21: Η Μάχη της Πλατείας – Μία ευκαιρία αναστοχασμού

Μάνος Βασιλείου - Αρώνης Από Μάνος Βασιλείου - Αρώνης 11 Λεπτά Ανάγνωσης

Η επέτειος των 200 χρόνων από την έναρξη της ελληνικής επανάστασης του 1821 και ειδικότερα οι πρωτοβουλίες για τον εορτασμό της έχουν αφήσει μέχρι στιγμής -στην καλύτερη περίπτωση- ανάμεικτες εντυπώσεις. Κάθε ανάλογη επέτειος αποτελεί ευκαιρία αναστοχασμού του παρελθόντος, έναρξης νέων ερευνών και ανάδειξης νέων οπτικών, βασισμένων στα σύγχρονα ερωτήματα των ιστορικών και της δημόσιας γνώμης. Ιδιαίτερα μία επέτειος τόσο θεμελιακή όσο η επέτειος των δύο αιώνων από την απελευθέρωση απ’ την οθωμανική κυριαρχία και των πρώτων βημάτων της συγκρότησης του σύγχρονου ελληνικού κράτους, θα έπρεπε να λειτουργήσει ως πυροδότης ένθερμων συζητήσεων και γενναίων επαναξιολογήσεων του παρελθόντος σε ακαδημαϊκό επίπεδο με παράλληλη διάχυση των πορισμάτων της ιστορικής έρευνας στη δημόσια σφαίρα. Όμως αφενός το «εθνικό μας κίτς» καλά κρατεί (ακόμα κι όταν αντί για φουστανέλες και χλαμύδες φοράει το ευρωπαϊκό του κοστούμι για να αναπαραστήσει τα προ-μνημονιακά μεγαλεία της Ολυμπιάδας του 2004), ενώ αφετέρου η εντελώς απροσδόκητη παγκόσμια έκρηξη της πανδημίας κράτησε πίσω ακόμη και κάποιες από τις πιο αξιέπαινες πρωτοβουλίες έρευνας και αναστοχασμού του παρελθόντος. Ελέω κορονοϊού το ελληνικό κράτος βρέθηκε για τρίτη φορά σε αδυναμία να γιορτάσει όπως επιθυμούσε την επέτειο της ελληνικής επανάστασης (η πρώτη αναβολή των εορτασμών στα 100 χρόνια ήταν αναγκαστική λόγω της Μικρασιατικής Καταστροφής και του Προσφυγικού προβλήματος, ενώ η επέτειος των 150 χρόνων γιορτάστηκε με τραγελαφικό τρόπο απ’ τη Χούντα), όμως αν κρίνουμε απ’ τις μίνι εξ’ αποστάσεως φιέστες που κατάφερε να διοργανώσει η αρμόδια Επιτροπή εορτασμού, ίσως θα πρέπει να νιώθουμε ανακουφισμένοι γι’ αυτή τη δυσάρεστη συγκυρία.

Στον αντίποδα όμως του κιτς εθνικού αφηγήματος και των αναπαραστάσεών του στη δημόσια σφαίρα, υπήρξαν σημαντικές (προσωπικές ή συλλογικές) πρωτοβουλίες με σκοπό να ανοίξει μία ενδιαφέρουσα συζήτηση για την ελληνική επανάσταση με νέες οπτικές πάνω σε σύγχρονα ερωτήματα και με νέα δεδομένα από έρευνες που αποδομούν στερεότυπα που επιβιώνουν ακόμα. Στα βιβλιοπωλεία σημειώθηκε απ’ την αρχή της χρονιάς μία μικρή εκδοτική έκρηξη με βιβλία για το 1821, στην τηλεόραση έχουν ξεχωρίσει ορισμένες σειρές ντοκιμαντέρ της ΕΡΤ που έχουν αποστασιοποιηθεί απ’ την τετριμμένη αφήγηση που κυριαρχεί στη δημόσια σφαίρα, ενώ και η σχετική ακαδημαϊκή έρευνα τα τελευταία χρόνια δείχνει να έχει αναζωπυρωθεί. Ξεχωριστή θέση ανάμεσα σε αυτές τις πρωτοβουλίες εναλλακτική αφήγησης της ελληνικής επανάστασης κέρδισε απ’ την πρώτη στιγμή το 21: Η Μάχη της Πλατείας του Soloup, ένα graphic novel που επιχειρεί να διηγηθεί την ιστορία του 1821 με προσιτό τρόπο αλλά και διεισδυτική ματιά που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ίκαρος.

