δεν τους παρέχουν συναισθηματική υποστήριξη και ψυχιατρική βοήθεια, στίγμα εξαιτίας του οποίου γίνονται τόσες καθυστερημένες ή λάθος διαγνώσεις, τόσες αυτοχειρίες, εγκλήματα και εγκλεισμοί σε σωφρονιστικά ιδρύματα, εξαιτίας του οποίου τόσοι άνθρωποι συνεχίζουν μέχρι και σήμερα να χάνονται άδικα.
Γράφει για το σαθρό σύστημα ψυχικής υγείας, που επαφίεται αποκλειστικά στην αλόγιστη χρήση κατασταλτικών φαρμάκων και σε διαδοχικούς εγκλεισμούς σε ιδρύματα. Καταγγέλλει τις φαρμακευτικές βιομηχανίες που κλείνουν τα μάτια μπροστά στις ανάγκες ασθενών που αδυνατούν να διεκδικήσουν πιο ανθρώπινες συνθήκες θεραπείας, και επικεντρώνονται στην παρηγορητική θεραπεία των συμπτωμάτων αντί για την έρευνα με στόχο την εύρεση καλύτερων φαρμάκων, με λιγότερες επικίνδυνες για τη ζωή παρενέργειες – φάρμακα που δεν καθιστούν τους ασθενείς άβουλα όντα αλλά τους επιτρέπουν να επανακτήσουν τη ζωή τους, με άξονα τον συνδυασμό φαρμακευτικής αγωγής και ψυχοθεραπευτικής προσέγγισης.
Ο Robert Kolker, όμως, δεν ασχολείται μόνο με τα ασθενή αγόρια, αλλά ρίχνει φως και στη ζωή των γυναικών της οικογένειας: της μητέρας Μίμι, με το ακόρεστο ψυχικό σθένος και υπομονή, τον πραγματικό στυλοβάτη της οικογένειας, μα κυρίως των δύο κοριτσιών, της Μάργκαρετ, που κακοποιούνταν σεξουαλικά από τον αδελφό της μέχρι που απέδρασε/εξορίστηκε στην πολυτελή ζωή κάποιων ευκατάστατων οικογενειακών φίλων, και της μικρότερης Μέρι, που αντικατέστησε την αδελφή της στον ρόλο του θύματος όταν αυτή έφυγε, μέχρι που ο αδελφός της τη βίασε μόλις εκείνη μπήκε στην εφηβεία, της Μέρι, που άλλαξε το όνομά της σε Λίντσι, για να επανεφεύρει τον εαυτό της και να κερδίσει μια δεύτερη ευκαιρία στη ζωή. Τα κορίτσια αυτά ζούσαν πάντοτε στη σκιά των αδελφών τους, αόρατες και παραμελημένες μπροστά στον εφιάλτη της ψυχικής ασθένειας που μάστιζε την οικογένεια τους, ενόσω ταυτόχρονα βίωναν και οι ίδιες το δικό τους, προσωπικό, ανεπούλωτο τραύμα της σεξουαλικής κακοποίησης, όμως κατάφεραν , η καθεμία με τον δικό της αμυντικό μηχανισμό, να επιζήσουν, να πατήσουν ξανά στα πόδια τους, να γίνουν οι γυναίκες που επιβίωσαν.
Με γραφή απλή, ζωντανή, μεστή, απόλυτα κατανοητή και από μη ειδικούς, με έρευνα ενδελεχή, που βρίθει πληροφοριών και επιστημονικών πηγών, μα κυρίως με συμπόνια, ενσυναίσθηση και βαθιά κατανόηση της δύσκολης, απαιτητικής θεματικής του, ο Robert Kolker γράφει μια πλούσια οικογενειακή εποποιία, μια σπαρακτική αφήγηση κατακρήμνισης και αποσύνθεσης του αμερικανικού ονείρου και, πάνω απ’ όλα, ένα από τα καλύτερα non – fiction βιβλία που έχουμε διαβάσει. Πλήρως επίκαιρο, επείγον και απαραίτητο στη μάχη για την αποστιγματοποίηση της ψυχικής ασθένειας, Οι γυναίκες που επιβίωσαν είναι ένα βιβλίο απολαυστικό, γεμάτο αγωνία, σασπένς και αφηγηματική σπιρτάδα, αλλά και ένα βιβλίο από το οποίο, μόλις κλείσεις την τελευταία σελίδα του, βγαίνεις καλύτερος άνθρωπος.