Η Τέχνη του Θανάτου – Ένα βικτωριανό θρίλερ για σύγχρονα θέματα

Nίκος Γιακουμέλος Από Nίκος Γιακουμέλος 5 Λεπτά Ανάγνωσης

Η επιστροφή του συγγραφικού διδύμου των Chris Brookmyre και της Marisa Haetzman, υπό το κοινό ψευδώνυμο Αmbrose Parry στο Η Τέχνη του Θανάτου (στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, σε μετάφραση του Χρήστου Μπαρουξή) είναι κάτι το χαρούμενο από μόνη της. Όταν όμως είναι με ένα βιβλίο που καταφέρνει όχι μόνο να εξελίξει τη γραφή που είδαμε στο προηγούμενο έργο τους, το Πεπρωμένο της Σάρκας, με μια πολύ, δυστυχώς, σύγχρονη θεματολογία παρά το (ψεύδο)ιστορικό προσωπείο είναι κάτι ακόμα καλύτερο.

Στο Η Τέχνη του Θανάτου το συγγραφικό δίδυμο συνδυάζει τόσο την εμπειρία του Brookmyre στην πλοκή και την εξέλιξη μιας δυνατής αστυνομικής ιστορίας, με τις τεχνικές γνώσεις της αναισθησιολόγου Haetzman για μια άρτια τεχνικά και ρεαλιστική ιστορία ιατρικού τρόμου. Ταυτόχρονα όμως η Haetzman προσθέτει και τη γυναικεία οπτική της τόσο στην εξέλιξη των χαρακτήρων όσο και τη μεταξύ τους σχέση, η οποία όντως είναι ένα από τα καλύτερα στοιχεία του βιβλίου. Έτσι, ο λόγος του Parry, πέρα από μια γλωσσικό σκέρτσο και μια γλοιωδώς αποτρόπαια αισθητική (η οποία ταιριάζει γάντι στον ιατρικό κόσμο του Εδιμβούργου του 19ου αιώνα) καταφέρνει και εστιάζει με ίσο τρόπο στους δύο φερέλπιδες ερευνητές, εμβαθύνοντας ακόμα περισσότερο στους χαρακτήρες, τα όνειρα αλλά και, ίσως το σπουδαιότερο, στις δυσκολίες.

Το βιβλίο όχι μόνο κρατά την οξεία κοινωνική του ματιά, όσον αφορά το μισογυνισμό της βικτωριανής (και τωρινής βέβαια) κοινωνίας, αλλά το πάει και ένα βήμα παραπέρα, όσον αφορά τη σχέση της ιατρικής με την κοινωνία. Στο πρώτο βιβλίο ασχολήθηκαν με το κόστος της ιατρικής προόδου: τους ματωμένους πειραματισμούς, τις βαρβαρότητες που άφηναν κόσμο νεκρό σε τραπέζια γεμάτα εντόσθια, το αδιάφορο βλέμμα των ανθρώπων που είχαν συνηθίσει να κατακρεουργούν. Τώρα ο (ή οι) Parry έρχονται να θέσουν μια εκδίκηση, η οποία όμως έχει λάθος στόχο: δε δικάζεται η σκληρότητα της δυτικής ιατρικής, αλλά όσοι θέλησαν να την απομακρύνουν από τους χώρους ίασης. Δεν κριτικάρεται το αίμα και οι άσκοπες θυσίες, αλλά όσοι είπαν «φτάνει». Ο Parry, με έναν τρόπο θαρραλέο αν και κάποιες φορές άτσαλο, τα βάζει με ένα ολόκληρο οικοδόμημα που είναι τόσο στενά συνδεδεμένο με το status quo που πλέον δεν ξεχωρίζει καθόλου, και ας βαυκαλίζεται ότι είναι ανεξάρτητο, αντικειμενικό και αιώνιο.

Στις παρούσες συνθήκες, όπου η πίστη στην επιστήμη έχει καταρρεύσει, όπως και τόσες άλλες μεγάλες αφηγήσεις, είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον να βλέπουμε τη συνέχεια μιας τέτοιας τάσης στον χρόνο, ακόμα και σε λογοτεχνικό επίπεδο (άρα προφανώς επαυξημένη μέσω της νοσηρής φαντασίας δύο περίεργων Σκωτσέζων). Ταυτόχρονα βλέπουμε κιόλας από που πηγάζει αυτή η προθυμία να επιτεθεί κανείς στην επιστήμη: η υπεροψία των επιστημόνων, αυτός ο χρυσελεφάντινος πύργος στον οποίο υψώνονται πολλές φορές οι επιστήμονες, ξεχνώντας ότι υπηρετούν την κοινωνία. Τον δικό του ρόλο παίζει σε αυτό και η πλήρης οικειοποίηση της έρευνας για όφελος των λίγων. Όλα αυτά είναι, στην εποχή της πανδημίας, τρομερά επίκαιρα θέματα, από τα οποία κυριολεκτικά εξαρτάται η ζωή μας. Όταν επομένως μας δίνονται με τέτοια οξύτητα και τσαγανό, όπως το κάνει ο λόγος του Parry, και σε διαφορετικό πλαίσιο το οποίο όχι όμως μας δίνει τον χώρο να τα σκεφτούμε, αλλά μας προκαλεί και να το κάνουμε, δεν μπορούμε παρά σαν αναγνώστες, να χαρούμε. Δυστυχώς βέβαια εμείς δε διαθέτουμε έναν Γουίλ Ρέιβεν και μια Σάρα Φίσερ για να λύσουν το θέμα…

Με έναν πιο μοντέρνο στόχο, έχει βελτιωθεί και η γραφή του ζευγαριού. Οι ασυμφωνίες, γλωσσικές και κοινωνικές, μεταξύ της εποχής που περιγράφουν και αυτής που αναφέρονται έχουν μειωθεί, δίνοντας στον αναγνώστη περισσότερες ευκαιρίες να βυθιστεί στην καταιγιστική και δαιδαλώδη πλοκή του βιβλίου. Αυτό βέβαια ίσως να οφείλεται και μια συντενταγμένη επιλογή για λιγότερη ιστορική ακρίβεια. Αλλά το χιούμορ, οι χαρακτήρες και, προφανώς, ο ίδιος ο δολοφόνος, τα κάνουν όλα να αξίζουν. Η μετάφραση του Μπαρουξή το βεβαιώνει αυτό.

Κλείνοντας, όσοι ευχαριστήθηκαν το Πεπρωμένο της Σάρκας, δεν έχουν λόγο να μην βρουν την έξαψη και σε αυτό το, αρκετά καλύτερο, βιβλίο. Όσοι πάλι θέλουν μια πρώτη γνωριμία με το ματωμένο Εδιμβούργο, μπορούν κάλλιστα να ξεκινήσουν από αυτό και να γυρίσουν αργότερα στο Πεπρωμένο τους…

Μοιραστείτε το Άρθρο
Γεννήθηκε με μεγάλη επιτυχία αλλά μετά άρχισε καπου να δυσκολεύει το πράγμα. Σπούδασε Επικοινωνία και μετά αποφάσισε πως δεν του αρέσει να επικοινωνεί. Όνειρο του να μετακομίσει στην Σαχάρα όπου θα έχει ησυχία, αλλά μέχρι να το καταφέρει δουλεύει κωπηλάτης.