Το graphic novel του Soloup αποτελεί την πληρέστερη μεγάλης έκτασης προσπάθεια ενός ελληνικού comic να αφηγηθεί μία απ’ τις σημαντικότερες στιγμές της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου ότι αποτελεί και το μεγαλύτερο σε όγκο ελληνικό comic μέχρι σήμερα. Όμως πέρα απ’ τον αριθμό των σελίδων του, το graphic novel του Soloup διακρίνεται για την ποιότητα και το βάθος της έρευνας που κρύβονται πίσω απ’ τα καρέ του. Γι’ αυτό και κρίσιμο είναι να αναφερθεί ότι το σενάριο του comic το υπογράφει ο Soloup, όμως προκειμένου να προκύψει το τελικό αποτέλεσμα που θα κρατήσει ο αναγνώστης στα χέρια του, εργάστηκε για χρόνια μία ολόκληρη ερευνητική ομάδα (αποτελούμενη από τις Νατάσα Καστρίτη, Ρεγγίνα Κατσιμάρδου, Παναγιώτα Παναρίτη και Εύη Σαμπανίκου) η οποία μελέτησε αρχεία και πηγές προκειμένου να εφοδιάσει τον Soloup με εκείνο το απαραίτητο υλικό που του επέτρεψε να τεκμηριώσει επιστημονικά το σενάριο του comic του. Το αποτέλεσμα είναι συναρπαστικό και πρωτόγνωρο για τα ελληνικά comic δεδομένα: Ένα πολυσέλιδο graphic novel που αφηγείται την ιστορία της ελληνικής επανάστασης μακριά από στερεότυπα και μύθους, που αναδεικνύει αποσιωπημένες αλήθειες και ερμηνεύει το παρελθόν με σκέψη αναστοχαστική και ματιά διεισδυτική. Ένα graphic novel που έχει πολλαπλές αναγνώσεις και είναι γραμμένο προκειμένου να είναι προσιτό σε μικρούς και μεγάλους.

Δηλωτικός των προθέσεων του Soloup είναι ο διάλογος μεταξύ των δύο σύγχρονων πρωταγωνιστών του comic, του άστεγου – δασκάλου και της περαστικής – μαθήτριας:

« – Κι από πού θ’ αρχίσεις το μάθημα; «Μετά την κατάπαυσιν της Βυζαντινής βασιλείας των Ελλήνων…»;

Ξέχνα αυτά που σου μάθανε στο σχολείο. Μαζί μου θ’ ακούσεις άλλα»

Το 21: Μάχη της Πλατείας δεν διηγείται μία εύπεπτη ιστορία. Μιλάει για εποχές σκληρές, στις οποίες οι άνθρωποι θυσίαζαν τη ζωή τους για την ελευθερία. Ταυτόχρονα η δύναμη της εξουσίας και του πλούτου οδηγούσε ολόκληρους στρατούς να ξεκληρίζουν τοπικούς πληθυσμούς, συνήθως με απερίγραπτα βίαιες μεθόδους. Στα καρέ του comic αποτυπώνεται με ανατριχιαστικά ρεαλιστικές εικόνες η βιαιότητα του πολέμου. Σωροί πτωμάτων, κομμένα κεφάλια, πολιορκίες, θανάσιμοι τραυματισμοί και δολοφονίες κάνουν αισθητή την παρουσία τους στις σελίδες του comic. Η διάθεση του Soloup δεν είναι να προκαλέσει τον αναγνώστη ή να τον τρομάξει. Προσπαθεί απλώς να αποτυπώσει με ρεαλισμό την εποχή που αφηγείται. Παράλληλα όμως δεν έχει διάθεση να ωραιοποιήσει τη βία προκειμένου να κατασκευάσει ένα ηρωικό παρελθόν. Ο πόλεμος παραμένει βίαιος και τρομερός ακόμα κι όταν η κήρυξή του είναι δίκαιη. Εξάλλου ο θάνατος δεν ξεχωρίζει έθνη, γλώσσες και θρησκείες και γι’ αυτό και ο θρήνος έχει παρόμοιο ήχο σε κάθε γλώσσα:

«Κι όπως βρέθηκαν χαμένοι μέσα στη νύχτα, έκλαιγαν και φώναζε ο καθένας για γνωστούς.

Άλλος τουρκικά.

Άλλος αρβανίτικα.

Άλλος ελληνικά.»

Αντίστοιχα, στο σενάριο του comic δεν επιχειρείται η ωραιοποίηση ούτε εκείνων των στιγμών στις οποίες και οι Έλληνες επαναστάτες προέβησαν σε αδικαιολόγητα βίαιες ενέργειες εναντίον του εχθρού. Αντιθέτως ο δάσκαλος – αφηγητής δίνει ιδιαίτερη έμφαση στα κακώς κείμενα του ελληνικού στρατοπέδου, αρνούμενος να αναπαράγει τα μανιχαϊστικά στερεότυπα της σχολικής ιστορίας. Σκοπός της δικής του ιστορίας δεν είναι η ανύψωση του εθνικού φρονήματος του ακροατηρίου του (όπως συμβαίνει με τη σχολική ιστορία) ή ο φανατισμός του. Στόχος του είναι να αφηγηθεί περισσότερο ή λιγότερο γνωστές πτυχές του παρελθόντος με διάθεση για κριτική και αναστοχασμό.

Με αυτή τη μέθοδο καταφέρνει να διηγηθεί την ιστορία της ελληνικής επανάστασης περισσότερο αντικειμενικά; Η απάντηση δεν μπορεί να είναι καταφατική, γιατί μπορεί μεν αυτός να είναι πιο αποστασιοποιημένος σε σχέση με το επίσημο εθνικό αφήγημα, όμως -όπως παραδέχεται κι ο ίδιος- κανείς δεν μπορεί να μιλήσει για το παρελθόν χωρίς να προβάλλει στην αφήγησή του τις δικές του προκαταλήψεις. Όπως αναφέρεται εύστοχα και σε ένα παράλληλο κείμενο που περιλαμβάνει ο τόμος:

«Η ιστορία των Ελλήνων δεν είναι δυνατόν να γραφεί όπως έγινε. Ρωτάς έναν πολεμιστή, σου λέει ότι έκανε πολλά πράγματα. Ρωτάς έναν άλλο, σου λέει άλλα.

Τα μάτια των ανθρώπων δεν βλέπουν το ίδιο»

Με αυτό το σεναριακό τρικ ο Soloup αγγίζει ένα κρίσιμο μεθοδολογικό ζήτημα της ιστορικής επιστήμης (το ερώτημα περί αντικειμενικότητας της ιστορικής αφήγησης) ενώ παράλληλα προετοιμάζει τον αναγνώστη να διαβάσει κάθε γραμμή της ιστορικής αφήγησής του με κριτική ματιά κι αυτό επειδή έχει επιλέξει στις σελίδες του comic του να αντιπαραθέσει διαφορετικές οπτικές, αντιμαχόμενες μαρτυρίες και ιστορικές ερμηνείες με διαφορετικές αφετηρίες και σκοπούς. Μέσα από την ποικιλία πηγών και παράλληλων κειμένων (τις οποίες αναφέρει ευθέως ή στις οποίες παραπέμπει εμμέσως το σενάριο) έρχονται σε αντιπαράθεση οι δύο κύριες αντικρουόμενες οπτικές της ελληνικής επανάστασης: εκείνη των ανθρώπων που γράφουν τα απομνημονεύματα των πρωταγωνιστών της επανάστασης, η οποία συγκρούεται με την οπτική των λογίων της εποχής.

Ο άστεγος – δάσκαλος συντάσσεται ευθαρσώς με την πρώτη οπτική, εκείνη των ανθρώπων που αφουγκράστηκαν την ιστορία των απλών ανθρώπων που μετατράπηκαν σε πρωταγωνιστές της επανάστασης και προσπάθησαν να διασώσουν τις μνήμες τους. Έτσι θέτει στο στόχαστρο της κριτικής του τους άλλους πρωταγωνιστές, εκείνους που ηγήθηκαν εξ’ αποστάσεως και μοιράστηκαν τις θέσεις της εξουσίας σαν λεία ενός πολέμου στον οποίο άλλοι έχυσαν το αίμα τους. Πρωταγωνιστές της εποχής όπως ο Μαυροκορδάτος και ο Σπυρίδων Τρικούπης δέχονται συνεχώς τα πυρά της κριτικής του αφηγητή, ενώ δεν αποσιωπά ούτε τις αμφισβητούμενες ενέργειες ανθρώπων που εκτιμά τη δράση τους, όπως του Μιαούλη. Ανάλογης έντασης κριτική ασκεί και στους θρησκευτικούς ηγέτες, οι οποίοι -σε αντίθεση με όσα επιλέγει να εξιστορεί το επίσημο εθνικό αφήγημα- αποτέλεσαν για μεγάλο διάστημα εμπόδιο απέναντι σε κάθε προσπάθεια των ελληνικών πληθυσμών να απελευθερωθούν, αφού το Πατριαρχείο βρισκόταν σε συνεργασία με το Σουλτάνο διατηρώντας την ηγετική του θέση όσον αφορά τους χριστιανικούς πληθυσμούς της Αυτοκρατορίας, στο ρουμ μιλλέτ. Αντίστοιχα αντιμετωπίζονται και οι Μεγάλες Δυνάμεις καθώς και οι πολιτικοί που υπακούν στα κελεύσματά τους, με χαρακτηριστικότερη περίπτωση τον ραδιούργο Κωλέττη.

Τα μαθήματα του άστεγου – δασκάλου διεξάγονται στην πλατεία Κολοκοτρώνη επί της οδού Σταδίου. Ένας απ’ τους πιο πολυσύχναστους δρόμους της Αθήνας γίνεται με αυτό τον τρόπο ο δίαυλος σύνδεσης του παρόντος με το παρελθόν. Το άγαλμα του Κολοκοτρώνη που εκτίθεται στην ομώνυμη πλατεία κρύβει κι αυτό τις δικές του ιστορίες, όπως αντίστοιχου ενδιαφέροντος ιστορίες φυλάει και η ίδια η πλατεία από τότε που φιλοξενούσε τη Βουλή μέχρι και σήμερα που περνούν μπροστά της οι πορείες των διαμαρτυρόμενων που κατευθύνονται προς το Σύνταγμα. Κάθε Αθηναίος αναγνώστης θα νιώσει οικεία βλέποντας σημαντικό μέρος του σεναρίου να εκτυλίσσεται σε ένα απ’ τα παγκάκια της πλατείας, ενώ είναι δεδομένο ότι κλείνοντας το graphic novel του Soloup στις επόμενες επισκέψεις του στο κέντρο της Αθήνας ασυναίσθητα το μάτι του θα αναζητήσει τον άστεγο – δάσκαλο. Ίσως τελικά τον βρει, ξαπλωμένο στο παγκάκι του, έτοιμο να διηγηθεί κάποια ιστορία που παρέλειψε να αναφέρει στη μαθήτριά του.

Μοιραστείτε το Άρθρο
Γεννήθηκε το 1993, δηλαδή ήταν 6 χρονών όταν είδε πρώτη φορά το Star Wars. Κάπου στο Λύκειο κατέληξε ότι η αλήθεια βρίσκεται στον Sheldon και από τότε προσπαθεί να ανακαλύψει τον κόσμο των nerds και των superheroes, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. Αγαπημένο του χρώμα το κόκκινο: στις σημαίες, στον Flash, στον Deadpool, ενώ στις μπλούζες το προτιμά με λευκές λωρίδες. Τελευταία το παίζει και δικηγόρος, χωρίς καμία επιτυχία.